Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Poetry => Favourite Music and Lyrics => Poetry of Thessaloniki => Topic started by: wings on 11 Jan, 2006, 21:56:02

Title: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 11 Jan, 2006, 21:56:02
Γιώργος Θέμελης (1900-1976)

(https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/03/themelis_1.jpg)

[Πηγή για το πορτρέτο του ποιητή από τον Πολύκλειτο Ρέγγο: ΕΚΕΒΙ (https://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=184)]

Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε το 1900 στη Σάμο και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομά του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του (τον Απρίλη του 1976). Στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε, διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα, κι αυτή στάθηκε η πνευματική του πατρίδα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο και στα Εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη. Διετέλεσε γενικός γραμματέας και μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυσή του, το 1961, και έως το 1965. Η ποιητική ιστορία του Θέμελη αρχίζει ουσιαστικά με τον πόλεμο και την κατοχή. Τότε μυήθηκε στα νεότερα ποιητικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας», του οποίου υπήρξε τακτικός συνεργάτης.

Ποιητικές συλλογές:
«Γυμνό παράθυρο», 1945
«Άνθρωποι και πουλιά», 1947
«Ο γυρισμός», 1948
«Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες», 1949
«Ακολουθία», 1950
«Συνομιλίες», 1953
«Δενδρόκηπος», 1955
«Το πρόσωπο και το είδωλο», 1959
«Φωτοσκιάσεις», 1961
«Η Μόνα παίζει», 1961
«Το δίχτυ των ψυχών», 1965
«Έξοδος», 1968
«Ηλιοσκόπιο», 1971
«Περιστροφή», 1973
«Δενδρόκηπος ΙΙ», 1973
«Κήποι», 1974
«Ars Poetica», 1974
«Οίκος Εμπορίου», 1974
«Βιβλικά», 1975
«Το περιστέρι και τα επτά αναστάσιμα θαύματα», 1977

Δοκίμια - μελέτες:
«Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών», 1933
«Επίγραμμα και Μακεδόνες Επιγραμματοποιοί», 1938
«Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 1948
«Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών - Το πρόβλημα της ερμηνείας», 1949
«Προβελέγγιος - Δροσίνης - Πολέμης - Καμπάς», 1953
«Νεοέλληνες Λυρικοί», 1954
«Το κλειδί» (ανάτυπο), 1960
«Αγγελικό και μαύρο φως» (ανάτυπο), 1962
«Όριο επαφής Σολωμού-Καβάφη» στις «Δώδεκα Διαλέξεις (σειρά α')», Οργανισμός Εθνικού Θεάτρου, 1961
«Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του» (ανάτυπο), 1961
«Η Νεώτερη Ποίησή μας Ι», 1963
«Η Έσχατη Κρίση», 1964
«Η Νεώτερη Ποίησή μας ΙΙ», 1967
«Η Ποίηση του Καβάφη», 1970
«Ένας μονόλογος για την ποίηση», 1975
«Οδυσσέας Ελύτης» στον Mario Vitti (επιμέλεια), «Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999
«Πολύπτυχο» (αυτοβιογραφικό κείμενο), 2000

Θεατρικά έργα:
«Διδώ», περιοδ. Νέα Εστία, 1950
«Καραγκιόζης», παραγωγή Κ.Θ.Β.Ε. - σκηνοθεσία, σκηνογραφία, ενδυματολογία Ευγ. Σπαθάρη
«Ταξίδι», πολυγραφημένη έκδοση, 1966
«Ο επισκέπτης», περιοδ. Νέα Πορεία, 1969
«Ο χρεώστης», περιοδ. Νέα Εστία, 1973

Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:


Έγραψαν για τον Γιώργο Θέμελη:


[ Επιστροφή στο ευρετήριο της ανθολογίας «Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα» (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0) ]
Title: Γιώργος Θέμελης, Ερημία
Post by: wings on 17 Mar, 2007, 17:52:48
Hatzidakis Erimia - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=bDRS_0sIqUI)

Μάνος Χατζιδάκις, Ερημιά [Taki] (δίσκος: Never on Sunday (http://www.hadjidakis.gr/homeweb.htm) (1960))

Γιώργος Θέμελης, Ερημία

[Ενότητα Κινήσεις]

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα

Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.

Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άγγιξα την ομορφιά
Post by: wings on 03 Oct, 2007, 17:58:19
Γιώργος Θέμελης, Άγγιξα την ομορφιά

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Άγγιξα την ομορφιά
Με τα χέρια μου

Η φορεσιά μου με ζώνει
Ερωτευμένη

Έξω απ’ το σχήμα
Κι από το ρόδο
Του σώματός μου

Άπληστα χείλη
Άπληστα δάχτυλα που τρέχουν
Σα δάκρυα

Άστρα λευκά
Κόκκινες στάλες αγάπης
Μέσα στις φούχτες μου

Στο στήθος
Στ’ ασημένια μαλλιά
Αντίλαλοι
Σωπασμένων
Αυλών

Καθρεφτισμένο πρόσωπο
Ανείπωτο
Απέραντο
Πολλαπλό

Σαν ένα δέντρο που εκτείνεται
Μέσα
Στον άνεμο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αγαπώ την ώρα
Post by: wings on 06 Oct, 2007, 20:12:55
Άσπρο περιστέρι (σόλο μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=w4DzKzspzX0)

Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Άσπρο περιστέρι (http://http:/thepoetsiloved.wordpress.com/2010/02/27/kostas-papadopoulos-aspro-peristeri-manos-hatzidakis-nikos-gatsos-dimitra-galani-%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%AC/)
(τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη / δίσκος: Της γης το χρυσάφι (1971)


Γιώργος Θέμελης, Αγαπώ την ώρα

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Αγαπώ την ώρα που έρχεσαι
Σαν ανοιχτή γαλάζια ημέρα
Μ’ ένα στόμα σαν κρίνο

Τα δάκρυα ανοίγουν στο πρόσωπο
Όπως ένα ποτάμι
Τ’ απέραντα μάτια

Τα χέρια σου ταξιδεύουν
Σα λευκά περιστέρια
Επάνω στα πράγματα

Δώσ’ μου τη δύναμη να κοιτάζω τον ήλιο
Να βλέπω το πρόσωπό σου

Άστρα στολίζουν το μέτωπο
Βυθισμένο στο κύμα της εικόνας σου
Μακρινό καθρεφτισμένο πρωινό

Είναι ένα αίνιγμα
Ένα
Μυστικό

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη (VII)
Post by: wings on 13 Oct, 2007, 19:32:34
Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη (VII)

[Από το ποίημα Κυμοθόη]

VII

Σε βλέπω

Στο απλό χέρι που δίνεται
Σε μια κλωστή σ’ ένα φύλλο
Ματιά που γεμίζεις τη θάλασσα

Σ’ ακολουθεί το πλανημένο μάτι
Πέρα από κάθε ακρωτήρι
Τρυπώντας κάθε ορίζοντα

Σαν την κυνηγημένη σκιά του Νότου
Σαν την καρδιά που έκοψε τα σχοινιά

Με χορεύει ο άνεμος
Σαν αφηρημένο

Το πόδι μου έχει πάρει
Όψη κοφτερής φτερούγας

Είσαι αυτό που δεν είναι
Δεν έχει όνομα
Όπως αχτίνα ματιού

Όπως τα δέντρα με τ’ άστρα
Το νερό που τραγουδάει
Και δεν ξέρει τίποτα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη (II. Μεσονύχτιο)
Post by: wings on 28 Oct, 2007, 20:59:08
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg6.imageshack.us%2Fimg6%2F101%2Fstavrouwarehouses.jpg&hash=687447931c42fa717dc11264f939dae83b8a5eb3)

Γιάννης Σταύρου: Αποθήκες, Θερμαϊκός (λάδι σε καμβά)
Πηγή: http://paintings2-yannisstavrou.blogspot.com/


Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη

[Ενότητα Συμπτώσεις]

ΙΙ. Μεσονύχτιο

Ασύμμετρες διαστάσεις, ευρυχωρία κενού χώρου.
Εκεί κατά το Τελωνείο, στην άκρη του λιμανιού.
Καθίσματα οικτρά, υπολείμματα λεηλασίας,
Σα να σου λένε τρίζοντας μη μας αγγίζεις.
Γκαρσόνια αμίλητα και σαν ξυλένια.
Σταματημένα ρολόγια που χτυπούν μεσάνυχτα.

Δεν πάνε τώρα εκεί ψυχές, μα κάτι της Νύχτας.
Ζαρώνουν μες στα ρούχα τους σα να κρυώνουν,
Σα να φοβούνται και γλιστρούν, ξεφεύγουν απ’ το βλέμμα τους.

Μπορεί κανείς να δραπετεύει αθόρυβα
Αφήνοντας την ψυχή του σ’ ένα τραπέζι:
Να σκύβει και να σιωπά – να πίνει και να καπνίζει.
Μπορεί να εξαφανιστεί απ’ το πρόσωπο και να μην είναι,
Ένας νεκρός που υποκρίνεται τον κοιμισμένο.

Πίσω μας ένας μεγάλος, παλαιός καθρέφτης,
Φτωχά, χρωματιστά λαμπιόνια κάποιας γιορτής,
(Παλαιάς δόξας χορού μεταμφιεσμένων.)
Ξεθωριασμένα, περίλυπα και νυσταλέα.
Σε παίρνουν μ’ όλα ταύτα, δεν μπορείς
Να ξεφύγεις, σε τραβούν μαζί με τον παλαιό καθρέφτη, τόσο εκεί
Τυφλό, να πει κανείς, στραμμένο μέσα πρόσωπο.

Ώρες αργές ανάμεσα σε τόση ευρυχωρία,
Οκνές, δυσκίνητες, σέρνοντας πίσω – πλάνο.

Φτάνοντας τέλος οι μεσονύχτιες –παλιές κυρίες
Αριστοκρατικές γριές, τρικλίζοντας μέσα σου– γύρω σου,
Συνοδεία ψυχές μες απ’ τη νύχτα,
(Την Κάτω – Νύχτα), σκοτεινές σαλεύουν οι επιφάνειες,
Ακούγονται κρότοι, ακούγονται σιωπές,
Φουσκαλίδες λάμψεις σπάνοντας επάνω στο γυαλί.
Κάνεις να σηκωθείς, σε δένει μια πέτρα.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη (III. Μεταμεσονύχτιο)
Post by: wings on 01 Nov, 2007, 22:45:07
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg708.imageshack.us%2Fimg708%2F4587%2Fstavrounyxterino.jpg&hash=1ef4096ab90eb08c732500814f3f33646fc6f71b)

Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό (λάδι σε καμβά)
Πηγή: http://zografiki-yannisstavrou.blogspot.com/


Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη

[Ενότητα Συμπτώσεις]

ΙΙΙ. Μεταμεσονύχτιο

Όταν αγγίζουν δάχτυλα ψάχνοντας φως,
Ώρες μικρές, μεταμεσονύχτιες, λάμπες σβηστές,
(Εωθινά σκηνώματα της Άνω-Νύχτας.)
Η Θεσσαλονίκη μπαίνει στο σώμα της,
Η Θεσσαλονίκη σβήνει το βλέμμα της, απογυμνώνεται.
Πιο από μέσα φωτεινή από τη φωτισμένη μέρα.
Ήλιους ανάβει αποβραδίς σε σύσκιο μεσουράνημα.

Ημιδιαφανείς αμφιβολίες, ημίθαμπα, αστραπές,
Αχνή, θρυμματισμένη πάχνη αραχνοΰφαντη.

Κανείς δεν υποπτεύεται που φέγγουν τα χέρια.
Σα να ’μαστε κάτω από βλέφαρα κρυσταλλωμένα,
Σα να ’μαστε από μέσα διάφωτοι και δεν το ξέρουμε.

Άλλη διαρρύθμιση κάτω οδών, άλλη διάθλαση:
–Βασιλέως Κωνσταντίνου (πρώην Βενιζέλου)– Διασταύρωση.
–Ένα κομμάτι Εγνατία– βόρεια, Βασιλική.
Η Παναγία Χαλκέων μισόφωτη, σταύρωση – λύπη.

Μήκος: – σκιές βαθαίνοντας τις επιφάνειες:
Γυναίκες, άγρυπνοι μοναχοί από σκήτες και μονές
Στους ώμους χάμω – σέρνοντας το σχήμα των Αγγέλων.
Βάθος: – ηχώ, αντανάκλαση, αποσιώπηση.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση
Post by: wings on 09 Nov, 2007, 23:37:23
Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση

Περπάτησα και δίψασα

Ποιος ξέρει πόσα πόδια πέρασαν πόσα πρόσωπα
Αποτύπωσαν τον ήσκιο τους επάνω στην πέτρα
Τεθλασμένες γλυφές σπασμένοι μαίανδροι
Ανάγλυφα ρόδα και μαλλιά που μάδησαν σκόνη

Η βρύση δεν ξέρει τίποτα
Δεν καταλαβαίνει καμιά γλώσσα που μιλιέται
Ακούει το τραγούδι της
Ένα παιδί με μια χλωρή καρδιά

Μάτι απέραντο από δάκρυ
Δεν υπάρχει τρόπος να τρυπήσω τον τοίχο
Να ριχτώ με γυμνό φτερό μέσα στον κίνδυνο

Τα πουλιά μονάχα ξέρουν τις ολόκληρες αποστάσεις
Ανάμεσα στην υψηλή γραμμή και τ’ άγνωστο κύμα
Μηνύματα ουρανού χαϊδεμένα παιδιά του θανάτου

Καλότυχος που μιλεί με τα πουλιά
Που πίνει νερό με τη φούχτα κοιτάζοντας τον ουρανό
Με μια καρδιά γεμάτη καθαρόν άνεμο

Όπως μια φορά όταν ήμουν παιδί
Ένας άγγελος κατέβηκε πάνω στη γέφυρα
Μ’ ένα σταθερό γοργό περπάτημα
Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια

Να εξασκήσω άλλη μια φορά την καρδιά
Να ξανακάμω το δρόμο που ξετυλίχτηκε
Να φωνάξω με καθαρότητα πουλιού
Και να σταθώ ξάφνου ξανά στην είσοδο της χώρας των ανθρώπων
Κρατώντας μέσα στη φούχτα μου μια στάλα αιωνιότητας

(Ήταν μια ευκαιρία
Μου ξέφυγε το ποτήρι
Μες απ' την απέραντη αγωνία του χεριού
Τι κάθομαι και λέω όλα τα ποτήρια είναι καμωμένα για να σπάζουν)

Όταν θα ξαναγίνω πουλί
Πέρ’ απ’ τα δάκρυα στους αγγέλους
Θα χαιρετήσω την επιστροφή
Φέρνοντας μια φούχτα χώμα
Μια στάλα ζεστή γήινη θλίψη

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση
Post by: wings on 10 Nov, 2007, 13:47:29
Θα κάνω ένα τολμηρό σχόλιο για το ποίημα που δημοσίευσα χτες με όλο το σεβασμό για έναν άλλο ποιητή που κατά τη δική μου γνώμη είναι από τους κορυφαίους των γραμμάτων μας - αναφέρομαι στον Γιώργο Σεφέρη.

Το ποίημα Χαλασμένη βρύση ανήκει στη συλλογή Γυμνό παράθυρο του 1945 που είναι η πρώτη του Γιώργου Θέμελη. Πιστεύω ότι ουδόλως υστερεί έναντι των σπουδαίων ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη της ίδιας περιόδου.

Υπενθυμίζω ότι οι δύο ποιητές ήταν συνομήλικοι (γεννήθηκαν το 1900) και ότι την ίδια εποχή ο Γιώργος Σεφέρης εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος Β' (1944).

Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο το 1900 και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1975. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1930 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.

Θαρρώ πως η επιλογή του να μείνει στη Θεσσαλονίκη για όλη του τη ζωή τελικά προκάλεσε μια μεγάλη αδικία. Ο Γιώργος Θέμελης δεν έφτασε ποτέ να έχει τη φήμη, την αίγλη και την αναγνώριση που είχε ο συνομήλικός του Γιώργος Σεφέρης. Ίσως δεν έφτασε καν να έχει τη φήμη άλλων μεγάλων ποιητών των προπολεμικών γενεών. Κρίμα...

Επαναλαμβάνω ότι αυτά που λέω είναι καθαρά προσωπική μου άποψη - ούτε καν άποψη γιατί δεν είμαι λογοτεχνικός κριτικός. Είναι κυρίως η αίσθηση που μου μένει κάθε φορά που διαβάζω ένα σπουδαίο ποίημα του Γιώργου Θέμελη και, εδώ που τα λέμε, τα μέτρια ποιήματά του που έχω δει είναι πολύ λίγα σε σχέση με το μέγεθος του έργου του. Πάντως, το ποίημα Χαλασμένη βρύση είναι ίσως το καλύτερό του στην ανθολογία μας μέχρι στιγμής.

Αναγκαστικά θα πρέπει να ζητήσω από τον Τόλη να μας πει τη γνώμη του.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση
Post by: banned on 10 Nov, 2007, 16:30:15
Καιρός να πω κι εγώ μερικά πιο τολμηρά από της Βίκυς. Τόλμη σημαίνει να λες την αλήθεια, που συχνά αποκρύπτεται από τους ανθρώπους της εξουσίας και από τα κάθε λογής συμφέροντα. Και να πληρώνεις το τίμημα.

Είναι πολύ γνωστό στον κόσμο της λογοτεχνίας (και κάθε άλλης τέχνης) ότι τα πάντα αποφασίζονται στην Αθήνα. Εκεί όπου είναι συγκεντρωμένο περίπου το 40% του πληθυσμού της χώρας και περίπου το 70% της οικονομικής και της πνευματικής δραστηριότητας. Αριθμοί εξοργιστικοί και μοναδικοί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο υδροκεφαλισμός της πρωτεύουσας, δηλαδή, που δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, εδώ έχει προσλάβει τερατώδεις διαστάσεις.
 
