lurker → άτομο που παρακολουθεί αθέατος, παρατηρητής, αθέατος, αθέατος παρατηρητής, αμέτοχος παρατηρητής, αφανής παρατηρητής, παρατηρών, ενεδρεύων, καραδοκών, αφανής παρακολουθών, άτομο που δεν συμμετέχει ενεργά, άτομο που παρακολουθεί μια συζήτηση στο Διαδίκτυο χωρίς να συμμετέχει, άτομο που παραμονεύει, παραμονευτής, παραμονεύτρια
spiros ·
1 · 366