Σάξονες ή Σάξωνες / σαξονικός ή σαξωνικός;

spiros · 5 · 5394

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Σάξονες ή Σάξωνες / σαξονικός ή σαξωνικός;

σαξονικός -ή -ό [saksonikós] E1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες. [λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. saxon -ικός]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

Σάξονας (ο) [18001 (ΣαξόνωνΙ μέλος αρχαίου γερμανικού λαού. που κατοικούσε στην περιοχή τής Βαλτικής Θάλασσας και τού σημερινού Σλέσβιχ και που αργότερα επεκτάθηκε και στις ακτές τής Γαλατίας και τής Βρετανίας. — σαξονικός, -ή. -ό 11874|. [ETYM.] Μεταφορά τού αγγλ. Saxon, ονομασία των βορειογερμανικών φύλων που εγκαταστάθηκαν στη Βρετανία τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ.. < αρχ. αγγλ. Seaxan (πληθ.), πιθ. < αρχ. γερμ. sahsa «πολεμικό μαχαίρι»
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

Σαξονία (η) [ 1758J 1. η περιοχή τής Γερμανίας που είχε κατακτηθεί και κατοικηθεί από τους Σάξονες 2. ομόσπονδο κρατίδιο τής Γερμανίας με πρωτεύουσα τη Δρέσδη.
[ETYM]. Μεταφορά τού αγγλ. Saxony (πβ. γερμ. Sachsen. γαλλ. Saxe). Βλ. λ. Σάξονας].
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

σαξονικός
 -ή, -ό επίθ.  (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στη Σαξονία ή τους Σάξονες
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης

Σαξονία
(Sachsen) κρατίδιο της Γερμανίας, πρωτ. Δρέσδη  εθν. Σάξονας.
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης

Σάξονας
ο, η, Ν· 1. ο κάτοικος τής Σαξονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σαξονία· 2. (στον πληθ.) οι Σάξονες· αρχαίος γερμανικός λαός που αρχικά κατοικούσε στην περιοχή τού σημερινού Σλέσβιχ και στα παράλια τής Βαλτικής, αλλά μετά τον 5ο και ώς τον 8ο αιώνα επεκτάθηκε σε πολλές άλλες περιοχές και έφθασε διά θαλάσσης μέχρι τη Βρετανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαξονία. Η λ., στον πληθ. Σάξονες, μαρτυρείται από το 1800 στον Δ. Ν. Δαμβέργη].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

σαξονικός
-ή, -ό, Ν· αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες («σαξονικό κάτοπτρο»· ο αρχαιότερος γερμανικός κώδικας δικαίου, ο οποίος συντάχθηκε τον 12ο αιώνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαξονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Κ. Σ. Κόντο].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

σαξόνιος
-α, -ο, Ν [Σαξονία]· 1. σαξονικός· 2. (φρ.) «σαξόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαξόνιο»· (γεωλ.) υποδιαίρεση τού μέσου περμίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, υποδιαίρεση η οποία ακολουθεί την ωτούνια βαθμίδα και προηγείται της θουρίγγιας βαθμίδας και χαρακτηρίζεται από ερυθρούς ψαμμίτες με εκτεταμένες εμφανίσεις στη Γερμανία.
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας


Γράφω "σαξωνικός" με ω, διότι πρόκειται για εξελληνισμένο τύπο, και μάλιστα με μακρά ιστορική παρουσία στη γλώσσα μας, άρα πλέον ελληνική λέξη, που κλίνεται κατά το "πλατωνικός" κ.ά.
« Last Edit: 28 Nov, 2011, 13:46:05 by spiros »


Asdings

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 4118
    • Gender:Male
  • unte þeina ist þiudangardi jah mahts
Όπως δείχνουν οι πηγές σου, η ορθογράφηση με ο είναι αρκετά παλαιά και αυτή. Ωστόσο, για καθαρά γραμματικούς λόγους, αφού η λέξη προέρχεται από το Saxo-onis (λατ.), έστω και δια μέσου της Αγγλικής, επιμένω ότι θα έπρεπε να διατηρείται το ω (από το μακρό λατ. o) σε όλη την κλίση. Πβ. Varro-nis > Ουάρρων-ωνος, κατά το Πλάτων-ωνος. Η ομοιογένεια του κλιτικού παραδείγματος είναι σημαντική παράμετρος, τόσο πολύ ώστε οδήγησε τα θηλυκά τριτόκλιτα σε -ι(ς) να γράφονται σήμερα με -η (π.χ. βρύση, δύση, πόλη, ζάχαρη, αντί βρύσι, δύσι, πόλι, ζάχαρι).
« Last Edit: 15 Feb, 2011, 12:11:18 by Asdings »
In dubio pro reo