Ένας ποιητής της Θεσσαλονίκης πρέπει δυο φορές καλύτερος από τον Αθηναίο για να έχει το έργο του την ανάλογη προβολή και αναγνώριση, ενώ ένας ποιητής που ζει στην επαρχία, τρεις και πέντε φορές καλύτερος. Αποτέλεσμα να μετακινούνται στη πρωτεύουσα όσοι δημιουργοί θεωρούν σημαντική την τυπική τους καταξίωση, την προβολή τους και τη βράβευση, κάτι εξωλογοτεχνικό και ουσιαστικά αδιάφορο, αν όχι προσβλητικό. Κάτι σαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Αποτέλεσμα να μην έχει δοθεί το, ούτως ή άλλως από χρόνια απαξιωμένο, κρατικό βραβείο ποίησης σε Θεσσαλονικέα ποιητή για πάνω από 20 χρόνια, ενώ ο κάθε γλείφτης και παρακοιμώμενος στην Αθήνα το έχει ήδη πάρει.

Αγαπώ ιδιαίτερα και εκτιμώ την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης όμως ήταν πρεσβευτής και μέλος του αθηναϊκού κατεστημένου, ο Σεφέρης είχε έναν Καραντώνη (στην υπηρεσία του) να τον προβάλει και έναν Κατσίμπαλη (The Colossus of Maroussi του Henry Miller) να τον επιβάλει. Γνωστή είναι και η σύγκρουση του Σεφέρη με τον περίφημο δοκιμιογράφο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, που έφερε στην επιφάνεια τις συναλλαγές και το λογοτεχνικό παρασκήνιο. Παρασκήνιο το οποίο αναφέρει και ο Γιώργος Βαφόπουλος στις Σελίδες Αυτοβιογραφίας του.

Για τον Γιώργο Θέμελη συμφωνώ απόλυτα με τη Βίκυ. Το είχα δηλώσει δημοσία πριν από χρόνια ότι είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές, ο μεγάλος αδικημένος της πόλης μας. Ναι, ισάξιος του Σεφέρη και του Ρίτσου, και, κατά τη γνώμη μου, καλύτερος του Ελύτη. Κανένας δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η ζωή είναι δίκαιη. Κανένας όμως δεν μπορεί να μας στερήσει το δικαίωμα να επισημαίνουμε τις πιο κραυγαλέες τουλάχιστον αδικίες.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 10 Nov, 2007, 16:44:40
Μια και ο Τόλης ανέφερε τα Κρατικά Βραβεία Ποίησης, εδώ θα δείτε (http://pedia.elogos.gr/index.php/%CE%9A%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%92%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82) ότι η τελευταία φορά που βραβεύτηκε Θεσσαλονικιός λογοτέχνης ήταν πριν από 21 χρόνια, δηλαδή το 1986, όταν τιμήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης για το συνολικό του έργο.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: mavrodon on 10 Nov, 2007, 16:52:18
Τόλη, σωστά τα επισημαίνεις όλα αυτά.

Η κατάντια της χώρας μας λέγεται υδροκεφαλισμός. Δυστυχώς, κανένας από τους «μεγάλους» ηγέτες δεν πήρε τη γενναία απόφαση να μεταφέρει την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους αλλού ή, τέλος πάντων, να κάνει μια πραγματική αποκέντρωση. Τον καιρό που μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα, αυτή είχε 3-5 χιλιάδες κατοίκους και η Θεσσαλονίκη πάνω από 100.000. Της Αθήνας ο πληθυσμός χιλιαπλασιάστηκε σε 170 χρόνια ενώ της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε δέκα μόνο φορές.

Μια και ο Τόλης ανέφερε τα Κρατικά Βραβεία Ποίησης, εδώ θα δείτε (http://pedia.elogos.gr/index.php/%CE%9A%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%92%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82) ότι η τελευταία φορά που βραβεύτηκε Θεσσαλονικιός λογοτέχνης ήταν πριν από 21 χρόνια, δηλαδή το 1986, όταν τιμήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης για το συνολικό του έργο.

Και αυτό αφού κατέβηκε στην Αθήνα!
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: banned on 10 Nov, 2007, 20:39:44
Τα κρατικά βραβεία ποίησης (όπως και τα υπόλοιπα) είναι ετήσια και πραγματικά δεν θυμάμαι πότε απονεμήθηκε το τελευταίο σε ποιητή της πόλης μας. Φαίνεται ότι η μαφία της ποίησης είναι ισχυρότερη στην Αθήνα από τη μαφία της πεζογραφίας. Ή ότι οι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι έχουν καλύτερες προσβάσεις στα κέντρα της εξουσίας από ό,τι οι ποιητές.

Η βράβευση για το συνολικό έργο ενός ποιητή έρχεται προς τα δυσμάς του βίου του και/ή αφού έχει ολοκληρώσει το έργο του. Είναι δηλαδή τιμητική και όχι ουσιαστική. Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη και επανορθωτική γιατί επί πάρα πολλά χρόνια οι λογοτέχνες της αριστεράς ήταν αποκλεισμένοι από τα λογοτεχνικά βραβεία.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 10 Nov, 2007, 20:46:04
Οι αμέσως προηγούμενες φορές που τιμήθηκε Θεσσαλονικιός ποιητής είναι το 1985 και το 1974. Το 1985 ο Τάκης Βαρβιτσιώτης με το Α' Βραβείο και το 1974 η Ζωή Καρέλλη, όλως περιέργως (;) αμφότεροι για το συνολικό τους έργο.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: mavrodon on 10 Nov, 2007, 20:59:39
Οι αμέσως προηγούμενες φορές που τιμήθηκε Θεσσαλονικιός ποιητής είναι το 1985 και το 1974. Το 1985 ο Τάκης Βαρβιτσιώτης με το Α' Βραβείο και το 1974 η Ζωή Καρέλλη, όλως περιέργως (;) αμφότεροι για το συνολικό τους έργο.
Δηλαδή, Τόλη, είναι όπως τα Όσκαρ της παρηγοριάς για αξιόλογους ηθοποιούς και σκηνοθέτες του Χόλυγουντ που δεν εδέησαν να βραβευτούν κανονικά και τους δίνουν, στο τέλος, ένα βραβείο για το συνολικό τους έργο. Πάλι καλά που δεν τους το απονέμουν μεταθανάτια!
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: banned on 11 Nov, 2007, 01:39:03
Εξ όσων γνωρίζω, μεταθανάτιες βραβεύσεις δεν υπάρχουν. Πολύ καλά το παρομοίασες, Θωμά, με το Όσκαρ παρηγοριάς. Στην ουσία αυτό είναι κι ας άξιζαν οι ποιητές που αναφέρθηκαν να πάρουν ένα και περισσότερα ετήσια βραβεία.

Πάντως, το θέμα των λογοτεχνικών βραβείων είναι ένα απερίγραπτο μπάχαλο. Μερικοί από τους πιο διαπρεπείς κριτικούς (και μέλη των επιτροπών βραβεύσεως) έχουν πει και γράψει πράγματα για τη διαδικασία απονομής που θα έκαναν και παραβαρδάρια εταίρα να κοκκινίσει. Σε συνέντευξή μου στη εκπομπή της ΤV 100, «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι», πριν δύο χρόνια, εγώ απλώς δήλωσα ότι όσοι παίρνουν κρατικά βραβεία δεν θα έπρεπε να χαίρονται, αλλά να ντρέπονται. Αφορισμός; Αφορισμός. Υπάρχουν εξαιρέσεις; Nαι, υπάρχουν. Η όλη εικόνα όμως είναι αυτή.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 11 Nov, 2007, 17:37:02
Ωστόσο, Τόλη, αυτό δεν ακυρώνει την αξία των ποιητών που έχουν βραβευτεί, έτσι; Γιατί η Καρέλλη, ο Αναγνωστάκης, ο Βαρβιτσιώτης χάραξαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την πορεία των νεοελληνικών γραμμάτων για πολλές δεκαετίες και το λιγότερο που μπορούσε να κάνει το κράτος για ν' αναγνωρίσει την προσφορά και την αφοσίωσή τους στη λογοτεχνία ήταν να τους απονείμει έστω αυτό το βραβείο.

Ασφαλώς, δεν ακυρώνεται ούτε η αξία όσων δεν προτάθηκαν ποτέ για βράβευση ή τελικά δεν βραβεύτηκαν. Και, για να ξαναγυρίσει η κουβέντα στο σημείο που ξεκίνησε, ο σπουδαίος αυτός ποιητής που λέγεται Γιώργος Θέμελης και τίμησε με την παρουσία του την πόλη μας και τα γράμματα της χώρας για μισό αιώνα ήταν ένα τρανό παράδειγμα μέγιστης λογοτεχνικής αξίας που δεν χρειάζονται τα βραβεία για να την αντιληφθούμε και να την αναγνωρίσουμε.

Το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι ότι στη δική μας ανθολογία θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκατασταθεί η αδικία (σε όποιο βαθμό μπορούμε εμείς εδώ να επηρεάσουμε πράγματα και καταστάσεις), θα εστιάσουμε πολλές φορές ακόμα στο έργο του και τουλάχιστον τα νεότερα παιδιά θα μπορέσουν να γνωρίσουν σε βάθος την ποίησή του.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: banned on 11 Nov, 2007, 22:02:10
Mα αυτή ακριβώς είναι η «ελληνική πραγματικότητα». Βραβεύονται άξιοι, βραβεύονται και ανάξιοι, παραγνωρίζονται άξιοι, παραγνωρίζονται και ανάξιοι. Κατά συνέπεια, τα βραβεία είναι αναξιόπιστα και η σύγχυση πλήρης. Ένα γεγονός που γνωρίζει και αναγνωρίζει όλος ο λογοτεχνικός κόσμος, λίγοι όμως έχουν το σθένος να το δηλώσουν. Αυτοί οι λίγοι εξασφαλίζουν τον ισόβιο παραγκωνισμό τους.

Για μένα αυτό έχει μια παράδοξη συνέπεια. Η τέχνη είναι από τη φύση της ανατρεπτική, το κράτος από τη φύση του συντηρητικό. Η μοναδική σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κράτος είναι μια σχέση αμοιβαίας απέχθειας. Το κράτος επιδιώκει να εξαγοράσει τον καλλιτέχνη, να τον εγκαταστήσει στην άνεση του καναπέ, να μετατρέψει το επικίνδυνο αδέσποτο σε διασκεδαστικό οικόσιτο. Συνεπώς, το κράτος δεν απονέμει βραβεία τιμής αλλά βραβεία ξεφτίλας. Το να σε τιμά το κράτος σημαίνει να σε τιμά ο ασφαλίτης της περιοχής σου.

Υ.Γ. Συγχώρεσέ μου αυτό που εγώ ονομάζω ρεαλισμό (ή ακόμη και νομοτέλεια) κι εσύ απαισιοδοξία. Τίποτα δεν μπορούμε εμείς εδώ να επηρεάσουμε και τίποτα να αλλάξουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι το μεράκι μας. Να δείξουμε μιαν ομορφιά, να πούμε μιαν αλήθεια, να ανάψουμε ένα φως. Για όσους θέλουν να δουν και θέλουν να ακούσουν.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση
Post by: wings on 11 Nov, 2007, 22:18:11
Υ.Γ. Συγχώρεσέ μου αυτό που εγώ ονομάζω ρεαλισμό (ή ακόμη και νομοτέλεια) κι εσύ απαισιοδοξία. Τίποτα δεν μπορούμε εμείς εδώ να επηρεάσουμε και τίποτα να αλλάξουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι το μεράκι μας. Να δείξουμε μιαν ομορφιά, να πούμε μιαν αλήθεια, να ανάψουμε ένα φως. Για όσους θέλουν να δουν και θέλουν να ακούσουν.

Ωραία, λοιπόν. :-)

Κάνω το μεράκι μας, δείχνω μια ομορφιά, λέω μιαν αλήθεια, ανάβω ένα φως και ΞΑΝΑΛΕΩ για το δούνε όλοι οι τωρινοί και οι μελλοντικοί αναγνώστες της δικιάς μας ανθολογίας (θέλουν δεν θέλουν) ότι το ποίημα Χαλασμένη βρύση (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1898.msg104272#msg104272) του Γιώργου Θέμελη είναι ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα και απολύτως εφάμιλλο με τα καλύτερα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου και του Οδυσσέα Ελύτη.

Δεν έχουμε παρά να κάνουμε την ίδια επισήμανση κάθε φορά που θα δημοσιεύεται ένα τόσο καλό ποίημα του «μη βραβευμένου» Γιώργου Θέμελη, αλλά και οποιουδήποτε άλλου σπουδαίου ποιητή είτε κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη είτε απ' οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Ελλάδας.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Χαλασμένη βρύση
Post by: banned on 11 Nov, 2007, 22:53:14
Χειροκροτώ τη Βίκυ (για μια φορά ακόμη και ανεξάρτητα από τη γιορτή της που, στο κάτω κάτω, δεν είναι γιορτή δική της αλλά της ποίησης).
Title: Γιώργος Θέμελης, Κυοφορία
Post by: wings on 24 Nov, 2007, 16:08:39
Γιώργος Θέμελης, Κυοφορία

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Δε μιλώ γι’ αυτό που είναι
Μιλώ γι’ αυτό που γίνεται
Για κείνο που έρχεται

Τραγουδώ για να παίρνω ανάσα
Για ν’ ακούω την πολλαπλή φωνή μου

Εξάσκηση πουλιού

Αγαπώ τ’ ανυπόμονα κλειδωμένα χείλη
Τους κύκλους που γράφουν τα ποτάμια
Τους ήχους των πεδιάδων
Κι ένα άγνωστο άρωμα που τρυπάει το γυαλί
Ανοίγοντας ρωγμές απόκρυφες
Με διαστάσεις αθανασίας

Δεν ακούω τα πουλιά να πετούν σ’ έναν άδειο αιώνα

Ένας αιώνας είναι μια άρπα
Κι η ρόδα του ήλιου πάει μπροστά
Ανάμεσα στους αριθμούς και τα όντα

Ακούω μια καινούργια βοή
Στ’ άσπρα κοπάδια των πρόσφατων τάφων

Χίλια λουλούδια κοιμούνται θαμμένα
Κάτω απ’ τα φύλλα του τρυφερού
Τα λουλούδια που ονειρεύομαι

Η φωτιά κηρύχνει την έλευση
Καίοντας σαν καλοκαιρινή πομπή
Μια στοίβα από νεκρούς

Διαβαίνω το κατώφλι της στάχτης
Καλημερίζω τα δέντρα που γέρνουν
Από καρδιές και μητρικά χαμόγελα

Πέρα απ’ το χώμα που διψάει
Κι από τους ελαφρούς ορίζοντες
Τους πόθους που περνούν στις άκρες των φτερών
Η φωνή των πουλιών αλλάζει
Και μιλεί για μυστικούς άσπιλους έρωτες
Για μεγάλες ελπίδες που κρέμονται στον ουρανό
Για κάλυκες γεμάτους αίμα κι ανείπωτες κυοφορίες

*

Αστερωμένη αναμονή
Διάδημα στον κρόταφο της αγωνίας
Νίκη του βάθους από διάσταση κι άπειρο
Δυναστεία της ομορφιάς χέρι μετέωρο
Δέντρο ιδεατό που αναριγεί από χυμό και πόνο
Κύλησε σαν ένα κρατημένο ποτάμι,
Γεωμετρία πολύμορφη, επιθυμία, όνειρο, πράξη
Επάνω σ’ όλους τους κοιμισμένους

Επάνω σ’ όλα τα πράγματα
Που περιμένουν

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Επίλογος (από την «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες»)
Post by: wings on 28 Nov, 2007, 20:24:39
Κουτί της Πανδώρας : Το αθάνατο '21 και η ευθανασία της Ιστορίας - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=4iNjiEmf7CM)

Το αθάνατο ’21 και η ευθανασία της Ιστορίας
(εκπομπή Το κουμπί της Πανδώρας / ΝΕΤ, 24 Μαρτίου 2011 (http://www.koutipandoras.gr/?p=5559))


Γιώργος Θέμελης, Επίλογος (από την «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες»)

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό


Επίλογος

Τρία πουλιά λαλούσαν ψηλά στον ουρανό
Δημοτικό


Έρχονται νύχτες,
Που βιάζονται
Να γεννήσουν.

Έρχονται μέρες,
Που θέλουν ν’ αλλάξουν,
Και να φορέσουν
Αιώνες.

Από το ποίημα Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949)
Title: Γιώργος Θέμελης, Χειμωνιάτικη φωτιά
Post by: wings on 16 Dec, 2007, 01:41:08
Γιώργος Θέμελης, Χειμωνιάτικη φωτιά

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Με είχε προφτάσει καταμεσής στο δρόμο
Απ’ τ’ αδειανό μου πίσω σπίτι στ’ άλλο σπίτι,
Η Νύχτα,
Με είχε σκεπάσει το σύθαμπο.

Το ετοιμόρροπο σώμα σαν ένας επερχόμενος σκελετός,
Δέντρο ρικνό απ’ τον άνεμο.

Έπεφτε το αίμα του ήλιου
Έπεφτε, λίμναζε μέσα στη Δύση.

Τα μάτια μάθαιναν τη θάμπωση,
Τα δάχτυλα την παγωμένη αφή.

Και φάνηκε η Αγάπη,
Πρόφτασε πάνω στο σύνορο,
Πρόφτασε, στάθηκε, σταλμένη από μακριά.

Μάζεψε φλόγα κι άναψε μια χειμωνιάτικη φωτιά.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αντανάκλαση
Post by: wings on 19 Dec, 2007, 21:28:31
https://www.youtube.com/watch?v=Tyj8nFoWNBM

Μάνος Χατζιδάκις & Βrian Corrigan, Love her
(ερμηνεία: New York Rock & Roll Ensemble / δίσκος: Reflections (1970))


Γιώργος Θέμελης, Αντανάκλαση

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών II]

Το πρόσωπό μου δεν είναι πια
Μονάχο κι έρημο
Σαν αφημένο στο σκοτάδι.

Το πρόσωπό μου είναι ωραίο.

