primary → πρώτος, αρχικός, πρωταρχικός, πρωτεύων, κύριος, πρωτογενής, στοιχειώδης, βασικός, αρχέγονος, αρχέτυπος, πρωτοπαθής, πρωτεύων, πρωτογενής, ηλεκτροπαραγωγός, πρωτογενής, αυτοθιγενής, παλαιοζωικός,, πρωτεύον, ερετικό φτερό, κωπαίο φτερό, προκριματική εκλογή, συγκέντρωση ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος για εκλογή υποψηφίων, πρωτεύουσα περιέλιξη
paraskevi ·
17 · 2602