Ντέμης Κωνσταντινίδης: ’49
Πολεμούσατε αντρειωμένοι.
Κι ούτε που ξέρατε αν αύριο θα ’στε ζωντανοί ή πεθαμένοι
από ένα χέρι αδελφικό ανόσια προδομένοι.
Κι ήσασταν νέοι, παλικάρια
μα και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά,
που αντί για έρωτες και ολόγιομα φεγγάρια
της μάχης σάς μεθούσε η φωτιά.
Ήρθε το σούρουπο και η καταχνιά σκεπάζει,
κάθε κορμί, κάθε χαμόγελο πικρό,
στα χείλη που ’μεινε τον κόσμο να σαρκάζει,
γι’ αυτόν της νιότης σας τον άδικο χαμό.
Μα τώρα δείτε εσείς τα εγγόνια σας, τους γιους σας,
ποιος σας τιμά και ποιος αλήθεια σας θυμάται;
Ακόμα εκεί, ως και στο θάνατό σας, δε βρήκατε δικαίωση
και γαλήνη∙ μόνος με τους περήφανους προγόνους μας μιλάτε.
Από τη συλλογή Διαθέσεις (2008)