Γιατί το βλέπεις ωραίο είναι ωραίο
Το πρόσωπό μου,
Γιατί το δείχνει
Ωραίο το πρόσωπό σου, φαίνεται ωραίο.

Γιατί το δέχεται, γιατί το αντανακλά
Το πρόσωπό μου, το πρόσωπό σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Με βρήκε η νέα ημέρα
Post by: wings on 20 Dec, 2007, 23:41:37
https://www.youtube.com/watch?v=Wft2uVllefI

Λάκης Παππάς & Δημήτρης Ιατρόπουλος: Μάτια μου, μάτια σκαλιστά
(τραγούδι: Λάκης Παππάς / δίσκο: Πάει κι αυτή η Κυριακή (1990))


Γιώργος Θέμελης, Με βρήκε η νέα ημέρα

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Με βρήκε η νέα ημέρα
Μες στ’ ουρανού την ξαστεριά
Με τα πολλά παράθυρα

Όμορφος είναι ο κόσμος
Η βρύση του ματιού

Ένα λαμπρό ρουμπίνι
Από ματόκλαδο

Μες στου νερού τη διάφανη ώρα
Με τα κοχύλια και με τ’ άστρα
Ένα γυμνό καθάριο πρόσωπο

Μάτια βαθιά
Σφιγμένα χείλη
Επάνω σ’ ένα στόμα
Που περιμένει

Μες στ’ ουρανού τη διάφανη ώρα

Έσκυψα και κοίταξα
Κι έγινα όλο μάτια

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης: Αθύρματα (Φάτνη)
Post by: wings on 25 Dec, 2007, 19:45:13
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Αθύρματα]

III. Φάτνη

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της —
Μας φανερώνεται.

Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα —
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.

Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.

Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.

Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.

(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).

Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ' την αγάπη μας.

Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.

Η Μόνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.

Βλέπει το αόρατο στον μαγικό καθρέφτη του ορατού.

Τι τώρα, τι πάντα.

Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.

Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.

Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Οραματίζομαι
Post by: wings on 01 Jan, 2008, 00:14:56
https://www.youtube.com/watch?v=Nl6qKFb4wJ0

Δήμος Μούτσης, Χορός (ορχηστρικό) (http://thepoetsiloved.wordpress.com/2010/09/17/kostas-papadopoulos-%CF%87%CE%BF%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%83%CE%B7%CF%82/) (δίσκος: Ένα χαμόγελο (1969))

Γιώργος Θέμελης, Οραματίζομαι

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Οραματίζομαι έναν άλλο ήλιο που θά ’ρθει
Μιαν ατέλειωτη άνοιξη την ειρήνη των κάμπων

Πέτρα την πέτρα καρδιά την καρδιά θα τρυπάει ο άνεμος
Η μουσική που στρώνει στις ακτές της τρικυμίας τη χλώρη
Η μουσική που μιλάει τη γλώσσα των πουλιών επάνω στα δέντρα

Και θα ’χει μέσα η καρδιά μας τόσο φως
Τόση γαλήνη απ’ τ’ ουρανού θα πέφτει τα παράθυρα
Που τα μεγάλα μας φτερά θα μπλέκονται στα πόδια μας

Και τα χαμόγελά μας θα φτερουγίζουν στα ματόκλαδα σαν πεταλούδες

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πώς μπορείς
Post by: wings on 06 Jan, 2008, 00:15:52
Γιώργος Θέμελης, Πώς μπορείς

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Πώς μπορείς να χωρέσεις
Σε μια μηδαμινότητα
Απλώνοντας την ατέλειωτη μοναξιά σου
Μέσα σ’ ένα στήθος
Μια καρδιά
Που πετάει σπίθες

Διψάς, κρυώνεις
Έχεις την πείνα του πόνου
Για να μπορέσεις να θρέψεις
Την οδύνη του εαυτού σου

Δεν μπορώ να σηκώσω καμιά σκιά
Να περπατήσω γυμνός
Ανάμεσα στα φαντάσματα

Είδωλο θαμπό λησμονημένο καράβι
Ξαφνιάζοντας τους ανέμους
Αναζητώ έναν ήλιο
Ένα σβησμένο πρόσωπο
Μέσα σ’ όλες τις νύχτες

Δεν μπορώ να θυμηθώ
Σηκώνοντας την τρομερή σου αγάπη
Σαν ένα ουρανό προγενέστερο
Ανοιγμένο στην άβυσσο
Των πουλιών και της θάλασσας

Σαν τους αγγέλους που συντρίβονται
Απ’ την απέραντη
Λευτεριά

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Βήματα
Post by: wings on 10 Jan, 2008, 19:57:39
Γιώργος Θέμελης, Βήματα

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Μερικά βήματα στην όχθη της θάλασσας
Λίγ’ αστέρια αναμμένα στο μέτωπο
Κι ένα φεγγάρι

Ερειπωμένα ταξίδια
Σκελετωμένα πουλιά
Ανάμεσα στον καθρέφτη και το παράθυρο

Κάτι θυμόμαστε. Κάτι περιμένουμε κοιτάζοντας τους γλάρους.

Τα παιδιά παίζουν. Τα νερά κυλούν. Τ’ άλογα τρέχουν.

*

Αύριο το πρωί θ’ αλλάξει ο καιρός θα φρεσκάρει
Αύριο το πρωί θ’ ανοίξει τον ουρανό ένας άγγελος
Και θα μας πει καλημέρα ξαφνιάζοντας τον ύπνο μας

Η μοναξιά μας θα ξεσκεπάσει το πρόσωπο και θα βάλει λουλούδια
Παντού στις λυπημένες γωνίες και στα σχισμένα χείλη

Οι νεκροί μας θα σηκωθούν μες απ’ τις θήκες τους
Να ξανακάμουν το δρόμο τους κάτ’ απ’ τον άνεμο

Αγαπημένα χέρια ανθισμένα χαμόγελα που έχουν παγώσει.

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ιστιοφόρα
Post by: wings on 17 Jan, 2008, 01:17:28
Γιώργος Θέμελης, Ιστιοφόρα

Τα καράβια είναι σαν τα θλιμμένα μυστικά.
(Πανιά ριχτά, χείλος στη θάλασσα.)
Σαν τα θλιμμένα μυστικά που λησμονήθηκαν.

Μπορείς να τ’ αγγίξεις, να τ’ αφουγκραστείς.

Κάτι έχουν να πουν, τα καλύπτει, δεν μπορούν.
Σε κοιτάζουν, μάτια μεγάλα, σου χαρίζουν ονόματα:

ΜΑΙΡΗ, ΜΑΡΙΝΑ, ΕΛΠΙΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ...

Μπορεί να λάμψουν αμμουδιές, φυσιογνωμίες, ν’ ακουστούν
Φωνές και βόγκοι από ταξίδια που κάναμε.

Να πω τη μαύρη αλήθεια: Δε πάτησα ποτέ
Σε ξύλινο παλιό σκαρί, φοβόμουν τον καιρό,
Φοβόμουν τη σκοτεινή –κάτω μαύρη– ρωγμή.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (I)
Post by: wings on 22 Feb, 2008, 02:10:24
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

I

Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια.

Δεν το ’ξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως.
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά.

Βλέπε το φως, ψυχή μου.

Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,
Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.

Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.

Το ’χεις απάνω σου, το περπατείς,
Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.
Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ’ ανασαίνεις.

Αισθάνομαι να ’μαι από σκιά και φως, αντανακλώ.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Συνοδεία
Post by: wings on 27 Feb, 2008, 00:18:20
https://www.youtube.com/watch?v=KL8orSuzpRA

Γιώργος Πολυχρονιάδης & Γιάννης Μαρίνος, Μ’ ένα χαμόγελο
(τραγούδι: Γιώργος Πολυχρονιάδης / δίσκος: Μου λείπει κάτι (1976))


Γιώργος Θέμελης, Συνοδεία

[Ενότητα Κινήσεις]

Αυτό που περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή,

(Κάτι σα να ’χουμε ξεχάσει – κάτι γυρίζει μες στον νου.
Κοιτάζουμε παντού, παιδεύουμε την ανάμνηση,
Ανάβουμε φως να βλέπουμε και να βλεπόμαστε).

Αυτό που περιμένουμε μέσα στο αύριο,
Στο κάθε επόμενο άνθισμα των αριθμών,
Μπορεί να ’ναι μια χειρονομία ή ένα χαμόγελο,
Που έρχεται κι είναι παρόν στο δρόμο που πηγαίνουμε,
Όταν κινούμε πρωί απ' το σπίτι μας μέσα στη μέρα,
Όταν γυρίζουμε πίσω κυρτοί απ’ τον άνεμο.

Μπορεί να ’ναι σε κάθε στάση που στεκόμαστε,
Στην κάθε πόρτα που χτυπάμε να μας ανοίξουν.
Στο ποτήρι που πίνουμε, στο κάθισμα που καθόμαστε.

Χαμογελάτε καθώς διαβαίνετε ανάμεσα στα πράγματα.

Μπορεί να είστε ο ήλιος που περιμένουν ή ένας ενάλιος θεός
Που έρχεται μες απ’ την πάχνη να τα κυλήσει
Σε νέες κοίτες, σε καινούργιους αριθμούς.
Μπορεί να πηγαίνετε και να γυρίζετε μέσα στην μνήμη τους.

Χαμογελάτε ο ένας στον άλλο, χαμογελάτε στον εαυτό σας.

Όταν συναπαντιέστε μονάχοι, όταν σωπαίνετε,
Όταν προσεύχεστε, θυμάστε, ή αφουγκράζεστε.

Χαμογελάτε στον ξενιτεμένο και στον άγνωστο,
Χαμογελάτε στους νεκρούς που προπορεύονται.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Χώμα
Post by: wings on 01 Mar, 2008, 22:59:43
Γιώργος Θέμελης, Χώμα

Τα φτερά με τρομάζουν

Αγαπώ το απαλό χώμα
Τη ζεστή σκόνη της κάθε ημέρας
Περπατεί μέσα στον άνεμο
Μας μαθαίνει να βλέπουμε τους ίσκιους των άστρων
Τα κλαδιά και τα μάτια που μας περίμεναν

Ένα περιστέρι εμπιστεμένο στον κόρφο του ήλιου
Φύλλο που αφέθηκε σαν ένα φτερό
Νερό που τρέχει
Εγκάρδιος ουρανός
Η τρυφερότητα της γης

Ποιος ξέρει
Γλήγορα γλιστρούμε απ’ τον κόρφο τ' ουρανού
Από βυθό σε βυθό
Πιο κάτω από τα ζώα
Μέσα στη νύχτα

Ξεχάσαμε και δεν το ξέρουμε
Η καρδιά μας ξεπερνά
Θάλασσα φορτωμένη ανάστροφο ύψος
Έρωτα των αγγέλων

Ποιος μπορεί να σταθεί στην ακτή και στον άνεμο
Στην ίσια γραμμή π’ ανοίγεται το ταξίδι

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο
Post by: wings on 07 Mar, 2008, 01:45:25
https://www.youtube.com/watch?v=RVRPCnl3-HI

Ελένη Καραΐνδρου, Eternity theme (δίσκος: Eternity and a day (1998))

Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Είχα βάψει το μέτωπο με δυσμορφία
Στο βάθος ενός ανήλιαγου δρόμου
Γυρεύοντας το κλαδί και το έμβλημα

Ατέλειωτα σκαλοπάτια

Μα η φωνή σου μου ’γινε μήνυμα ήλιου
Από ηχερές βαθμίδες
Για να ξυπνήσω πλάι στη θάλασσα

Επιθυμία δέντρο παλαιό
Στήθος ζεστό γλυκύτατη γνώση
Στήθος απαλό η φρεσκάδα των τάφων
Βυθισμένη πατρίδα

Περπατήσαμε κρατημένοι πλάι στα κύματα
Θα κοιμηθούμε μαζί ανάμεσα στις πέτρες
Μαλακές και ζεστές από φωτιά και μνήμη

Οι πεθαμένοι έχουνε τύψεις
Όσοι δεν γύρισαν απ’ την άλλη μεριά
Όσοι δεν γνώρισαν τη διπλή γωνιά τους

Όμως εγώ θα σε ξαναβρώ
Ένας ίσκιος δίχως ρωγμή
Μέσα σε μια αιωνιότητα

Όπου δυο χέρια κι ένα φιλί
Ανάβουν τον ήλιο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)


Άλλαξα διάθεση, άλλαξα και γνώμη και δεν πήγα στη συλλογή Φωτοσκιάσεις. Ξαναγύρισα στα Ίχνη των πουλιών και κατέληξα σ' ένα σχετικά «δύσβατο» ποίημα του Γιώργου Θέμελη. Μερικές φορές πρέπει και να κουραζόμαστε λίγο όταν διαβάζουμε και να μη ζητάμε μασημένη τροφή μονάχα.

Κατά την άποψή μου, το ποίημα αυτό έχει ορισμένες ασάφειες που σπάνια εμφανίζονται στο έργο του Γιώργου Θέμελη, μα θαρρώ πως κάθε ποιητής αυτού του «διαμετρήματος» δικαιούται να του συμβεί σε κάποια σημεία ενός ποιήματός του ή και σε ολόκληρα ποιήματα. Είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό.

Πάντως, μετά τις σχετικά «δύσκολες» στιγμές που περνάει ο αναγνώστης στις πρώτες στροφές αυτού του ποιήματος, ο Γιώργος Θέμελης ανακάμπτει και μας δίνει έναν θαυμαστό επίλογο:


Όμως εγώ θα σε ξαναβρώ
Ένας ίσκιος δίχως ρωγμή
Μέσα σε μια αιωνιότητα

Όπου δυο χέρια κ' ένα φιλί
Ανάβουν τον ήλιο
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο
Post by: banned on 07 Mar, 2008, 01:54:45
Να σημειώσουμε επίσης ότι ένα ποίημα δεν μπορεί να είναι ομοιόμορφα δυνατό σε όλη την έκτασή του. Πιστεύω ότι δεν είναι καν επιθυμητό. Αρκεί να ρέει ομαλά και να τελειώνει με ένα κρεσέντο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο
Post by: wings on 07 Mar, 2008, 03:30:05
Ναι, έτσι είναι. Το ομοιόμορφα δυνατό ποίημα (όταν μιλάμε για ποίηση υψηλού επιπέδου) υπάρχει περίπτωση να εξουθενώσει τον αναγνώστη.

Αλλά δεν εννοούσα αυτό. Είναι από τις λίγες φορές που σε κάποια σημεία των πρώτων στροφών ειλικρινά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη ότι καταλαβαίνω σωστά τι λέει (κι όχι τι θέλει να πει) ο Γιώργος Θέμελης παρόλο που το συγκεκριμένο ποίημα δεν είναι απόσπασμα κάποιου άλλου μεγαλύτερου. Αλλά μου δίνει αυτή την αίσθηση. Ότι κάπου αλλού έχει πει αυτά που είχε κατά νου κι ότι εδώ έχουμε τη συνέχεια, άρα ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Ενδέχεται, βέβαια, να κάνω λάθος και να είναι μια δικιά μου πολύ κακιά στιγμή ως αναγνώστη. Γιατί κι αυτό είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό. Με λίγα λόγια δεν ρέει ομαλά μέσα μου σε κάποια σημεία.

Στον επίλογο, πάντως, μου κόβει την ανάσα μ' αυτά τα τόσο απλά λόγια που κρύβουν όλη τη φλόγα της ζωής (τον ήλιο) κι όλη τη δύναμη ενός σπουδαίου ποιητή.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο
Post by: Anastasia on 07 Mar, 2008, 09:21:24
Η αλήθεια είναι ότι άρχισα να διαβάζω το ποίημα και δεν μπορώ να πω ότι καταλάβαινα απόλυτα αυτά που θέλει να μας δώσει ο ποιητής (όχι ότι καταλαβαίνω απόλυτα όλα τα ποιήματα που διαβάζω. Δεν έχει πολύ καιρό που γνωριστήκαμε με την ποίηση). Στο τέλος, όμως, έμεινα έκπληκτη. Τι δύναμη, τι φωτιά βγάζουν οι λέξεις! Πραγματικά, πολύ δυνατός επίλογος.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Είχα βάψει το μέτωπο
Post by: wings on 07 Mar, 2008, 11:36:51
Ε, μα ναι. Δυο χέρια κι ένα φιλί ανάβουν τον ήλιο.
Title: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: wings on 18 Mar, 2008, 00:25:54
Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής

Σαν τη γραμμή στο φως,
Που γράφει το πουλί
Μ’ αστραφτερό φτερό και χτύπο,
Μες στη μετέωρη θαμπή του αποδημία,

Θα χαράζει το γλήγορο πέρασμά σου.

Κάτω από κάθε σύγνεφο κυνηγημένο
Από Βοριά και Νότο, κάτω από κάθε ήλιου στροφή.

Πώς φωσφορίζει η θάλασσα
Στη θαμπωμένη καταχνιά.

Η αναμμένη λάμπα, που έσβησε,
Κι αντιφεγγίζει και θ’ αντιφεγγίζει.
Η έξαφνη λάμψη που έλαμψε.

Ατελείωτη εξαφάνιση εκθαμβωτική.

Τόσοι ήλιοι σβηστοί,
Τόσα κλειστά
Βλέφαρα, φώτα μες στη νύχτα.

Μια αγάπη εδώ αγαπήθηκε,
Μια αγάπη, όσο καμιά.

Βαραίνουν τα σώματα μέσα στο χρόνο
Σηκώνοντας απάνω τους τη θλίψη τους
Την ακατάλυτη, σηκώνοντας τη μοναξιά.

Σαν τα πανάρχαια σταματημένα δέντρα.

Βαραίνουν τα πράγματα, που βρέθηκαν
Γύρω μας, μέσα μας, μες στην αγάπη,
Φορτωμένα την άφθαρτη ουσία μας.

Συνοδεία αχώριστη,
Σύναξη σιωπής.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)


Αυτός ο ποιητής μού κόβει την ανάσα κάθε φορά που διαβάζω και δημοσιεύω ποίημά του. Δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω, δεν ξέρω τι να νιώσω και τι να πω.

