willy-nilly -> θες δε θες, εκών-άκων, θέλοντας και μη, με το στανιό,
με το καλό ή με το κακό, με το καλό ή με το άγριο,
willy-nilly
adv.
Whether desired or not: After her boss fell sick, she willy-nilly found herself directing the project.
Without order or plan; haphazardly.
adj.
Being or occurring whether desired or not: willy-nilly cooperation.
Disordered; haphazard: willy-nilly zoning laws.willy-nilly: Definition, Synonyms from Answers.comwilly-nilly [synonyms]volente o nolente -> θες δε θες, εκών άκων, εκόντες-άκοντες, θέλοντας και μη, με το στανιό, με το καλό ή με το κακό, με το καλό ή με το άγριο, ντε και καλά, υποχρεωτικά, με το ζόριεκών άκων -> per amore o per forza, volente o nolentenolens volens -> θέλοντας και μη, θες δεν θες, εκών άκων, εκόντες άκοντες, αναγκαστικά, ηθελημένα ή μη, ηθελημένα ή αθέλητα, ηθελημένα ή άθελα, φεύγω τρόπον γε δή τιν' οὐχ ἑκὼν ἑκών