https://www.youtube.com/watch?v=3hucGLAPqNs
Πρώτη εκτέλεση
Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις (Η ντερμπεντέρισσα)
Ζεϊμπέκικο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη (κατά τον Τσιτσάνη, Χατζηδουλής, σ. 20).
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Στίχοι: Νίκος Ρούτσος & Βασίλης Τσιτσάνης
Πρώτη φωνογράφηση: 1947 [ODEON G.A. 7399]
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Στέλλα Χασκήλ & Βασίλης Τσιτσάνης
Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις, να σου πουν ποια είμ' εγώ.
Είμ' εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα,
που τους άντρες σαν τα ζάρια τούς μπεγλέρισα.
Δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ,
κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου
και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου.
Πως θα γίνω εγώ δική σου πάψε να το συζητάς.
Δε γουστάρω τις παρόλες, σου ξηγήθηκα,
στις ταβέρνες και στα καμπαρέ γεννήθηκα.
Οι δύο τελευταίοι στίχοι κάθε στροφής τραγουδιούνται δύο φορές (σχ. 1, 2, 3 - 2, 3).
[Πηγή για τους στίχους: Θεόφιλος Αναστασίου, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, Άπαντα, σ. 112]
Σημειώσεις του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο βιβλίο του Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής (Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία), σελ. 83-85:
Βίρβος (ό.π., σ. 122): «Έχω μια φωτοτυπία από την "Ντερμπεντέρισσα", που του είχε δώσει [του Τσιτσάνη] ο Ρούτσος. Και η οποία, βέβαια, δεν έχει - εκτός από ένα δίστιχο - καμιά σχέση με την "Ντερμπεντέρισσα" που κυκλοφόρησε τελικά ο Τσιτσάνης».
Τελευταία, ο Πάνος Γεραμάνης, σε σημείωμά του στο περιοδικό «Πρόσωπα - 21ος αιώνας» (Αθ., αρ. 101, 10.2.2001, σ. 21), μας προσφέρει τη «Ντερμπεντέρισσα» του Ρούτσου, που ανέφερε στο βιβλίο του ο Βίρβος, μαζί με μια αποκαλυπτική συνέντευξη του Τσιτσάνη, που του είχε παραχωρήσει ο συνθέτης το 1980: «Γνώρισα τον Ρούτσο το 1947. Μου συστήθηκε σαν στιχουργός και μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Τότε του έδωσα ένα δικό μου θέμα και το δίστιχο
Εγώ είμαι γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα
και τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα.
Ύστερα από μήνες μού παρέδωσε το παρακάτω κείμενο, γραμμένο με τα ίδια του τα χέρια:
Είμ' εγώ γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα,
που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα.
Θηλυκό πολύ μυστήριο, μαγκιόρικο,
αλειτούργητο, σκληρόκαρδο και ζόρικο.
Δεν γουστάρω τις παρόλες και τα φούμαρα,
σε ταβέρνες και σε καμπαρέ τα φούμαρα.
Απ' τους άντρες εχτιμώ τα πορτοφόλια τους
κι αν μου κάνουν καρμιριές, θα φαν τη φόλα τους.
Κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου
και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου.
Όλη μέρα να μου κάνετε τα γούστα μου
και τη νύχτα να κουρνιάζετε στη φούστα μου.
Πέρασαν πολλοί μήνες, μου είπε τότε ο Βασίλης Τσιτσάνης, αναζητώντας λέξεις και εντυπωσιακά ευρήματα - πράγμα που συνηθίζω - και, τελικά, αυτό το δίστιχο [εννοεί το δίστιχο του Ρούτσου: «Κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου / και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου»] το πάντρεψα μ' ένα άλλο τραγούδι, που είχα γράψει στην κατοχή, το "Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις", για να γίνει μετά η θρυλική "Ντερμπεντέρισσα", με δύο τίτλους. Τότε φυσικά ο Ρούτσος δεν ζήτησε αντάλλαγμα, αφού στο πρώτο τεστ που του έκανα ήταν αρνητικός. Το μόνο που έκανε ήταν να σπεύσει, σαν καλός νοικοκύρης, να κατοχυρώσει το τραγούδι, εν αγνοία μου, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, μετά τη φωνογράφηση».
...
Επανέρχομαι στο τραγούδι. Το «Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις» είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά και δυναμικά τραγούδια του Τσιτσάνη - μάγκικο μεταπολεμικού κλίματος - που δίκαια έγινε μεγάλη επιτυχία.
Θρυλικό ζεϊμπέκικο του Βασίλη Τσιτσάνη, ύμνος στη γυναίκα... και θαρρώ πως δικαιούμαι να μου το αφιερώσω. :-)