Θα πω μονάχα ότι αυτό είναι το πρώτο ποίημα που δημοσιεύω στην ανθολογία μας από τη συγκεκριμένη συλλογή του Γιώργου Θέμελη και ίσως το πρώτο του που είναι μικρότερο σε ηλικία από μένα. Ώρα είναι τώρα ν’ αρχίσω να ζηλεύω τα ποιήματα... :-)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: banned on 18 Mar, 2008, 01:41:19
Τώρα που όλα δεν τα λες εσύ, τι μένει να μην πω εγώ; Δεν έβαλες κι εκείνο το μεγάλο αγαπημένο μου ποίημα για την ποίηση που μου είχες υποσχεθεί.

Σπουδαίο ποίημα όμως αυτό, διαυγές, κρυστάλλινο, έντονα φορτισμένο. Κι ούτε μια λέξη περιττή, ούτε μια ανάσα. Και μένουμε και οι τρεις (εσύ-εγώ-το ποίημα) συνοδεία αχώριστη, σύναξη σιωπής.

Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: wings on 18 Mar, 2008, 02:33:21
Ναι, όπως το είπες... ούτε μια ανάσα περιττή.

Μένουμε εμείς οι τρεις κι ο ήχος της σιωπής (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=15673.msg115920#msg115920). Μ' αρέσει αυτή η σύναξη σιωπής.

Υ.Γ.: Λες για το Ars poetica. Όχι, δεν ξέχασα την υπόσχεσή μου. Αλλά αποφάσισα το εξής: την Παρασκευή, για την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, θα κάνω μία και μοναδική δημοσίευση. Αυτό το πραγματικά μεγαλειώδες ποίημα του Γιώργου Θέμελη... έτσι, ως φόρο τιμής στον σπουδαίο ποιητή μας που τόσο αδικήθηκε στην εποχή του. Και παραμένει αδικημένος αφού ελάχιστοι ως τώρα είχαν την τόλμη να βροντοφωνάξουν ότι είναι από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές. Θα το κάνουμε εμείς, λοιπόν, τη σωστή μέρα όσο καλύτερα μπορούμε.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: banned on 18 Mar, 2008, 14:58:07
Εξαιρετική ιδέα, μπράβο.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: wings on 18 Mar, 2008, 15:12:37
Ευχαριστώ, Τόλη. Νομίζω ότι θα είναι η καλύτερη «συμβολή» της ανθολογίας μας και των ποιητών της Θεσσαλονίκης στη φετινή παγκόσμια γιορτή της ποίησης.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Σύναξη σιωπής
Post by: banned on 18 Mar, 2008, 19:02:57
Στο Θέμελη θα έπρεπε να είναι αφιερωμένη από τον Δήμο Θεσσαλονίκης η Παγκόσμια Μέρα της Ποίησης και όχι σε άλλους κι άλλους. Όχι μόνο στον σπουδαίο ποιητή αλλά και στον άνθρωπο με το εξαίρετο ήθος. Θα μπορούσαμε 20-30 ποιητές να διαβάσουμε ποιήματά του. Να τιμήσουμε τη μνήμη του, το έργο του, αλλά και την ίδια την πόλη μας.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 19 Mar, 2008, 01:13:45
Μην ανησυχείς. Μπορούμε να κάνουμε εμείς όλες τις χρονιές έτη Γιώργου Θέμελη και να τιμήσουμε εδώ όσο καλύτερα μπορούμε αυτόν τον σπουδαίο ποιητή.
Title: Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica (3)
Post by: wings on 21 Mar, 2008, 16:13:18
Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica

3


Το ποίημα συγγενεύει με τη φωτιά

Όπως συγγενεύει το Ρόδο με τον Ουρανό, ο Χαρταετός
με τον Άνεμο
Και συ, το σώμα σου, με το ποτάμι.

Το σωστό Ποίημα, το αληθινό

Αυτό που έρχεται ανεβαίνοντας μέσ’ απ’ την Ποίηση
κι είναι καρπός της
Σπινθήρας που ξέφυγε απ’ την
πυρακτωμένη ουσία της μες σε μια έκρηξη

Πώς ανεβαίνει επάνω στα χείλη το φιλί βαθιά το στήθος σχίζοντας.

Για τούτο το Ποίημα φέγγει

Όπως τα σπάνια μετέωρα που ξαφνιάζουν τον ουρανό
και κάνουν νύχτα μέρα αλλάζοντας τα οπτικά
πεδία των ματιών.

Το Ποίημα κοιμάται μες στην πληρότητά του

Σαν τα νήπια που χόρτασαν το μητρικό τους γάλα
κι έγιναν πλήρη
Σπιθίζοντας ευφροσύνη κάτω από τα
βλέφαρά τους–

Κρύβοντας μέσα του την αναμμένη φλόγα του, το αίμα του,
Τη λάμψη του λάμποντας, λάμψη για λάμψη, στην ερημία.

Το Ποίημα πρέπει να το ξυπνάς

Σιγά σιγά, μην εκραγεί και σε γεμίσει εγκαύματα και
μείνεις ο σημαδιακός, ο καυστικά στιγματισμένος,
και σε πετροβολούν

Μπορεί να σ’ αναφλέξει όλον μεμιάς να καίγεσαι
και να καπνίζεις ως το τέλος,
ώσπου να γίνει η σάρκα σου φως

Πώς καίγεται και λιώνει η αναμμένη λαμπάδα και γίνεται δέηση.

Είναι σάρκα και σάρκα,
Σάρκα πυκνή
Και σάρκα ανάερη,
Εκθαμβωτική
Φως
Ως ιμάτιον

Αμφίεση Σκιών κι Ενσάρκωση Ασωμάτων.

Το Ποίημα σε ποιεί,
Δεν το ποιείς
Μην το παραβιάζεις.

Από τη συλλογή Ars Poetica (1974)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica
Post by: banned on 21 Mar, 2008, 19:30:20
Εξαίσιο. Για να διαβάζουν οι ποιητές και ίσως να καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει, για να διαβάζουν οι άλλοι και ίσως να διαβαίνουν το ίδιο κατώφλι. Για να ευφραίνονται όλοι.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica
Post by: wings on 23 Mar, 2008, 00:53:49
Οι ποιητές; Χρειάζονται ακόμα κι οι ποιητές «οδηγίες χρήσης» για την τέχνη τους;
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Αrs Poetica
Post by: banned on 23 Mar, 2008, 01:20:48
Eίσαι καταπληκτικός agent provocateur.

Δεν είναι «οδηγίες χρήσης». Απλούστατα, ο Θέμελης έφτασε σε ένα εξαιρετικά υψηλό βαθμό συνειδητοποίησης του ποιητικού φαινομένου. Κάτι που άλλοι ποιητές το έχουν σε λανθάνουσα μορφή. Έφτασε, επίσης, ο Θέμελης σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δύναμης και ευκρίνειας στην έκφραση. Κάτι που οι περισσότεροι ποιητές ούτε καν προσεγγίζουν. Ναι, λοιπόν, διαβάζοντας τον Θέμελη μπορεί να καταλάβουν σε ένα βαθμό τι τους συμβαίνει.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica
Post by: wings on 23 Mar, 2008, 01:25:42
Μα, θαρρώ πως και στην ποίηση ισχύει ό,τι και στη ζωή. Δεν είμαστε όλοι το ίδιο καλοί σε όλα. Υπάρχουν διαβαθμίσεις –αν μου επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός– στο ταλέντο, στην προσπάθεια και σ’ αυτή καθαυτήν τη γνώση.

Η ερώτησή μου δεν ήταν καθόλου «προβοκατόρικη». Βοηθά να καταλάβεις τι σου συμβαίνει; Γίνεσαι σίγουρα καλύτερος άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω αν γίνεσαι καλύτερος ποιητής. Συγχώρα με αν γίνομαι υπερβολική, αλλά κάπως έτσι το νιώθω.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Αrs Poetica
Post by: banned on 23 Mar, 2008, 01:54:55
Eγώ τα ονομάζω επίπεδα συνειδητοποίησης ή επίγνωσης (awareness, κατά τον Κρισναμούρτι). Το μικρό παιδί έχει εν δυνάμει όλη τη γνώση του κόσμου. Στην πορεία της ζωής του, ανακαλύπτει μέσα του αυτή τη γνώση και ανεβαίνει προς το φως (enlightenment) - αν ανεβαίνει και όσο ανεβαίνει. To ίδιο και στη ποίηση, το ίδιο και σε όλες τις τέχνες.

Φυσικά παίζει ρόλο η ψυχική ιδιοσυστασία του κάθε ποιητή, το τι του δόθηκε και σε ποιο βαθμό του δόθηκε. Τα ποιήματα του Θέμελη υπάρχουν και διδάσκουν. Κι όσοι μπορούν να διδαχτούν, μαθαίνουν. Κι όσοι μπορούν να ανεβούν, ανεβαίνουν.

Όλα αυτά δεν έχουν σχέση με την τεχνική. Η τεχνική είναι θέμα παιδείας, εξάσκησης, πείρας. Εκείνο όμως που είναι καθοριστικό στην ποίηση είναι η ψυχή (αφού πρόκειται για ψυχικό φαινόμενο).
Title: Γιώργος Θέμελης: Γενεαλογία του προσώπου (I)
Post by: wings on 30 Mar, 2008, 15:35:42
Γιώργος Θέμελης: Ε. Γενεαλογία του προσώπου

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

I

Το πρόσωπο του παιδιού γεννιέται
Κάτω από το πρόσωπο της μητέρας.
Το χαμόγελό του κάτω απ’ το χαμόγελό της,
Σαν κάτω από τη λάμψη μιας λυχνίας.

Η πρώτη ώρα της ψυχής, η πρώτη αυγή.

Πρόσωπο — είδωλο μιας μυστικής
Ομοιότητας, μάτια στα μάτια,
Χείλη στα χείλη τα γλυπτά,
Διάφανο πρόσωπο πάνω στο πρόσωπο.

Τρυφερή ανταπόκριση, αντανάκλαση.

Ένας σκυφτός καθρέφτης, π’ αγρυπνεί,
Να μη ματώσει η όψη, να μη λερωθεί.

Μην το ματιάξει η θλίψη και χλωμιάσει.

Δεν είναι άλλο φως επάνω στα δέντρα,
Επάνω στα όρη, στα βουνά,
Στα μάτια που μας κοιτάζουν, στα πορτραίτα,
Μες στις ζωγραφιστές εικόνες των βιβλίων.

Χίλιες όψεις, χίλια φορέματα και μυστικά.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Γενεαλογία του προσώπου (I)
Post by: banned on 30 Mar, 2008, 22:45:24
Κι ακόμη, ένα ποίημα απέραντα τρυφερό, όχι όμως και γλυκερό. Δεν είναι αυτό μικρό επίτευγμα. Μια ανατομική ματιά με βελούδινο βλέμμα.
Title: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: wings on 12 Apr, 2008, 04:25:30
Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί

τη γαρ ελπίδι εσώθημεν, ελπίς δε βλεπομένη
ουκ έστιν ελπίς∙ ο γαρ τις βλέπει, τι και ελπίζει;
Προς Ρωμαίους (Η' 24)

Αν μπορείς να ελπίζεις ελπίδα, έλπιζε στο Ποίημα.
Αν μπορείς να πιστέψεις στο θαύμα, πίστευε στο
Ποίημα.
Πίστευε και έλπιζε.
Ars Poetica


Σαν το κακό πουλί την κυνηγούν
Με χτύπους την προγκάρουνε, με ντουφεκιές

Δεν την αφήνουν σε χλωρό κλαρί.

Σκάβουν τη γη, βυθομετρούν τη θάλασσα,
Τη θάλασσα την ανεξάντλητη. Την εξαντλούν.

Τη Νύχτα την κατάργησαν με τεχνητά φεγγάρια.

Κρυπτό δεν έχει ο Ουρανός, αόρατο, ιερό,
Ο Ουρανός ο απέραντος, ο φωταγωγημένος.

Ο Κόσμος αποστιλπνώθηκε μια σφαίρα από γυαλί.

Τόπο δεν έχει να σταθεί.
Μια σπίθα εδώ, μια λάμψη πέρα,
Μια ξεπνεμένη αναλαμπή, και σβήνει
Η απελπισμένη ελπίδα, χάνεται στο ραγισμένο φως.

Ζώσα ψυχή δε βρίσκεται στη γη να τη δεχτεί.
(Ξέσκεπα είναι τα σπίτια τους, γυάλινα,
Στεγνά τα μάτια τους, κρυσταλλωμένα)
Κι οι πεθαμένοι απόκαμαν δίχως ελπίδα
Να καρτερούν τον άπειρο θάνατο, να τον αντέχουν.
Κι οι Άγγελοι, κι οι Άγγελοι απελπίζονται,
Δεν έχουν πού να σταθούν και να υπάρξουν,
Μνήμη, ιερή φωτιά, καθρέφτη, λάμψη ονείρου,
Ψηλό σκαλί την Κλίμακα του Τρομερού.

Κρύπτη δεν έχει να κρυφτεί, καταφυγή να καταφύγει.

Μονάχα στο σπίτι του Ποιητή
Το απόμερο, το ερημικό,
Καθώς η σκήτη του Ερημίτη,
Του Νηστικού και τ’ Απόκοσμου

Όπου κονεύει η Μοναξιά, όπου καπνίζει η Φτώχεια

Μπαίνει σαν το λιγνό φεγγάρι και του φέγγει
Να βλέπει ό,τι δε βλέπουν τα ξεπλυμένα μάτια τα στιλπνά

Να βλέπει το αόρατο μες στ’ ορατό,
Και να ελπίζει.

Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: λinaπ on 12 Apr, 2008, 04:37:41
Είναι συγκλονιστικό, Βίκυ.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: wings on 12 Apr, 2008, 04:41:29
Ναι, είναι. Σου κόβει την ανάσα και τη μιλιά.

Αλλά στο τέλος σ' αφήνει πάλι να ελπίζεις. Κατατρέχουν την ελπίδα, αλλά αυτή πεθαίνει πάντα τελευταία - αν πεθαίνει...
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: λinaπ on 12 Apr, 2008, 04:45:48
Ναι. Τρεις λεξούλες στο τέλος κι ένα χέρι σε τραβά την τελευταία στιγμή από το χείλος της αβύσσου.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: wings on 12 Apr, 2008, 04:48:28
Μα, αυτό δεν είναι τελικά η ελπίδα;

Αλλά γιατί να την κατατρέχουμε σαν το κακό πουλί; Γιατί να είμαστε τόσο περίεργα ζώα εμείς οι άνθρωποι;
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: λinaπ on 12 Apr, 2008, 04:50:14
Απορίας άξιο, πράγματι.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: banned on 12 Apr, 2008, 11:25:14
Καμία απορία. Καλώς την κατατρέχουν γιατί αλλιώς δεν θα είχε αξία. Αυτή είναι η τάξη αυτού του κόσμου. Όλα να προσλαμβάνουν την αξία τους από τη στέρησή τους. Η τροφή από την πείνα, η υγεία από την ασθένεια, η χαρά από τη θλίψη. Η μέρα από τη νύχτα, όπως και η ποίηση, η ομορφιά, το δέος, από τη βαρβαρότητα που μας περιβάλλει.

Τι θέση θα είχε ο ποιητής σε έναν ευτυχισμένο κόσμο; Και πώς θα είχαν γραφεί αυτά τα εξαίσια ποιήματα του Γιώργου Θέμελη χωρίς τον πόνο και τη μοναξιά;
Title: Re: Γιώργος Θέμελης, Το κακό πουλί
Post by: wings on 12 Apr, 2008, 14:45:59
Αυτό δεν είναι άλλοθι για να κάνουμε το παν ώστε να σκοτώσουμε την ελπίδα. Οι ποιητές θα είχαν πολλά να πουν σ' ένα πιο ευτυχισμένο κόσμο. Γιατί η εσωτερική αναζήτηση είναι αυτή που προέχει στον άνθρωπο κι όχι οι εξωγενείς παράγοντες και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Title: Γιώργος Θέμελης, Άφωνη γλώσσα
Post by: wings on 17 Apr, 2008, 00:15:15
Γιώργος Θέμελης, Άφωνη γλώσσα

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών II]

Από μακρυά μόνο μιλούμε.
Με τη φωνή μιλούμε, με τον αντίλαλο,
Μ’ όλα τα όργανα της Απουσίας:

Με Τηλεβόες,
Κλήσεις,
Με τηλέφωνα.

Όταν βρεθούμε δοσμένοι
ο ένας στον άλλο,
Βυθισμένοι
Στο κλίμα της Παρουσίας,
Πρόσωπο μέσα στο πρόσωπο,
Τότε,
Δε μιλούμε,
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε.
Τότε
Μιλούμε αλλιώς.
Μιλούμε την άλλη
Γλώσσα την ανεκλάλητη.

Την άφωνη γλώσσα της σιωπής.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μελωδία
Post by: wings on 28 Apr, 2008, 23:55:53
https://www.youtube.com/watch?v=1WQG2A8cw6s

Μάνος Χατζιδάκις, Η μελαγχολία της ευτυχίας (έργο: 30 νυχτερινά (1983))

Γιώργος Θέμελης, Μελωδία

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Τα πόδια μας, πιο γήινα, πατούν στη γη,
Στηρίζονται, συγγενεύουν με τα φυτά.

Τα χέρια, πιο αέρινα, ταξιδεύουν.

Τα χείλη, πιο αιμάτινα, πιο σαρκικά,
Φέγγουν τη νύχτα, γεύονται τον έρωτα.

Τα μάτια, πιο αόρατα, πιο μυστικά,
Παίρνουν το φως, το αντανακλούν.

Μέλη και όργανα, όπως η μουσική.

Ένας αγέρας περνά μες στις πτυχές
Και τις κλειδώσεις: τα κορμιά σαλεύουν,
Βάζουν τις ζώνες τους και περπατούν.

Μες απ’ τον ύπνο σηκώνονται οι ψυχές
Και τρέμουν, γυρεύει η μια την άλλη,
Ανεβαίνουν στα μάτια και στα χείλη.

