Σοφία Πόταρη, Μόνος Θεός ο θάνατος ή ο Αγέννητος θάνατος
[Α' μέρος – Ποιήματα]
Στο λαμπερό σου αίμα υπάρχω, κολυμπώ, χωρίς
να με αντιληφθείς και όπου εσύ κυριαρχείς
ανώτερός σου εγώ, κυρίαρχος του θέλω
των ιστών και των λευκών οστών σου
οι φλέβες, το μυαλό, το χρώμα των μαλλιών σου,
ο έρωτας, η λάμψη των ματιών σου
λες πως δικά σου είναι, μα ολάκερη για μένα ζεις
μου ανήκεις πριν ακόμα γεννηθείς
ακμάζω μέσα σου εισβολέας, ηγήτωρ των δικών σου
αγγέλων και δαιμόνων κι όλων σου των αγίων, μόνος
μάχη δεν κινώ κι όμως, σε όλες ο θριαμβευτής,
ο μόνος κουρσευτής! να παρακολουθώ
το αίμα σου το ζωντανό, σε με παραδομένο,
εγώ τα κάστρα του εκπορθώ,
ζει όπως εγώ το επιθυμώ, να θάλλει κόκκινο
ή μαύρο να σαπίζει υγρό, ο μόνος
σε περίπλου συνεταίρος σου, που μέσα κολυμπώ,
στην επιφάνειά του και στον πλέον απόκρυφο βυθό,
συγκάτοικός σου σε καράβι με πορεία εν κρυπτώ,
μου ανήκει, καπετάνιος του εγώ
ξεφρενιασμένο να ξεφύγει θέλει κι όμως το τιμόνι του
σφιχτά κρατώ και πάει όπου εγώ του πω
ιεροφάντης είμαι, και Θεός όλων σου των Θεών
ο πιο τρανός! καραδοκώ
μέχρι την τελευταία σταγόνα γάλα να σε πιω εγώ μητρικό,
να σε ρουφήξω ως τον πιο μέσα σου τον σκελετό
και λάγνα το μεδούλι σου να γλείψω, ως την μήτρα σου
να εισχωρήσω, κι όχι, δεν με λυγάς
με παρακαλετά, τον χρόνο σου με κόλπα μην χαλάς,
πιο αρχαίος εγώ, μην πολεμάς
γιατί εντολή απ’ τον ανώτερό μου έχω εαυτό,
σε αφανέρωτο κι αρχαίο μυστικό
που για εμέ αργάζετ’ έρωτα, βλαστήματα θρεμμένα,
από την γέννα τους νεκρά υπάρχουνε και μιλημένα
τα χείλη τα φιλήδονα εμένα ξεγεννούν,
εμένα, κι ας γλυκόν υπόσχονται οργασμό
εμένα, τον αγέννητο Θεό, το γεγονός το βλαστερό,
το πιο φρικιαστικά ερωτικό
η μήτρα και οι όρχεις σου ζωή διαφεντεμένα
σε αργαστήρια υπόγεια και κρυμμένα
που η ωραία Ευρυάνθη και η Εκάβη των παθώ τους
κι ο πολυμήχανος Δυσσέας ο τρανός, δικό τους
υφαντό σε αργαλειό σάπιο υφαίνουν και θυσίες
σε αδύναμους θεούς προσφέρουν
και η γητεύτρα Μούσα που παραληρεί,
στην στάχτη μου τους οδηγεί, χωρίς να ξέρουν
πως είμ’ εγώ ο αργαλειός και το υφαντό τους,
και η θυσία και το σφάγιο κι ο Θεός τους
που φίδι μες στων σπλάχνων σου τ’ ανέγνωρα δρομάκια
επεκτείνω και τ’ αυγό μου αφήνω
μες στις κοιλάδες που εσύ ευλογάς και τους καρπούς σου
που κοιλοπονάς εγώ ξεκοκαλίζω
μέχρι την τελευταία ικμάδα, και την φλούδα και την λάβρα
της σαρκός σου την λαμπράδα ξεψαχνίζω
σαν λήθη σε κερνά, μα τίποτα όμως δεν με προσπερνά,
σε καταπίνω και σε φτύνω
κι απ’ την αρχή ξανά, ν’ αγκομαχάς κι ανίδεη να γελάς,
ω θλιβερή, σ’ ένα κουκούλι μέσα
χρυσαλλίδα εγκλωβισμένη, ζουμερό το σώμα σου
αγαπημένη για εμέ να θρέφεις
όλα να μου τα δίνεις κι ας νομίζεις πως σ’ ορίζεις
κι ας ψάχνεις ελιξίρια για ν’ αντέχεις
αδίκως, για εμέ δουλεύεις, σαν την αράχνη στον ιστό της
ελλοχεύεις μα σε άλλονε ιστό είσαι μέσα
που θεριεμένος πλέκεται και μ’ εξυμνεί μόνο Θεό,
το ουρλιαχτό αντηχώντας της ψυχής
ω υποκλίσου μου ζωή, άλλο δεν είσαι απ’ ανάγκη ξοδιασμένη,
μια τυχαιότητα πια στερημένη
γέλα και το κρασί σου πιες και κάνε ό,τι άλλο θες,
ήσυχα εγώ να σε ρουφώ γλυκοθρεμμένη
μόνος Θεός ο Θάνατος! να η κραυγή πια της ζωής
νενικημένης στον αιώνα της σιωπής
Από τη συλλογή Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι (2017)