κατσιάζω → get stunted, become stunted, get scrubby, wither, stunt the growth, smother, smother with caresses, stifle with caresses

Vasilis · 14 · 4327

Vasilis

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 9987
    • Gender:Male
Κάποια μιλάει για τον σκύλο του και λέει:

«Μου τον κάτσιασαν!»
« Last Edit: 21 Jan, 2023, 13:15:16 by spiros »
Πλούσιος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αξίζει πολλά και όχι ο άνθρωπος που έχει πολλά. (Κ. Μαρξ)


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 850993
    • Gender:Male
  • point d’amour
κατσιάζω [kacX'azo] ρ αμ/μ κάτσιασα αορ κατσιασμένος μτχ πρκμ

(προφ)  πετσέτες, φλοκάτη = to get stunted, to get scrubby  Πρέπει να πάρουμε καινούργιες πετσέτες, γιατί οι παλιές κάτσιασαν. = We need to buy some new towels since the old ones have gotten scrubby.

(προφ) = to wither  Ποτίζει τα λουλούδια κάθε μέρα, για να μην κατσιάσουν. = She waters the plants daily so they don't wither.

(προφ) = to stunt the growth  Σταμάτα να φιλάς και να χαϊδεύεις το μωρό, θα το κατσιάσεις. = Stop kissing and caressing the baby; you'll stunt its growth!
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας

κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια. [μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ -ί δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

κατσιάζω. Χάνω την απαλότητα και τη φρεσκάδα: να μην κατσιάσουν τα ρούχα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125). [<ουσ. κατσί + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά

κατσιάζω
[κατσί]· 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου· 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού· 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί.
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

κατσιάζω, ρ. [<κατσί + κατάλ. -ιάζω], κατσιάζω. 1α. κάνω κάποιον να χάσει τη ζωντάνια του, τη ζωηρότητά του από τα υπερβολικά χάδια: «άσε, επιτέλους, ήσυχο το παιδί και πάψε να το χαϊδεύεις, γιατί θα το κατσιάσεις!». β. χάνω τη ζωντάνια μου, τη ζωηρότητά μου από τα υπερβολικά χάδια κάποιου ή κάποιων: «κάθε φορά που πηγαίνω στη γιαγιά μου, με κατσιάζει με τα χάδια της || τι το κάνετε πια και το κατσιάσατε αυτό το παιδί! ». 2. πέφτω σε μαρασμό: «μετά τα εξήντα, αρχίζει και κατσιάζει ο άνθρωπος».
Γεώργιος Κάτος: Λεξικό της λαϊκής​ και της περιθωριακής γλώσσας 

κάτσιασμα, το,  ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κατσιάζω + κατάλ. -μα], το αποτέλεσμα του κατσιάζω: «για δέστε κάτσιασμα που έχει το παιδί απ' τα χάδια σας!».
Γεώργιος Κάτος: Λεξικό της λαϊκής​ και της περιθωριακής γλώσσας 

stunt (third-person singular simple present stunts, present participle stunting, simple past and past participle stunted)
(transitive) To check or hinder the growth or development of.
Some have said smoking stunts your growth.
The politician timed his announcement to stunt any surge in the polls his opponent might gain from the convention.
(intransitive) (slang, hip-hop) To show off; to posture.
I don't like his style, and he always stuntin'. — Hussein Fatal, I Don't Like That (rap song).
stunt - Wiktionary
« Last Edit: 21 Jan, 2023, 13:17:52 by spiros »







mavrodon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6582
    • Gender:Male

Vasilis

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 9987
    • Gender:Male
Όταν πρόκειται για τα γεννητικά όργανα;
Πλούσιος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αξίζει πολλά και όχι ο άνθρωπος που έχει πολλά. (Κ. Μαρξ)



Vasilis

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 9987
    • Gender:Male
Θωμά, μιλάμε και για σκύλο και άλλα πράγματα...
Πλούσιος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αξίζει πολλά και όχι ο άνθρωπος που έχει πολλά. (Κ. Μαρξ)


mavrodon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6582
    • Gender:Male
Για τα άλλα "πράγματα" διάβασε το ακόλουθο: 1. κατσιάζω
Ορισμός:  4  
Λήμμα:  6  
Στην κυρίαρχη γλώσσα σημαίνει «κάνω κάποιον να χάσει το σφρίγος, την ζωντάνια του». Ετυμολογείται από το «κατσί», από το «κάττα», από το ιταλικό «gatta», που είναι η «γάτα», όπως και το αγγλικό «cat».

Τα εξωσλανγκικά λεξικά, όμως, δεν μας λένε ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων χρησιμοποιούμε το ρήμα για την καταπόνηση του πέους από τον υπερβολικό αυνανισμό και γενικότερα περιεργασία του.- Νικολάκη, πάλι με τον σωλήνα ασχολείσαι, θα τον κατσιάσεις!
- Ωχ, η μάνα μου!
http://www.slang.gr/lemma/show/katsiazo_7997
Στην περίπτωση όμως της καταπόνησης του πέους από αυνανισμό δεν μιλάμε για κάτσιασμα του οργάνου από άλλους αλλά για αυτενέργεια!
« Last Edit: 19 May, 2012, 21:52:59 by mavrodon »


mavrodon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6582
    • Gender:Male
Μόλις τελείωσα το διάβασμα του 4ου τόμου από τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη σε 10 ημέρες, "Ο Τσε Αυτοκτόνησε". Στη σελίδα 390 διαβάζω "'Ενας γέρος άντρας, με φαλάκρα και κατσιασμένη γενειάδα,...".  Όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα μεταφράστηκε και στα αγγλικά (βλ. http://www.eurocrime.co.uk/reviews/Che_Committed_Suicide.html). Διερωτώμαι αν κάποιος έχει την αγγλική μετάφραση για να δούμε πώς ο μεταφραστής David Connolly (http://www.enl.auth.gr/staff/connolly/index.html) απέδωσε το σχετικό χωρίο.
« Last Edit: 20 May, 2012, 08:55:09 by mavrodon »



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 850993
    • Gender:Male
  • point d’amour
Αν είναι το μέρος του σώματος που σκέφτομαι, μου έρχεται και κάπως... παρατραβηγμένα κάτι στο στιλ:

yanked his X mercilessly
« Last Edit: 22 May, 2012, 19:31:11 by spiros »



 

Search Tools