Σαν τον χυμό, το αίμα της γης, μες στους κορμούς. 

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Επάνω στα ίχνη
Post by: wings on 13 May, 2008, 04:33:18
Γιώργος Θέμελης, Επάνω στα ίχνη

Περπατώ και θυμούμαι

Κάτι ξέχασα
Κάτι είχα να κάμω

Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί

Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα

Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια

Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέρια μοναξιά

Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: [Είπα ν' αφήσω...]
Post by: wings on 25 May, 2008, 00:51:48
Γιώργος Θέμελης: [Είπα ν’ αφήσω...]

Είπα ν’ αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι
Να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα
Σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές
Εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες

Το παράθυρο μένει γυμνό μέσα στη νύχτα
Όλα τα τζάμια έχουν πέσει
Κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη

Και μένω κι αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου
Ίχνος από παλιό λησμονημένον ήλιο

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ακροτελεύτιος ύμνος
Post by: wings on 07 Jun, 2008, 01:15:45
Γιώργος Θέμελης, Ακροτελεύτιος ύμνος

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Έβδομη ραψωδία

Ακροτελεύτιος ύμνος


Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς…
Διονύσιος Σολωμός

Πατώντας τάφους παλιούς και τάφους νιόσκαφτους

Τη συνοδεύουν σπασμένες πέτρες κι ένα πλήθος σκιές
Και μια βοή, ένας καπνός που βγαίνει από μεγάλα βάθη

Με το ματωμένο φουστάνι, το τρύπιο σώμα της παρουσίας
Με τη λεπίδα στα μαχαίρια της αυγής σαν την ακονισμένη αγάπη
Που σκοτώνει

***

«Τόπο» λέει η ματιά κόβοντας θάλασσα «τόπο»
Αγναντεύοντας τ’ αδύναμα περιστέρια που δεν μπορούν να σηκωθούν πολύ ψηλά
Κι αφήνουν άσπρους παραδαρμούς πάνω στους κίονες
Στα χιόνια των Καρυάτιδων που κρύβουν ωραίους αιώνες
Στους θείους λαιμούς οπού κρατούνε κάνιστρα αετών
Που ψάλλουν την εντέλεια κι υμνούν το φως μες σε γαλήνια τόξα
Δροσίζοντας πότε πότε το στήθος τους μες στους αφρούς του Αιγαίου
Για να πάρουν κουράγιο και να σηκώνουν τη διαύγεια

Και τα στιλπνά κοιμητήρια που κρύβουν ζωντανές αγάπες κι άφθαρτους έρωτες
Πεθαμένους μα αθάνατους, θαμμένους μα ξυπνητούς σ’ όλα τα φώτα
Και που αγαπούν την αξίνα βγάζοντας τα πουκάμισα των παρθένων
Το ίδιο όπως οι Σάτυροι με τους γενναίους φαλλούς μες στις σπηλιές των τάφων
Το ίδιο όπως οι λευκοί νυμφίοι που σέρνουν τις αναμμένες λαμπάδες των γάμων τους μέσα στις νύχτες
Και κλειούν τις πόρτες σ’ όλες τις άβγαλτες κοπέλες που δεν ξέρουν τι θα πει άνοιξη
Αθανασία κι υμέναιος, νυμφικές αμυγδαλιές και στέφανα κερένια
Κι όπως οι άγγελοι που παίρνουν σάρκα ντύνονται και κατεβαίνουν σκάλες
Για να μιλήσουν με τον άνθρωπο δοκιμάζοντας το ψωμί του
Για να του φανερώσουν κάποια μυστικά του απλώνοντας τη μοίρα του
Και βλέπουν θάλασσα, πίνουν χαμόγελο και ξεχάνουν
Θρόνους και γρύπες και φτερά και κρίνους αμάραντους

***

Καλά όλα θαυμαστά κι ευλογημένα τρεις φορές

Μα θέλουν να φάνε
Θέλουν να δώσουν μπόι για να μπορούν να περπατάνε
Να πάρουν αίμα βαθύ για να μπορεί να πλέει η καρδιά τους

***

Φεγγοβολή τού ελληνικού ουρανού

Που κούρσευες τις ματωμένες πεδιάδες κάνοντας τρία βήματα κι ένα μεγάλο τέταρτο
Περπάτησε και πάλι, κάνε το πέμπτο και γίνου θάλασσα
Πνίξε τα σάπια καράβια και τα τέρατα και μπήξε μια φωτιά
Που να πάει ντουμάνι, να καπνίσει ο θάνατος να σκάσει ο μαύρος ήσκιος
Και μπήξε μια φωνή και κράξε απ’ τις πέντε ηπείρους του καιρού τους πεθαμένους
Ναρθούν και να ζεστάνουν τα χέρια τους, να πιουν καπνό και να μιλήσουν όπως μιλούσαν
Απλά σταράτα με την καρδιά και με τα γένια τους
Κι ύστερα να μας πάρουν στα χέρια και να μας φιλήσουν
Να μας πουν την αγάπη και την περηφάνια, τον ύπνο και την ομορφιά
Να μας μάθουν πώς χτίζουν πώς σπέρνουνε παιδιά
Πώς πελεκούν το μάρμαρο για να πάρει μιλιά κι αγέρα
Πώς ανεβαίνουν στον ουρανό κι αγναντεύουν τον κόσμο

Κι ύστερα να σύρουν τις γυναίκες τους μες στα φαρδιά τους φορέματα
Για να μας γεννήσουν άλλη μια φορά μες σε βαθιά κρεβάτια

Αληθινούς

Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1948

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (VI)
Post by: wings on 28 Jun, 2008, 02:31:57
Γιώργος Θέμελης, Μελέτη ψυχής (VI)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


VI

Το στοιχειωμένο είμαι σπίτι το ετοιμόρροπο,
Που στέκει εδώ σαν το φυτό και γέρνει πέρα.

Διαμονή παλιών ψυχών, κατοικητήριο φαντασμάτων.

Υπάρχω, είμαι,
Ως να μην ξέρω,
Πως το χτισμένο τούτο σπίτι
Είναι σα μια κλωστή,
Ένας ψυχρός άδειος αγέρας
Ανάμεσα σε μένα
Και το θάνατο.

Υπάρχω, είμαι γεμάτος,
Η βαρύτητά μου με φοβίζει.

Πράξεις βαριές, ασήκωτες, μάταιες,
Πράγματα συντριπτικά, καθώς ένα τσουβάλι πέτρες.

Πώς θα με πάρουν να με σηκώσουν,
Ένα βαρύ φορτίο γεμάτο απ’ την ουσία του.

(Πίσω, Θεέ μου, πίσω, απ’ την αρχή).

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αλλιώς ωραίος
Post by: wings on 31 Jul, 2008, 23:52:52
Γιώργος Θέμελης, Αλλιώς ωραίος

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Αυτό που λέμε ο έρωτας, δεν είναι
Ο Έρωτας: ο Άγγελος με τ’ ανοιχτά φτερά.

Αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται,
Γίνεται ωραίος, αλλιώς ωραίος.

Δεν την αντέχεις την ομορφιά του.

Τα ζώα τον βλέπουν, κρύβονται
Στο δέρμα τους, σωπαίνουν τα πουλιά.

Τα σώματα σκεπάζονται τη σκιά τους.

Γίνεται αλλιώς ωραίος, φοβερά ωραίος,
Ως να ’χει βγει απ’ την έκλαμψη μιας πυρκαγιάς.

Δυνατός ως η θάλασσα, ως ο άνεμος.

Ισχυρός ως στήλη πυρός, ως όρος.

Μοναχικός ως ογκόλιθος, ως ακίνητος ποταμός.

Αθόρυβος ως ίσκιος πουλιού, ως χτύπος ονείρου.

Διαβρωτικός ως φλόγα, ως ποίημα, ως πυρετός.

Αναίσθητος ως λίθος, ως ξίφος γυμνό.

Άτεγκτος ως ζυγός, ζυγιάζοντας τα βάρη των ψυχών.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (Χ)
Post by: wings on 08 Sep, 2008, 21:41:19
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

Χ

Αγαπημένη πλάνη, αγαπημένη ματαιότητα.

Ίσως καθρέφτισμα, ίσως μουσική,
μια μουσική παράξενη, μαρμαρωμένη.

Τι κι αν ξυπνήσουμε κάποτε κι ανοίξουν
τούτα τα μάτια σε μια άλλη αυγή.

Λιπόσαρκοι, γυμνοί και πεινασμένοι.

(Πώς να σε δω, Θεέ μου, να σε γνωρίσω,
πώς να κοιτάξω το πρόσωπό Σου,
χωρίς μάτια, δίχως πρόσωπο).

Εγώ αγαπώ τη γη, τη μάταιη γη,
είμαι από γη∙ εγώ αγαπώ το φως,
εγώ αγαπώ τη θλίψη την απέραντη,
τη θλίψη της γης, του ήλιου και του αγέρα.

Εγώ αγαπώ το σώμα και το αίμα,
το τίμιον αίμα, τ’ άγιο σώμα.

Τον έρωτα εγώ αγαπώ, το θάνατο.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (Χ)
Post by: wings on 29 Sep, 2008, 02:45:42
https://www.youtube.com/watch?v=NEwJAXHhcC0

Μανόλης Αναγνωστάκης (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6781.0) & Μίκης Θεοδωράκης, Όταν μιαν άνοιξη
(ενορχήστρωση: Σταύρος Ξαρχάκος, ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη / έργο: Μπαλάντες (2007))


Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

Χ


Στην πλατιά λεωφόρο προς το προάστιο,
—Ένας μονήρης δενδρόκηπος με στέγες χαμηλές—
Ψυχή...
Κάτι αγαθά σκυλιά χωμένα στο πετσί τους
Κι επάνω κάποια πρόωρα πλανημένα χελιδόνια,
Μετέωρα, σα να μας χαιρετούν και να μας δείχνουν
Το δρόμο προς την άνοιξη που πλησιάζει.
Μόλις προφταίνουμε να ιδούμε λίγο πίσω, λίγο εμπρός,
Κάποιον ακίνητο καπνό ή δέντρο που φεύγει.

Ήτανε κι άλλοι στην είσοδο, ξενιτεμένοι,
Φτασμένοι εκεί από τόπους μακρινούς.
(Σαν ένας τελευταίος σταθμός ή αίθουσα αναμονής).
Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.

Γυρίσαμε και είδαμε τα ρούχα μας που ’χαν παλιώσει
Και τα κατάκοπα γόνατά μας γυρισμένα προς τη γη.
Και νιώσαμε τα χέρια που άγγισαν τα χέρια μας να σαλεύουν
Όπως τα ζωντανά ψάρια που πιάνεις στον ύπνο σου και ξεφεύγουν.
Να λάμπουν πίσω τα σπίτια που σκέπασαν τη γύμνια μας.

Ακούσαμε μέσα την καρδιά μας, όπως μια πέτρα που κυλάει.

Είδαμε τότε τον εαυτό μας σαν έναν άλλο,
Τριγυρισμένο από ’να φως,
Ανάμεσα σε καθαρές φωνές και ήχον οργάνων.

Χαιρετήσαμε τον ήλιο που βασιλεύει.

Πλησίασε κάποτε από μέσα ο Φύλαξ-Κηπουρός
(Κλειδιά στη ζώνη, την αξίνα στον ώμο).
Μας κοίταξε λίγο και χάθηκε στους διαδρόμους
Ανάμεσα δέντρα πανύψηλα κι αιώνιους ίσκιους.

Καθίσαμε κι εμείς εκεί με τους άλλους,
Μαζί με τις παλιές εικόνες που κρατούσαμε,

Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης, Είναι για σένα
Post by: wings on 15 Oct, 2008, 01:13:38
Γιώργος Θέμελης, Είναι για σένα

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Είναι για σένα που αγαπώ το φως
Τους ανθρώπους τα δέντρα που σου μοιάζουν
Ό,τι σαλεύει κι ό,τι πνέει
Το κύμα που μοιράζεται την απλωσιά του
Και το νερό που τραγουδάει τον έρωτα

Είναι για σένα κι είσαι εσύ
Που περπατείς μες σ’ όλους τους καθρέφτες
Στο κάθε τι στα πράγματα
Τα γκαρδιακά μου αδέρφια

Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που βλέπει
Τα χέρια σου στον ύπνο του σα δυο φτερά
Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που ακούει
Τη μυστική του ηχώ μες στην πυκνή σιωπή του

Είναι η καρδιά μου που σε στηρίζει σα μια σημαία
Είναι η καρδιά μου που σε δέχεται σαν ουρανό

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Επιστροφή
Post by: wings on 02 Nov, 2008, 22:35:52
Γιώργος Θέμελης, Επιστροφή

Από σκαλί σε σκαλί
Δε βρίσκω καιρό να σηκώσω κεφάλι
Να θυμηθώ κοιτάζοντας τον ουρανό

Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι
Ν’ αγγίξω τον καρπό τον πόνο μες στο δέρμα
Ο άνεμος περνά σφυρίζοντας μες από κορμούς
Χορδές σκονισμένα μαλλιά ακούρευτα όνειρα

Πουθενά δεν είναι σταμάτημα
Ακούς που ηχεί βαθιά το σώμα
Φωνάζει βοήθεια η λυγισμένη κραυγή

Το παλιωμένο σπίτι στέκει από συνήθεια
Πρέπει να πατώ στα δάχτυλα
Να μιλώ με τα μάτια
Μην ξυπνήσω τον ύπνο που κοιμάται
Θα φωνάξουν οι σωπασμένες φωνές
Θα γκρεμιστούν οι ψεύτικες κούκλες

Νύχτα θολή από ίσκιους που χόρτασαν αίμα

Να πατήσω επάνω σε πτώματα
Να περπατήσω επάνω στα δάκρυα
Με τα παλιά σχισμένα παπούτσια

Ας βγάλουμε από πάνω μας το μπαλωμένο πουκάμισο
Να ξαναγίνουμε ξυπόλητα παιδιά του δρόμου
Να ξαναγίνουμε γυμνά νεογέννητα νήπια
Ανάμεσα στα έκπληκτα αγαθά ζώα

Ατέλειωτο τραγούδι ο κόσμος
Μέσα στα μάτια ενός παιδιού
Ουράνια φτερά και χελιδόνια αντάμα
Ένα τραγούδι κρυμμένο στην καρδιά του νερού

Ο ουρανός
Μέσα στα πρόσωπα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η νήσος των ναυαγών
Post by: wings on 01 Dec, 2008, 02:33:54
Γιώργος Θέμελης, Η νήσος των ναυαγών

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Δεύτερη ραψωδία

Η νήσος των ναυαγών


Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κ’ η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης, Γέννηση
Post by: wings on 27 Dec, 2008, 01:21:52
Γιώργος Θέμελης, Γέννηση

Οδύνη το σκέπασμα
Να κάθεσαι να υπάρχεις
Μέσα στο στήθος

Με παιδεύουν λυγμοί
Ραγισμένες καμπάνες

Να είχα το θάρρος
Αγάπη ακούραστη
Να μπορούσα να ψάλλω
– Ειρήνη!... Ευδοκία!

Έκλεισαν οι φωνές
Τα μάτια έχουν στεγνώσει
Μοναξιά μεγαλόπρεπη

Έντομα φριχτά φτερά βυθισμένα στη λάσπη
Αλλού το κεφάλι, αλλού τα μέλη
Θρεμμένα με το ίδιο τους το αίμα

Δεν υπάρχουν πια ποιμένες
Άστρα που ψάλλουν στον βαθύ ουρανό
Οι Άγγελοι τραβήχτηκαν σε απρόσιτα ύψη

Δε βρίσκεται στη γη παρθένος
Να εγκυμονεί τον γιο του ανθρώπου
Αγκαλιά ουρανού με τη νύχτα

Πότε θα περιμένουν νά ’ρθει
Η Δεύτερη Παρουσία

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Οδοιπόροι
Post by: wings on 01 Jan, 2009, 00:01:01
https://www.youtube.com/watch?v=D-m9qGp3CwA

Μάνος Χατζιδάκις & Μάνος Ελευθερίου, Η μπαλάντα του οδοιπόρου
(ερμηνεία: Γιάννης Δημητράς / έργο: Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης (1974) (http://www.hadjidakis.gr/homeweb.htm))


Γιώργος Θέμελης, Οδοιπόροι

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Όταν περνώ τον εαυτό μου,
Σαν μέσα σ’ ένα άλλο ένδυμα,
Βγάζοντας τα καθημερινά κουρέλια,
Το φως
Ανατέλλει και δύει στο πρόσωπό μας.

Η τύχη του κρέμεται μετέωρη,
Σαν από κάποιον ήλιο δικό μας.

Λέμε το φως ημέρα, το σκότος νύχτα,
Μοιράζουμε ονόματα: άστρα, φυτά και ζώα.

Είμαστε δίχως τάφο και πατρίδα,
Σαν τους πλανόδιους μουσικούς.
Τραγουδούμε, χορεύουμε, παίζουμε όργανα.

Η μουσική μας είναι η ομιλία μας, ο έρωτας το μυστικό μας.

Οδοιπορείτε, ακούραστοι οδοιπόροι, μιλάτε.
Τι στοιχίζει μια λέξη ακόμα, ένα όνομα.
Ένα χαμόγελο ή μια χειρονομία. 

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: Ion on 01 Jan, 2009, 00:20:27
Με τον αγαπημένο σου βλέπω ξεκινάς την καινούρια χρονιά. Να δούμε ποιοι συνοδοιπόροι θα σε ακολουθήσουν...
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 01 Jan, 2009, 00:27:39
Διά ροπάλου όλοι (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=14636.msg160424#msg160424) - άμα με το πρώτο λεπτό τού 2009 έχουμε ένα ποίημα του Γιώργου Θέμελη, πού αλλού να πάμε;
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: and33 on 01 Jan, 2009, 03:00:37
Σε μια εποχή που μας πνίγουν με τόκους, ομόλογα, επιτόκια, κρίσεις,
ΝΑΙ  θα είμαστε συνοδοιπόροι για εκεί που ανταλλάζεις μια λέξη μ’ ένα χαμόγελο. με μια χειρονομία. Για να ανασάνουμε.
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 01 Jan, 2009, 12:44:16
Να, επιτέλους, ένας άνθρωπος που τον έπεισα με την πρώτη να συνοδοιπορήσουμε. :-)

Καλή χρονιά, Ανδρέα, με ακόμη περισσότερο Γιώργο Θέμελη και ποιητές της Θεσσαλονίκης και ποιητές της Ελλάδας και ποιητές του κόσμου όλου.