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Αγαπητοί φίλοι, είναι απολύτως αναμενόμενο να επιδιώκεται ορθογραφική ομοιομορφία στο άρθρο και χαίρομαι που αυτό επισημαίνεται παραπάνω. Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα θα ήθελα να προσθέσω μία σκέψη, ελπίζω χρήσιμη.
Τα κυριωνύμια Σάξονες, σαξονικός απαντούν γραμμένα με -ο- ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ. (επί παραδείγματι στον Κλαύδιο Πτολεμαίο και στον Μαρκιανό), πράγμα λογικό επειδή το υστερολατινικό Saxo σχηματίζει γενική Saxonis με βραχύ -ο-. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δηλ. πρόκειται για γραφές καθιερωμένες πριν από τον ιωτακισμό και την ισοχρονία, είναι συνετό να διατηρούμε την καλύτερα παραδεδομένη γραφή, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι και η απλούστερη. Συνεπώς, μπορούμε χωρίς δισταγμό να γράψουμε Σάξονες, Σαξονία και σαξονικός.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%80%CE%B1%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B1:%CE%91%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AC#.CE.A3.CF.85.CE.BD.CE.AC.CE.BD.CF.84.CE.B7.CF.83.CE.B7_.CE.BC.CE.B5_.CE.B8.CE.AD.CE.BC.CE.B1_.CF.84.CE.BF.CE.BD_.CF.83.CF.87.CE.B5.CE.B4.CE.B9.CE.B1.CF.83.CE.BC.CF.8C_.CE.B4.CF.81.CE.AC.CF.83.CE.B5.CF.89.CE.BD_.CE.B3.CE.B9.CE.B1_.CF.84.CE.BF.CE.BD_.CE.B5.CE.BC.CF.80.CE.BB.CE.BF.CF.85.CF.84.CE.B9.CF.83.CE.BC.CF.8C_.CE.BA.CE.B1.CE.B9_.CF.84.CE.B7.CE.BD_.CE.B1.CE.BE.CE.B9.CE.BF.CF.80.CE.BF.CE.AF.CE.B7.CF.83.CE.B7_.CF.84.CE.B7.CF.82_wikipedia_.CE.B1.CF.80.CF.8C_.CF.84.CE.B7.CE.BD_.CF.84.CE.BF.CF.80.CE.B9.CE.BA.CE.AE_.CE.B1.CF.85.CF.84.CE.BF.CE.B4.CE.B9.CE.BF.CE.AF.CE.BA.CE.B7.CF.83.CE.B7



Asdings

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 4118
    • Gender:Male
  • unte þeina ist þiudangardi jah mahts
Σε σχέση με όσα έλεγα παραπάνω για το "σαξονικός", ακολούθησα την εξής μέθοδο επαλήθευσης, για να διαπιστώσω αν το ο ήταν βραχύ ήδη στη Λατινική (διότι τα περί... "απλούστερης ορθογράφησης" με αφήνουν παγερά αδιάφορο -εγώ ενδιαφέρομαι μόνο για την ιστορικώς ορθή, άλλως "ετυμολογική" ορθογράφηση).

Έψαξα, λοιπόν, σε ένα ιταλικό λεξικό με προφορά για να δω πού τονίζεται η λέξη sassone < Saxo(-nis) στα Ιταλικά και διαπίστωσα ότι τονίζεται στην προπαραλήγουσα ("σάσσονε"), άρα το ο ήταν βραχύ ήδη στη Λατινική (αν ήταν μακρό θα είχαμε τον τονισμό "*σασσόνε" στα Ιταλικά).

Συνεπώς, το Σάξονας θα πρέπει να γράφεται μόνο με ο και όχι με ω, όπως εσφαλμένα πρότεινα παραπάνω.
In dubio pro reo


 

Search Tools