ρμ. πλήττω, κτυπώ, δημ. βαράω, θίγω, πετυχαίνω, χτυπώ, βρίσκω <στόχο>, (αργκό)πηγαίνω, βγαίνω, συναντώ, βρίσκω τυχαία, φτάνω, τραυματίζω, be hard hit πλήττομαι, υποφέρω, hit it μαντεύω επακριβώς, το πετυχαίνω, το βρίσκω, (αργκό)φεύγω, hit off περιγράφω σύντομα και επακριβώς, μιμούμαι, αντιγράφω, σατιρίζω, σκιτσάρω βιαστικά, hit it off with ταιριάζω, τα πάω καλά με, hit it up (αργκό)κάνω σαματά, hit on βρίσκω στην τύχη, hit out κτυπώ με δύναμη, επιτίθεμαι βίαια, κτυπώ στα τυφλά, ουσ. πλήγμα, χτύπημα, σαρκασμός, σκώμμα, (κν). μπηχτή, (κοιν.) επιτυχία, εύστοχο κτύπημα,, επιτυχία, πετυχημένο έργο, (κν). σουξέ, τύχη, επιτυχία, εύρημα, make a hit with εντυπωσιάζω, γίνομαι δημοφιλής, κερδίζω την αγάπη, έχω απήχηση, επ. (κοιν.) πετυχημένος, επιτυχής, δημοφιλής, hit and run (για οδηγό) εγκαταλείπω θύμα
Penguin Hellenews English-Greek dictionary