Κι ας μην τσιγκουνευόμαστε πια στις λέξεις, στα ονόματα, στα χαμόγελα, στις χειρονομίες.
Title: Γιώργος Θέμελης, Οι Απόντες
Post by: wings on 30 Jan, 2009, 01:07:43
Γιώργος Θέμελης, Οι Απόντες

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο Θεός
Αυτό που μας λείπει∙ εμείς
Λείπουμε και μας λείπει,
Έχουμε φύγει κι είναι απών.

Τον γυρεύουμε τάχα ή μας γυρεύει
Και δε μας βρίσκει; Τον ποθούμε ή μας ποθεί
Και δε μας βλέπει το πρόσωπό του;

Εμείς έχουμε πεθάνει, ο θάνατός μας
Είναι ο μέγας θάνατος, δεν πέθανε ο Θεός.

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο,
Αυτοί που λείπουν και δεν είναι, κλείστηκαν έξω,
Δεν πρόφτασαν να ’ρθουν, τρέχουν στους δρόμους,
Και σκουντουφλούν στη γη, χτυπούν την πόρτα.

Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν φως.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Υμέναιος
Post by: wings on 11 Mar, 2009, 02:13:13
Γιώργος Θέμελης, Υμέναιος

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Τέλεια, πυκνή, αναπόδραστη μοίρα του έρωτα
Και του θανάτου∙ κατάκτηση πρώτα, ύστερα παραίτηση.
Ανάβαση πρώτα, ύστερα κατάβαση,
Πτώση του σώματος και θλίψη της ψυχής,
Καθώς ανοίγει η μοναξιά και καταπίνει
Ταπεινωμένα κόκαλα και σωριασμένα.

Έρχεται ο έρωτας και μας εμπαίζει,
Ένας θεός ή ένας δαίμονας.
Μας γδύνει χωρίς ντροπή και φόβο.
Μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε,
Νηστικούς για να πεινούμε,
Καθώς στην έσχατη κρίση.

Πεινούμε την πείνα του, κρυώνουμε τη γύμνια του.

Έρχεται ο έρωτας και μας αλλάζει.

Σκιές μες στη σκιά,
Σιωπή μέσα στην άλλη σιωπή.

Τα χείλη μας μυρίζουν άνοιξη
Και χωματίλα, τα στήθη μας ώριμο μήλο.

Μέσ’ απ’ τους κήπους των νεκρών έρχεται ο έρωτας.
Τα μέλη μας τρέμουν και τα σπλάχνα.
Έχουν τον πυρετό μιας πυρκαγιάς,
Τρομαγμένα πετάγματα, ζώα που τρέχουν,
Και τον αναπαλμό μιας υψωμένης θάλασσας,
Υπόκωφα κύματα καμπυλωτά
Και το βαθύ νυχτοκολύμπι του ψαριού.

Λαμποκοπούνε τα μαλλιά επάνω στα προσκέφαλα,
Φέγγουν τα χέρια μες στο πάθος της αγάπης,
Δάχτυλα ψάχνοντας τυφλά μέσα στη σάρκα.

Από στήθος σε στήθος φτάνει στις ψυχές
Ο έρωτας, καθώς πάνω σε κλίμακα.

Οι ψυχές δε μπορούν να μιλήσουν.
Δεν έχουν γλώσσα, έχουν σιωπή,
Έκπληξη απόρρητη και θλίψη,
Ανάμνηση και τρόμο του κενού.

Ν’ αντιφεγγίσουν μόνο μπορούν,
Να κινήσουν τα δάχτυλα,
Ν’ ανοιγοκλείσουν τα μάτια και τα χείλη.

Να κοιταχτούν, η μια την άλλη, σαν σε καθρέφτη.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica (1)
Post by: wings on 21 Mar, 2009, 23:55:56
Γιώργος Θέμελης, Ars Poetica

1


Αν είναι κάτι το Ποίημα,
Είναι κάτι που δεν πιάνεται,
Όπως το νόμισμα ή το πουλί

Το Ποίημα σε παίρνει,
Δεν το παίρνεις
Μην το παραβιάζεις.

Το Ποίημα είναι σαν την Αγάπη,
Την Αγάπη την αναπάντεχη,
Όταν σου κόβει τη μιλιά,

Σαν την Αγάπη, σαν τη Μουσική

Μια συνοδεία παντοτινή,
Μια λάμψη ακαταθάμπτωτη

Σ’ ακολουθεί παντού το Ποίημα,
Σε σκοπεύει
Μην το παραβιάζεις.

Είναι κατάφωτο το Ποίημα

Αδιάρρηκτο, καθρεφτικό,
Σαν το αγλαό φεγγάρι
Όταν γεμίζει το δίσκο του

Το Ποίημα δεν είναι πράγμα σου,
το πράγμα είσαι συ

Σε βγάζει στο φως,
Σε φανερώνει
Μην το παραβιάζεις.

Από τη συλλογή Ars Poetica (1974)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αναζήτηση
Post by: wings on 26 Apr, 2009, 21:07:47
Γιώργος Θέμελης, Αναζήτηση

[Ενότητα Κινήσεις]

Δεν θ’ ακουστούν τα βήματά μας σε συνάντηση.

Σα να ’χουμε χάσει τον εαυτό μας και τον γυρεύουμε
Σε δρόμους που περάσαμε, σε κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Σα να γυρίζουμε απ’ έξω κι ανάβουμε το φως
Και μιλούμε, όπως μιλούσαμε, βηματίζουμε,
Ή στεκόμαστε ν’ αφουγκραστούμε κάποιο θόρυβο.

Είμαστε θόρυβοι και θορυβούμε.
Είμαστε μικρά φτερά και χτυπούμε στον άνεμο.

Αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και σωπαίνουμε ώρα πολλή
Σκύβοντας μέσα στα πρόσωπά μας να γνωριστούμε.

Η γνωριμία μας είναι μια μυστική υπόθεση που δεν τελειώνει.

Έρχεται σιγά σιγά ο ύπνος και μας τυλίγει.

Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε, τα πράγματα που αγγίξαμε,
Φυσιογνωμίες, συναπαντήματα, χαμένες αστραπές,
Η γη που σπιθοβολούσε στην καρδιά μας,
Μπαίνουν μες στη γυμνή ψυχή μας, τη μοιράζονται.

Δεν ξέρω, αν είναι ο άνεμος που σηκώσαμε,
Που τον γεμίσαμε με τη μικρή βοή μας και μας θρηνεί
Στους δρόμους που περάσαμε, στις κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Δεν ξέρω αν είναι χιόνι που έρχεται να μας σκεπάσει.

(Πού θα βρεθούμε το πρωί, σαν θα σημάνουν οι καμπάνες).

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άφησε να κοιτάξω
Post by: wings on 21 May, 2009, 21:27:26
https://www.youtube.com/watch?v=9Jgda7s6x2M

Μιχάλης Δέλτα, Μια αγάπη μικρή
(ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου / δίσκος: Το χρώμα της μέρας (2001))


Γιώργος Θέμελης, Άφησε να κοιτάξω

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Στην ήρεμη αστροφεγγιά που κοιμούνται οι άνεμοι
Στους βράχους στα νερά στις όχθες που αναπνέουν
Στην ήρεμη αστροφεγγιά περπατεί ένας ήσκιος
Γνώριμος ήσκιος τον βλέπουνε τ’ άστρα μονάχα
Και τα όνειρα που δοκίμασαν ομορφιά και τρόμο
Δεν ακούς τα φτερά που διπλώνουν τη λησμονιά τους
Το κύμα πεθαίνει στα πόδια μας μετρώντας
Τους αιώνες της θάλασσας της καρδιάς μας τους χτύπους
Τα πλοία δεν κινούνται κρεμάστηκαν στο βλέμμα σου
Τα μάτια περιμένουν τον ήλιο σου για ν’ ανοίξουν
Τα δροσερά τους πέταλα από φως και θλίψη
Κυνηγώ τη σκιά σου ανάμεσα στα σχήματα
Αναζητώ το χέρι σου από άστρο σε άστρο
Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Σαν το φεγγάρι που κοιτάζεται στον ύπνο ενός παιδιού
                                   
*

Εγώ κι εσύ –πολύ μακριά μέσα στη νύχτα–
Σκοτεινοί είμαστε σα δυο παράθυρα της πυκνής βροχής
Εικόνες θαμπές από χλωμούς φεγγίτες και σκοτάδι
Σε ποια γωνιά ποια μάτια θα μας φωτίσουν
Πόσα φεγγάρια θα σταθούν και θα μετρήσουν τη νοσταλγία τους
Στην ασημένια σκόνη που πεθαίνοντας θα τινάξουν οι μνήμες
Δε μας μένει παρά η βοή το ποίημα που μας κράζει
Μέσα στον κίνδυνο που σκορπάει η θάλασσα στην καρδιά των βράχων
Κάτω απ’ τα χέρια που έσμιξαν τη μακρινή τους λάμψη
Κάτω απ’ τα χέρια τα σπαθιά που φυλάγουν το θάνατο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Γυναικεία ονόματα
Post by: wings on 16 Jun, 2009, 23:08:45
Γιώργος Θέμελης, Γυναικεία ονόματα

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν’ απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κι η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κι η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κι η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ’ αηδόνι, και το ψάρι.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: «Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο» (του Νίκου Ορφανίδη)
Post by: wings on 15 Aug, 2009, 18:30:20
«Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο» (του Νίκου Ορφανίδη*)

Ποιος θυμάται, τώρα, τον τρυφερό ποιητή της Θεσσαλονίκης Γιώργο Θέμελη; Μου 'ρθε, έτσι ξαφνικά, μέσα από εκείνο το εκπληκτικό τραγούδι με τίτλο: «Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο». Στίχοι: Γιώργος Θέμελης. Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής. Ερμηνεύει: Γιώργος Νταλάρας. Σε εκείνο τον εκπληκτικό δίσκο «Να 'τανε το Εικοσιένα», του 1969. Έτσι αναγράφεται στο εξώφυλλο. Δεν ξέρω να 'ναι άλλος στιχουργός με το όνομα Γιώργος Θέμελης εκείνα τα χρόνια. Για τον ποιητή, λοιπόν, Γιώργο Θέμελη πρέπει να πρόκειται, που, τον ίδιο περίπου καιρό, ο Σταύρος Κουγιουμτζής (1966) έγραψε μουσική για το θεατρικό του έργο «Ταξίδι», που ανεβάστηκε από τη σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Β. Ελλάδος, λίγο πριν ο συνθέτης μετακομίσει στην Αθήνα. Ύστερα, το ύφος και ο ποιητικός τρόπος στον κόσμο της ποίησης του Γιώργου Θέμελη είναι που μας παραπέμπουν. Με τη διυλισμένη θλίψη. Τον καημό. Την τρυφερότητα. Τον λανθάνοντα ερωτισμό.

Επιστρέφω, έτσι, στον ποιητή Γιώργο Θέμελη, ένα νεωτερικό ποιητή του μεσοπολέμου. Ψηλαφώ την ποίηση, που μας κατέλιπε, μια ποίηση στιβαρή των χαμηλών τόνων, μια ποίηση φωτεινή θα έλεγα, αποκαλυπτική της υπάρξεως. Μια ποίηση του έρωτος αλλά και του θανάτου.

«Είπα ν' αφήσω (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1898.msg128466#msg128466) αυτό το πεθαμένο σπίτι
Να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα
Σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές
Εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες

Το παράθυρο γέρνει γυμνό μέσα στη νύχτα
Όλα τα τζάμια έχουν πέσει
Κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη

Και μένω κι αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου
Ίχνος από παλιό λησμονημένον ήλιο»

Αυτά, από το πρώτο κιόλας εκείνο ποίημα της πρώτης του συλλογής «Γυμνό Παράθυρο», του 1945. Χωρίς τίτλο. Γιατί προφανώς λανθάνει στο ποίημα, ως τίτλος, ο τίτλος της συλλογής: «Γυμνό Παράθυρο».

Μέρες που 'ναι, τώρα, σκέφτομαι τα πεθαμένα μας σπίτια, που τα ισοπέδωσαν οι κατακτητές. Σκέφτομαι, ακόμα, πόσο μοιρασμένη είναι η ζωή μας, ανάμεσα στα σπαράγματα που στοιβάσαμε χρόνια εντός μας. Έτσι ερωτικά προσλαμβάνουμε, Αύγουστος που είναι, και τη ζωή και τη μνήμη και την ιστορία μας. Έτσι τρυφερά, αλλά και θλιβερά και με παράπονο, ψηλαφούμε τη μοιρασμένη πια ζωή μας, μαζί με τη μοιρασμένη μας πατρίδα και τη μοιρασμένη ή σπαραγμένη μας μνήμη. Χρόνια τώρα.

Γυρίζω, έτσι, αναπάντεχα, σ’ εκείνο το εκπληκτικό τραγούδι «Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο», σαράντα τόσα χρόνια μετά, και ψηλαφώ την ποιητική απαλότητα του Γιώργου Θέμελη, ενός ποιητή των ήπιων και χαμηλών τόνων, που καταθέτει τρυφερά το βίωμα της απουσίας και της θλίψης και του καημού. Κι ακόμα στέκομαι, καθώς γυρίζω και επιστρέφω, ξανά και ξανά, σ' εκείνα τα χρόνια, στον μοναδικά ποιοτικό, μαγικό, μουσικό τρόπο του Σταύρου Κουγιουμτζή, με τα διαχρονικά εκείνα τραγούδια, που μας κατέλιπε.

Γυρίζω, λοιπόν, σ’ εκείνους τους εκπληκτικούς στίχους του ποιητή Γιώργου Θέμελη, όπως τους βρίσκουμε στο τραγούδι του Κουγιουμτζή «M' έκοψαν με χώρισαν στα δύο»:

https://www.youtube.com/watch?v=iCaeOUEHugs

«Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο
τη μια πλευρά μου τη μια φτερούγα μου
και είμαι μια στάλα αίμα στα χείλη σου
ένας αγέρας στα δάχτυλά σου

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
Μισό κορμί μισοκομμένο όνειρο

Μ' έκοψαν και μ' άφησαν να ζω
με την πληγή μου με την αγάπη μου
κι είμαι μια πίκρα μέσα στα μάτια σου
ένας αγέρας μες στα μαλλιά σου

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
μισό κορμί μισοκομμένο όνειρο

Τι να προσθέσουμε σ' αυτόν το διάχυτο ποιητικό καημό, σ' αυτό το ελεγείο; Είναι εδώ μια υπόγεια θλίψη, που διαπερνά τα τοπία μας. Που διαπερνά την ψυχή μας. Διακριτικά. Υπόγεια. Τρυφερά. Απαλά. Για να ολοκληρωθεί αυτός ο καημός με το επαναλαμβανόμενο δίστιχο:

«Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
μισό κορμί μισοκομμένο όνειρο»

Έτσι κι εμείς, χρόνια τώρα, παραπαίουμε ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάπηροι, ζήσαμε όλα χρόνια μας, ύστερα από την εισβολή και κατοχή της πατρίδος μας. Κι άς μην το ομολογούμε. Κι ας υποκρινόμαστε, πίσω από το διάχυτο ευδαιμονισμό, που μας περιβάλλει κι εντός του οποίου, πολλές φορές, ασφυκτιούμε. Έτσι, με αυτόν τον καημό, φεύγουν οι γονείς μας. Οι γέροντες της παλιάς μας γειτονιάς. Οι φίλοι μας. Έτσι απομένουμε μόνοι, ψηλαφώντας τα σπαράγματα του βίου μας, εξόριστοι, εδώ στο άκρο του Ελληνισμού. Με «μισό το κορμί και μισοκομμένο το όνειρο».

* Μέλος της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, τέως Διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.

Πηγή: http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/other/181399
Title: Re: «Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο» (του Νίκου Ορφανίδη)
Post by: wings on 15 Aug, 2009, 19:32:22
Ας με συγχωρήσει ο κ. Νίκος Ορφανίδης, αλλά θα πρέπει να κάνω τρεις διορθώσεις στο κείμενό του και μια απαραίτητη προσθήκη.

Ασφαλώς ο στιχουργός είναι ο ποιητής Γιώργος Θέμελης που ναι μεν περιλαμβάνεται στους ποιητές τής Θεσσαλονίκης αφού στην πόλη μας έζησε και εδώ έγραψε και εξέδωσε τις ποιητικές του συλλογές, αλλά είναι Σάμιος.

Ο τίτλος τού τραγουδιού τού Σταύρου Κουγιουμτζή καθώς και ο πρώτος στίχος του είναι «Μ' έκοψαν, με χώρισαν στα δυο» (δεν τονίζει το αριθμητικό στην πρώτη συλλαβή ούτε ο ποιητής ούτε ο Γιώργος Νταλάρας) και ο τελευταίος στίχος τού τραγουδιού είναι «μισό κορμί, μισό κομμένο όνειρο». Έτσι ακριβώς έγραψε τους στίχους ο Γιώργος Θέμελης και δεν τους πείραξε καθόλου κατά τη μελοποίηση αποσπάσματος του ποιήματός του από τον φίλο του Σταύρο Κουγιουμτζή.

Ο δίσκος «Νάτανε το 21» κυκλοφόρησε το 1970 (http://www.google.gr/search?hl=el&rlz=1B3GGGL_elGR338GR338&q=%CE%9D%CE%B1+%27%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B5+%CF%84%CE%BF+%2721+%281970%29&btnG=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7&meta=).

Προσθέτω ότι το μελοποιημένο απόσπασμα είναι από το ποίημα «Το εγώ - το εσύ» και ανήκει στη συλλογή «Το δίχτυ των ψυχών» (1965).

Παρά τις αναγκαίες επισημάνσεις, οφείλω να πω ότι χαίρομαι που επιτέλους κάποιος θυμήθηκε τον Γιώργο Θέμελη, που είναι μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες των γραμμάτων όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά της χώρας μας.

Βίκυ Παπαπροδρόμου
Title: Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη (I. Τοπίο)
Post by: wings on 28 Oct, 2009, 20:34:49
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2F2.bp.blogspot.com%2F_UWwSslpW3-s%2FTA9Qz2VBVTI%2FAAAAAAAAB1c%2F3NL3QQ64qRc%2Fs400%2Fstavrou12.jpg&hash=3caaf8b608e932bb7d82d4c0819f286ab60aae03)

Γιάννης Σταύρου: Τιρκουάζ (λάδι σε καμβά)
Πηγή: http://zografiki-yannisstavrou.blogspot.com/


Γιώργος Θέμελης, Θεσσαλονίκη

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Ι. Τοπίο

Πολιτεία καταχωμένη σε συσσωρεύσεις,
Πολιτεία διάφωτη σα μες στη νύχτα,
Μεταφυσική, ανυπόστατη, αμφιβολία.

Μες στην αφή, στα πράγματα, είν’ ένας ουρανός.

Μες στην υπόσχεση, στα όνειρα, είν’ ένας δεύτερος.

Ο άλλος μυστικός, απρόσιτος, σαν τους Αγίους.

Μπορούμε να τον υποκαταστήσουμε
Με κείνο το γαλάζιο στις παλιές εικόνες,
Ή μ’ ένα σύμβολο διαστατό – ένα πρόσωπο,
Μονάχο, ανακλώμενο σ’ ερήμους από φως.

Οι άνθρωποι βλέπουν μέσα τους.

Οι γυναίκες περνούν κι αφήνουν,
Σα να ’σαι η εμπιστευτική τους διαμονή,
Κάτι σα φέγγος μελιχρό, που σε διαπερνά,
Σε συνοδεύει στις περιπλανήσεις σου, χαμηλωμένος φωτισμός.

Εδώ μπορεί να υπάρχεις και να μην υπάρχεις.
Να σβήνεις και να χάνεσαι.
Να περπατείς και να βουλιάζεις.

Μπορείς να λάμπεις, να προσεύχεσαι, ή ν’ αντηχείς σαν τις καμπάνες.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μαθητεία
Post by: wings on 26 Feb, 2010, 17:42:03
https://www.youtube.com/watch?v=EyRsXI4llfo

Γιώργος Ανδρέου, Το τραγούδι του Ανδρέα
(τραγούδι: Τάνια Τσανακλίδου / δίσκος: Τραγούδια του παράξενου κόσμου (1995))


Γιώργος Θέμελης, Μαθητεία

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών II]

Μαθαίνεται η Αγάπη,
Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.

Όπως η θλίψη, όπως η έκσταση.

Τ’ άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν
Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,
Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη
Μες σε βαθιά κρησφύγετα.

Τα ερωτικά πουλιά δε μελετούν
Μαθήματα αγάπης∙ δε γράφουν
Τις τέσσερις πράξεις της
Στις πλάκες τους οι πεταλούδες.

Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν
Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.

Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,
Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων.

Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,
Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλά μου.

Τα δάχτυλά μου, τα χείλη μου, τα έκπληχτα μάτια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Re: Γιώργος Θέμελης
Post by: wings on 21 Mar, 2010, 14:34:13
Παγκόσμια ημέρα της ποίησης (21 Μαρτίου 2008) – το Translatum τιμά τον Γιώργο Θέμελη (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=15790.0)
Παγκόσμια ημέρα ποίησης 2010 στο Translatum με το «Ηλιοσκόπιο» του Γιώργου Θέμελη (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=63738.0)
Title: Γιώργος Θέμελης & Σταύρος Κουγιουμτζής, Πάσχα των Ελλήνων
Post by: wings on 04 Apr, 2010, 00:58:39
https://www.youtube.com/watch?v=fMJ229H3zaA

Πάσχα των Ελλήνων

Ποίηση: Γιώργος Θέμελης
Μουσική & διασκευή στίχων: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία

Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα
Πάσχα της αγάπης Πάσχα
Πάσχα των αγγέλων

Ήλιος κι ανατέλλεις
Πάσχα μέγα Πάσχα
ήλιος φωτοδότης
των Ελλήνων Πάσχα

Από το έργο Ηλιοσκόπιο (1973)

Χριστός Ανέστη! Χρόνια πολλά σε όλους!
Title: Γιώργος Θέμελης, Θάλασσα και ψυχή
Post by: wings on 02 Aug, 2010, 23:09:25
https://www.youtube.com/watch?v=10cnuLXoHO4

Frederico de Brito & Ferrer Trindade, Canção do Mar (by Dulce Pontes)

Γιώργος Θέμελης, Θάλασσα και ψυχή

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Θάλασσα με τα μοναχικά και λυπημένα
Πλοία, ψυχές νεκρών που ταξιδεύουν.
Θάλασσα και ψυχή και ταραγμένη αγάπη,
Νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν.
Άπληστη, ακατάτμητη και μοιρασμένη,
Σ’ ωκεανό, σε πέλαο, σε κοχύλι.
Άπειρη και κατάστενη σε μια σκαμμένη πέτρα.
Και ουρανέ, σαν άλλη θάλασσα πάνω στη θάλασσα,
Γαλάζιο αίμα και φτερό, γαλάζιο ψάρι.
Ερωτική βροχή, ουράνια δίψα,
Έρωτα, πιο έρωτα, που τίποτα δε σε χορταίνει.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μάταια πράγματα
Post by: wings on 01 Jan, 2011, 00:01:02
https://www.youtube.com/watch?v=dsxtImDVMig

John Lennon & Paul McCartney, All you need is love (The Beatles, 1967)

Γιώργος Θέμελης, Μάταια πράγματα

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Γιατί, Θεέ μου, να μην μπορούμε
Να βρεθούμε ολόκληροι μες στην αγάπη,
Να πρέπει να γίνουμε όνειρα
Ενανθρωπισμένα μες σ’ έναν άλλο ύπνο,
Όνειρα, διάφανα φαντάσματα γυμνά.

Ως να μην είμαστε άνθρωποι,
Έμψυχα όντα, κρύβοντας την ωραιότητα
Από ζηλότυπα βλέμματα αγγελικά.

Ως να ’μαστε πράγματα κλειστά κι ωραία, μάταια,
Καρτερικά, υπερήφανα, σαν τα βουνά.

Κοχύλια σκληρά, αλαβάστρινα, όστρακα άθραυστα,
Βράχοι αρράγιστοι, κύκνοι σιωπηλοί.

Κανείς δεν ακούει την ψυχή του άλλου.

Κανείς

Κανείς.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)



Δύο ευχές και συνάμα προτροπές για το 2011: ας παλέψουμε για να μπορούμε να βρεθούμε ολόκληροι μες στην αγάπη κι ας αρχίσουμε ν’ ακούμε την ψυχή του άλλου.

Καλή μας χρονιά!
Title: Γιώργος Θέμελης, Βόθυνοι
Post by: wings on 16 Nov, 2013, 22:09:04
(https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/d0/Pieter_Bruegel_d._%C3%84._025.jpg/800px-Pieter_Bruegel_d._%C3%84._025.jpg)

Pieter Bruegel the Elder, De parabel der blinden [The Blind Leading the Blind (or The Parable of the Blind)]
Tempera on linen canvas, 86 cm × 154 cm, 1568 (Museo di Capodimonte, Naples, Italy)
[Πηγή: http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pieter_Bruegel_d._%C3%84._025.jpg]


Γιώργος Θέμελης, Βόθυνοι

ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν∙ τυφλὸς δὲ τυφλὸν
ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται...

Κατά Ματθαίον (ΙΕ' 14)

Contemple-les, mon âme ; ils sont vraiment
affreux

Baudelaire, Les aveugles

Οι τυφλοί, πίνακας
Pieter Bruegel

Τυφλούς τυφλοί οδηγούν

Μπροστά πάει ο μπροστάρης
πίσω ακολουθούν
Μιας προς νυκτός ανταμωμένοι
Σαν το κοπάδι στον γκρεμό
Σώμα με σώμα, έπηξε το φως.

Τυφλός σέρνει τυφλό,
Σκοτάδι το σκοτάδι.

Σιγά-σιγά έγινε τούτο το κακό,
Χωρίς περόνη και πληγή,
Πηχτή βροχή και μαύρο χαλάζι,
Σιγά κι αναίμακτα, εκτυφλωτικά

Από τριμμένο φως
Από καπνούς.

Τα ’χουν τα μάτια τ’ ακριβά,
Τα ’χουν τα μάτια και δε βλέπουν.

Μάτια λαμπρά κι αχρηστεμένα.

Τυφλός τυφλό γεννά,
Νύχτα τη νύχτα.

Ανάμεσα στους αποτυφλωμένους
Ως με τη ρίζα του φωτός
Μονόφθαλμος κανείς
Ή Τειρεσίας
Μάντης κακών λόγο να πει
Για τ’ άφαντα και τα σκοτεινά
(Τα τ’ εόντα τα τ’ εσσόμενα)
Με μαντικό ραβδί τ’ ανοίγματα
κάτω να δείξει,
Τους βοθύνους,
Τ’ απόκρημνα χάσματα.

Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σόδομα και Γόμορρα
Post by: wings on 31 Dec, 2014, 23:46:56
(https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/e1/John_Martin_-_Sodom_and_Gomorrah.jpg/1280px-John_Martin_-_Sodom_and_Gomorrah.jpg)

John Martin, The Destruction of Sodom and Gomorrah (https://en.wikipedia.org/wiki/Sodom_and_Gomorrah), 1852 (Laing Art Gallery, Newcastle upon Tyne)

Γιώργος Θέμελης, Σόδομα και Γόμορρα

καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ·...
Γένεσις (ΙΘ' 17)

Άνθρωποι, όπως πάντα, οι άνθρωποι
—Δεν είναι χελιδόνια, θα μπορούσαν να γίνουν,
Δεν είναι Άγγελοι, θα μπορούσαν να γίνουν
και να μη φτάσουν, να κεραυνωθούν—
Ξεχνιούνται και αναπαύονται.

Μέσα τους ξεχνιούνται, να ξεχάσουν,
Ν’ αποκοιμίσουν την ψυχή τους,
Να μην πονεί,
Να κλείσει.

(Πληγή η ψυχή, πληγή κρυφή κι ολάνοιχτη, μια λόγχη στην πλευρά και μας κεντά —
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει απ’ την ψυχή του.)

Κοιμούνται όσοι κοιμούνται,
Πνίγουν τα όνειρα και δε σπαρνούν
Φοβούνται μη ξυπνήσουν,
Έχουν το φόβο του φωτός.

Μπορείς ν’ ανάψεις έναν ήλιο να φέξει μες στα μεσάνυχτα
Και να σημάνεις σύναξη ψυχών, — νεκρών ψυχών,
Να βάλεις μια κραυγή, τρόμου κραυγή, να σηκωθούν:

—Σύγνεφα μαζεύονται στον ουρανό,
Σύγνεφα αλλόκοτα, τρομαχτικά,
Γεμάτα οργή —έρχεται η βροχή
Μια κίτρινη βροχή από φωτιά και θειάφι—

Όσοι κοιμούνται κοιμούνται.

Την ψυχή μονάχα κοίταζε και σώζε,
Την σεαυτού ψυχήν, τ’ άλλα μην τα κοιτάς,
Είναι όλα να καούν, τίποτα να μη μείνει.

(Στάχτη σύναζες,
Στάχτη σώριαζες,
Στάχτη στη στάχτη.)

Μην αργείς, μπροστά σου μόνο βλέπε,
όλο μπροστά
Κατά κει, που δείχνουν τα μηνύματα,
και δρόμο,
Μη σταθείς πουθενά, μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω.

Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σημάδια
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:39:32
(https://www.metmuseum.org/toah/images/hb/hb_25.31.2.jpg)

Edward Hopper, Night Shadows (1921)
Πηγή: https://www.metmuseum.org/toah/works-of-art/25.31.2/


Γιώργος Θέμελης, Σημάδια

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα

Ψάχνω να βρω σημάδια

Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά

Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Απογύμνωση
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:41:34
Γιώργος Θέμελης, Απογύμνωση

Κανείς δεν το περίμενε
Το κρύο και τη βροχή

Η νύχτα κάνει πιο βαθιές τις χαραμάδες
Μαζεύεται κόσμος και γελά χαζεύοντας απ’ όλες τις μεριές
Ζώα φυλακισμένα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι που ξεφωνίζει

Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο παράθυρο

Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
Ένα σκέτο πανί
Το σκέπασμα της νύχτας

Περνάει ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη μεριά
Πέρ’ απ’ τη θάλασσα την πόρτα τ’ ουρανού

Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ένδυμα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:44:31
Γιώργος Θέμελης, Ένδυμα

Αφήσαμε ανοιχτή την πόρτα στη νύχτα
Ψυχή μέσα σ’ αυτή την πολιτεία
Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους
Σκυλιά και σπίτια μες στους δρόμους

Κάνει πολύ κρύο σ’ αυτό το απόμακρο άστρο
Ο κόσμος είναι σκοτάδι
Ένα παλιό τραπέζι
Ανάμεσα σε τέσσερους τοίχους

Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους

Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση
Τα μάτια μου χτυπήθηκαν από πετάγματα
Γίνομαι αγνός
Ένα κομμάτι απλή πέτρα

Αγαπώ την πιο κλειστή γωνία
Ανάμεσα σκεπάσματα από παράθυρα και στέγες
Στον τοίχο επάνω καρφωμένα τα ίχνη μου

Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση

Το συρτάρι τρίζει
Μια θλιμμένη εικόνα περιφέρεται στο δάπεδο
Ήταν μια φορά ένα άγαλμα
Που χαμογελούσε

Πώς έτσι αγάπησα τη σκοτεινιά και ντύθηκα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Φθορά
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:47:07
Γιώργος Θέμελης, Φθορά

Έγνοια βαθιά που σωπαίνει το σώμα

Ρούχο τριμμένο στη σκόνη του δρόμου
Ξεφτίδια που κρέμασε η φθορά
Κοφτερό μαχαίρι δίχως αίμα
Και δίχως οδυρμό

Άδειος ο κόρφος
Φωνές πνιχτές μέσα στο δέρμα

Τι έγιναν τα κορμιά
Ψυχές που έβγαλαν διπλά φτερά
Αδέρφια καρπούς θρεμμένα όνειρα

Τρυφερές ανοίξεις που ξεδιπλώθηκαν μέσα στα μάτια

Πρόσωπα σπίτια που κατοικήσαμε
Χέρια μέσα στα χέρια αιμάτινη αγκαλιά
Καρδιά φορτωμένη αγάπη και θάνατο

Ανοίξαμε τα λουλούδια μέσα στα μάτια μας
Γεμίσαμε τη μοναξιά της νύχτας
Πλουτίσαμε την ερημιά του ανέμου
Ονόματα τραγούδια και δάκρυα

Κόσμος της γης
Απέραντο πρόσωπο

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Γυάλινο μάτι
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:49:59
Γιώργος Θέμελης, Γυάλινο μάτι

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
(Είναι κάτι ντροπές που δε λέγονται
Κάτι αμαρτίες που φοβάσαι τον ίσκιο σου)

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο
Σηκώνονταν τη νύχτα και φώναζε:
«Πάμε να πέσουμε στο ποτάμι…»
Έβλεπε ουρανούς λευκούς αγγέλους

Είναι ένα γυάλινο μάτι που με βλέπει στον ύπνο του

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
Στητά κοτρόνια μέσα σε χορτάρι
Έρμο δυσώνυμο φτωχικό κοιμητήρι
Αναπαύονται όσοι περπάτησαν πεθαμένοι

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άνοιξη
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:54:07
https://www.youtube.com/watch?v=PeotJ8S8XDI

Antonio Vivaldi: Concerto No. 1 in E major, Op. 8, RV 269, La primavera (Spring), mov. 1 Allegro
(violinist: Anne-Sophie Mutter, conductor: Hebert von Karajan, orchestra: Berliner Philharmoniker)


Γιώργος Θέμελης, Άνοιξη

Ένα κομμάτι ουρανός ένα πουλί στο παράθυρο

Σε γνωρίζω τρυφερό χαμόγελο του Θεού μου
Εξαίσιο μήνυμα από φως καινούρια μέρα

Πότε ήταν πότε είναι δεν ξέρω να πω
Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
Σα να ’χε ξεχαστεί και θυμήθηκε ξάφνου
Πανώρια φτερουγίσματα στις κορυφές
Δίψασε ίσως απ’ την πορεία της συγκατάβασης

Τα πουλιά έχουν ξεχάσει το νερό της νύχτας

Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε πάνω τον ήλιο
Της παρουσίας το βλέμμα χαράχτηκε στο σκληρό μάτι

Κάτι σαν κρίνος σε καρδιά χειμώνα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ελεγεία σ' ένα νήπιο που πέθανε από πείνα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 13:57:18
Γιώργος Θέμελης, Ελεγεία σ’ ένα νήπιο που πέθανε από πείνα

Ισχνό λιωμένο σώμα
Σαν ένα γυμνό πεθαμένο πουλί

Από ποιο χέρι ποιο ουρανό

Παραπάτησε ίσως κι έπεσε
Από νύχτα σε νύχτα
Μέσα σ’ ένα παράξενο βαθύ όνειρο
Που η καρδιά των παιδιών παγώνει
Τα χαμόγελα ραγίζουν επάνω στα δόντια
Κι οι μητέρες δεν έχουνε μαστούς

Φτερά ελαφρά
Πέρα από κάθε σιωπή
Ανάμεσα στ’ άστρα που ψάλλουν

Τίποτα δε σάλεψε
Τίποτα
Τα δέντρα εξακολουθούν
Να σηκώνουν τη μοναξιά
Τα σκυλιά να ουρλιάζουν

Φυλάξου
Μη σταθείς πουθενά
Γλήγορα
Σκεπάστε τις εικόνες των καθρεπτών
Φάσμα λιπόσαρκο μέσα στη νύχτα
Φτερού αποτύπωμα στα ξύλα μιας κούνιας
Διψάει μια στάλα δροσιά ψάχνοντας μέσα σ’ όλα τα μάτια
Περιεργάζεται ένα γυμνό κρανίο
Ένα στεγνό πεθαμένο πρόσωπο
Μας βλέπει
Μέσα στον άλλο ύπνο
Σκοτεινιασμένα πρόσωπα αλλόκοτα θλιμμένα ζώα
Απελπισμένα φτεροκοπήματα
Επάνω στους τοίχους

***

Ενθάδε κείται
Σκιά πουλιού

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Φάντασμα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:00:04
Γιώργος Θέμελης, Φάντασμα

Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός

Κόπηκε η καρδιά

Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά

Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου

Δε θα λαλήσει πια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι

Κόπηκε η καρδιά

Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα

Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται

Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα

Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος

Δεν μπορώ να κοιμηθώ

Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα

Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η σελήνη των πεθαμένων
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:12:29
Γιώργος Θέμελης, Η σελήνη των πεθαμένων

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει
Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι από του φεγγαριού την άλλην όψη
Άγγελοι μαύροι κατεβαίνουν
Χτυπώντας αναμμένες φτερούγες
Τριπλές ματωμένες άγκυρες

Και τώρα πια ποιος να μιλήσει

Στα βαθιά σκαλοπάτια με τους καπνούς
Η πλατιά φουσκωμένη θάλασσα
Δε δέχεται ούτ’ ένα ψόφιο γατί
Ούτ’ ένα καράβι από χαρτί
Χωνεύοντας θειάφι και πτώματα

Δώδεκα χτύπησαν οι δείχτες

Όλες οι πλάκες κουφαθήκαν
Κι όλες οι φλόγες αναμμένες
Κίτρινες φλόγες μες στον κάμπο
Φέγγοντας τ’ άθαφτα κορμιά
Μην τα πατήσει ο καβαλάρης

Ποιος να μιλήσει ποιος ν’ ακούσει

Μην αγγίζετε τις κρυφές πληγές
Θα γελάσουν οι λιμναίοι καθρέπτες
Προβάλλοντας σκοτεινά κέρατα
Κόκαλο και ντροπή τ’ ουρανού

Βαθύ το ράγισμα του κόσμου

Τα ζώα χάθηκαν πίσω απ’ τα βουνά
Γκρεμίστηκαν μες στα φαράγγια
Μονάχα η σελήνη των πεθαμένων
Με τα παράξενα μάτια που τρυπούν
Κατεβαίνει σαν ένα αρπαχτικό πουλί
Σα μια τρελή γυναίκα σκύβοντας
Επάνω στα μέτωπα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, I
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:18:29
https://www.youtube.com/watch?v=CnF-L9V2Ao0

Δημήτρης Παπαδημητρίου & Κώστας Φασουλάς, Κεραυνός κι αστραπή
(τραγούδι: Παντελής Θαλασσινός / δίσκος: Έτσι ξαφνικά (2005))


Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

I


Αφήστε με να κείτομαι
Ανέκφραστα μάτια τυραννία από βαθιά σημάδια
Πιο επίμονα απ’ το κολλημένο δέρμα
Από περιττές μεταμέλειες που μπερδεύουν το αίμα

Αγωνίζομαι να βρω τα δικά μου δάκρυα
Να εγκατασταθώ στην καρδιά μου

Πώς να το πω δεν ξέρω
Καμιά γλώσσα δε μιλιέται
Σιωπή από βυθισμένα άστρα
Ερημιά ουρανού μέσα σε κάθε φωνή

Έχω μια κρυφή ελπίδα
Να συναντήσω κάπου τη θάλασσα

Τα πουλιά ταξιδεύουν επάνω στα όνειρά τους

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, II
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:23:15
https://www.youtube.com/watch?v=8Lcbh2YTQ9k

Ευανθία Ρεμπούτσικα & Ελένη Ζιώγα, Ο χορός των άστρων
(τραγούδι: Έλλη Πασπαλά / δίσκος: Ο χορός των άστρων (2007))


Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

II


Σε μια στροφή ουρανού
Στον ψίθυρο που χορέψαμε
Γέμισε το σώμα μύρια κλειστά βλέφαρα
Εικόνες που έγιναν άστρα

Σε κάθε γωνιά της ύπαρξής μου κι ένας χτύπος
Περπατεί ένας άγγελος
Ένας μεγάλος ίσκιος
Μέσα στα μάτια μου

Είναι κάτι φτερά που βυθίζονται

Πούθε αρχίζει ο κόσμος
Η δική μου γύμνια

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, III
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:26:03
https://www.youtube.com/watch?v=JothUCFANPI

Μάνος Χατζιδάκις, Ερημιά (σουίτα μπαλέτου, 1957)

Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

III


Ένα βήμα κι ένα παράθυρο
Θάρρος
Και καθαρή καρδιά
Κι όπου μας βγάλει ο άνεμος
Η τελευταία περιπέτεια

Μπροστά μας η θάλασσα
Η σιωπή
Με τ’ απλωτά καρδιοχτύπια και τους θανάτους
Ανοιχτή ανέπαφη μέρα

Ένα ταξίδι κι έναν ουρανό
Στον τρίτο
Στον τέταρτο
Στον πέμπτο
Θα κοιταχθούμε στον ίδιο καθρέφτη
Ανάμεσα στους πιο γυμνούς αγγέλους

Σαν τα κουτιά π’ ανοίγουν
Και γίνονται περιστέρια
Και δάκρυα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, IV
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:29:33
https://www.youtube.com/watch?v=-YxOlRKSdZg

Σταμάτης Κραουνάκης, Δυο χαμόγελα (δίσκος: Πόσο σ’ αγαπώ (2007))

Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

IV


Οι μνήμες άνοιξαν τα μάτια τους σαν πεταλούδες
Τα φτερά μας σχηματίστηκαν επάνω στον άνεμο

Μια ματιά καρφωμένη
Ανάμεσα σε δυο χαμόγελα
Καθαρό λουσμένο δάκρυ

Μαθαίνουμε να ζούμε
Μαθαίνουμε να πεθαίνουμε
Παλιά ξεχασμένα πορτρέτα
Μέσα σε μια θύμηση

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, V
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:46:45
https://www.youtube.com/watch?v=i27SE5-ILH4

Μάνος Χατζιδάκις & Άρης Δαβαράκης, Νυχτερινά αγάλματα
(τραγούδι: Νένα Βενετσάνου, Βασίλης Λέκκας, Ηλίας Λιούγκος, Έλλη Πασπαλά / δίσκος: Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς (1983))


Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

V


Όταν αισθάνομαι πως είμαι μόνος
Κινδυνεύω μέσα σ’ ένα λυγμό

Υπάρχω για να κοιτάζομαι
Μ’ ένα βλέμμα κλειστό
Ανέκφραστου κοριτσιού

Πόσο σμιχτά υπάρχουμε
Ακριβή μοναξιά μου
Ανάμεσα στα γυμνά μπράτσα

Σ’ έχω κρυφό καρδιοχτύπι
Όπως η ψυχή το σώμα
Όπως η θάλασσα το φεγγάρι

Ποιο είναι το δέντρο
Ποιος ο άνεμος

Να μην πάψω ποτέ να είμαι
Κι όμως δεν είμαι παρά ένας άλλος
Που σκύβει μέσα στα μάτια μου
Μ’ ένα βλέμμα που τρυπάει

Ποιος είναι

Με παραμονεύουν
Διπλές ματιές
Φορεμένα χέρια
Σε κάθε κατώφλι

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, VI
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:51:27
https://www.youtube.com/watch?v=RjQ2sHeldjo

Γιώργος Θέμελης & Σταύρος Κουγιουμτζής, Χασάπικο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Ηλιοσκόπιο (1973))


Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

VI


Εξακολουθεί ο θόρυβος και ο ήλιος
Τα πουλιά μονάχα γλίτωσαν
Ανοίγοντας τρύπες στον ουρανό
Προφτάνοντας την καλή γαλάζια ελπίδα

Ουρλιάζει το λυσσασμένο σκυλί
Τους ίσκιους που απόμειναν
Επάνω στα εγκαταλελειμμένα βήματα

Μια φορά ήταν εδώ κάτι αγάλματα
Που ονειρεύονταν αγγέλους

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη, VIII
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 14:57:27
https://www.youtube.com/watch?v=FZrKYHGEv5M

Κωστής Παλαμάς & Μελίνα Τανάγρη, Έν άνθος
(τραγούδι: Μελίνα Τανάγρη / δίσκος: Δεν ξέρω παρά να τραγουδώ (δεκαεννέα συνθέτες μελοποιούν Κωστή Παλαμά (2004))


Γιώργος Θέμελης, Κυμοθόη

VIII


Όταν κλειδώνεται το στόμα
Η φωνή κινδυνεύει χωρίς άγγελο

Ένα φτερό παίζει στον ήλιο με το κενό
Πώς ν’ αντικρίσει κανείς τη θάλασσα

Κάθομαι κι αφουγκράζομαι τη βοή

Γεμίζουν οι έρημοι δρόμοι
Άνθρωποι επάνω σε φτερωτά άλογα
Καλπάζοντας τον ετοιμασμένο θάνατο

Τα φτερά μπερδεύονται στα πόδια
Όμως πρέπει ν’ αγρυπνώ

Θα ’ρθει η ευτυχισμένη έκπληξη
Ένα πουλί
Μια σταγόνα

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Title: Γιώργος Θέμελης, Απουσία πικρότερη
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:10:33
https://www.youtube.com/watch?v=9Jgda7s6x2M

Μάνος Χατζιδάκις, Η μπαλάντα του Ούρι (ορχηστρικό) (δίσκος: Αθανασία (1976))

Γιώργος Θέμελης, Απουσία πικρότερη

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Μελωδικός ήταν ήχος με της Μορφής συνόμοιος.
Σολωμός

Απουσία πικρότερη από νύχτα

Η πτήση σου αντιλάλησε μέσα σ’ όλες τις φλέβες
Σιγά-σιγά σαν ένα θαλάσσιο πουλί

Το φως επάνω μια πελώρια σιωπή
Μια παγερή μετέωρη λύπη

Ακολουθώ τα δάση που σιωπούν
Τα λουλούδια που συνοδεύουν τους πεθαμένους

Ο ουρανός με κοιτάζει με περιέργεια
Με μάτια μικρού παιδιού που φοβάται τα ζώα

***

Ουρανέ γεμάτε βροχή κι αγαθότητα
Που υφαίνεις την ημέρα και ξηλώνεις τη νύχτα

Ρίξε μου ένα κόκκινο χαλάζι
Ένα λευκό αστέρινο δάκρυ
Από την άσπιλη ευφορία της αστραπής

Να περπατήσω κάτω απ’ την άκρα του επιείκεια

Νάβρω τα ίχνη των φτερών που φώτισαν τον άνεμο
Τους ορίζοντες που έκλεισαν λυπημένοι

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Απ' τον καιρό
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:25:53
https://www.youtube.com/watch?v=Di06ZrhjpIc

Νότης Μαυρουδής & Γιάννης Κακουλίδης, Άκρη δεν έχει ο ουρανός
(τραγούδι: Γιώργος Ζωγράφος / δίσκος 45 στροφών (1964))


Γιώργος Θέμελης, Απ’ τον καιρό

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Απ’ τον καιρό που έπεσαν τα λουλούδια
Μέσα στη νύχτα
Η φωνή μου έχει κλείσει

Στην καρδιά μου κείτεται
Ένα μεγάλο πουλί

Η φωνή μου έχει κλείσει

Ποιος τραγουδάει
Ποιος ανοίγει το στόμα
Κάτ’ απ’ τη γέφυρα

Ο ουρανός με λησμόνησε

Απ’ τον καιρό που έπεσαν τα λουλούδια
Μέσα στη νύχτα

Θέλω να ιδώ τον ήλιο
Όταν ανοίγει
Τα μάτια του

Κοίταξέ με
Σαν ένα καθρέπτη

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αμίλητα πεθαίνουν
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:33:59
https://www.youtube.com/watch?v=Fxqh8EgJDzU

Σταύρος Ξαρχάκος & Κώστας Κινδύνης, Γυρνάν αμίλητα παιδιά
(τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης / δίσκος: Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972))


Γιώργος Θέμελης, Αμίλητα πεθαίνουν

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια

Όπως τα καρπερά καλοκαίρια επάνω στα δέντρα
Τα χέρια που αφήνονται χωρίς να ραγίσουν

Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια
Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

Ύπνος βαραίνει τα δάση σκοτεινή βροχή
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια που κλείστηκαν στην ερημιά τους
Κι αν δακρύζει για μας –ποιος ξέρει– κάποιος άγγελος
Κι αν μας θυμάται κάποιος ουρανός
Είναι για τα λουλούδια που πεθαίνουν έτσι απλά
Για τα φτωχά λουλούδια που έχασαν τη μιλιά τους

Όμως η καρδιά τους ανοίγεται σαν ένα μυστικό
Η σιωπή τους βυθίζεται μέσα στη νύχτα μας

Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:39:06
https://www.youtube.com/watch?v=a9OPJbe515Q

Αρλέτα, Το καλοκαίρι (δίσκος: Ένα καπέλο με τραγούδια (1981))

Γιώργος Θέμελης, Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
Ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο
Κάνοντας πιο όμορφα πιο θαυμαστά τα μάτια
Καθώς ελπίζουν να σε ιδούν κρεμώντας μια λευκή αντηλιά

Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που πέφτει
Στους κάμπους στεφανωμένους με πορφυρήν αιωνιότητα

Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει
Και με σηκώνει με κρεμνάει ψηλά
Στην άνοιξη του κόρφου του

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Έκρυψες
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:44:49
https://www.youtube.com/watch?v=grCHv9hA12U

Μάνος Χατζιδάκις & Γιάγκος Αραβαντινός: Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς
(τραγούδι του 1943 με ερμηνευτή τον συνθέτη)


Γιώργος Θέμελης, Έκρυψες

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Έκρυψες χαμηλώνοντας τα μάτια
Την απέραντη
Άνοιξη

Κλείστηκες
Σα μια βαριά σφιγμένη
Πόρτα

Θα γυμνωθούν τα δέντρα και θα πεθάνουν
Γέρνοντας επάνω στη λευκή σιωπή τους
Ο άνεμος θ’ αφήσει τα κόκαλά του στις πεδιάδες
Κι οι άγγελοι θ’ αναριγήσουν στους ουρανούς
Χωρίς ούτ’ ένα κάρβουνο αναμμένο

Δίχως το βλέμμα μου
Πού θα χαράξεις το σχήμα σου
Σε ποια καρδιά θα ξαποστάσει η ομορφιά σου
Για να υπάρξεις

Η φτερούγα σου είμαι
Κι είσαι
Η ασήκωτη
Πτήση μου

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Περπατώ μέσα στους κάμπους
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:50:28
https://www.youtube.com/watch?v=WVGONu06LTk

Η ώρα του αποχαιρετισμού (http://thepoetsiloved.wordpress.com/2010/03/17/kostas-papadopoulos-i-wra-tou-apoxairetismou-pasxalies-mesa-apo-ti-nekri-gi-%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B7-%CF%8E/) (διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού της Δωδεκανήσου «Πέρα στους πέρα κάμπους»)
[διασκευή & διεύθυνση ορχήστρας: Μάνος Χατζιδάκις / έργο: Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη (1962)]


Γιώργος Θέμελης, Περπατώ μέσα στους κάμπους

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Περπατώ μέσα στους κάμπους από ένα χαμόγελο
Τα βήματά μου σχηματίζονται
Σε μιαν άνοιξη

Ποιος ξεδιπλώνει τη γαλάζια απλωσιά της ημέρας
Το βαθύ μεσημέρι που φτεροκοπάει ο ουρανός
Ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα
Την αιωνιότητα που χαϊδεύει τους βράχους

Ένα πρόσωπο ένα φεγγάρι μέσα στο βλέμμα μου
Ένα φεγγάρι που έγειρε μες σε κατάλευκο πρωινό
Δεν είμαι μονάχος τα βήματά μου δεν αντηχούν

Αγαπώ τον ποταμό που αφήνεται στη βοή της καρδιάς του
Όπως ένας καβαλάρης όπως ο άνεμος που στρώνει την πεδιάδα
Που ξαφνιάζει τ’ ακρογιάλια ραγίζοντας τη μοναξιά των καθρεφτών σαν ένα πουλί

Κι αυτό το φτερό που ζυγιάζεται σαν ένας λυγμός μες στο διάστημα
Κι αυτό το δέντρο που σηκώνεται σαν ένα γυμνό γυναικείο σώμα
Αδέρφια είμαστε λυμένα ταξίδια μέσα στην ίδια ματιά
Άστρα σα βρέφη μέσα στην ίδια τρυφερότητα μιας πρωίας

Ποιος ξεδιπλώνει τη γαλάζια απλωσιά της ημέρας
Δεν είμαι μονάχος τα βήματά μου δεν αντηχούν

Περπατώ μέσα στους κάμπους από ένα χαμόγελο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ας αφήσουμε τις μνήμες
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:53:59
Γιώργος Θέμελης, Ας αφήσουμε τις μνήμες

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Ας αφήσουμε τις μνήμες
Τα πεινασμένα περιστέρια
Που παιδεύουν το σώμα

Ώρα
Που αγρυπνώ
Ώρα
Δεν μπορώ
Να εκφραστώ
Σκοτεινιά π’ αγαπώ
Και
Κατάγομαι

Ακούω τον ήχο που τρυπάει τον άνεμο
Το κρυφό καρδιοχτύπι
Ένα δάκρυ που ράγισε
Το κλάμα ενός παιδιού
Που ξεσχίζει
Τη νύχτα

Στερνή βυθισμένη ανταύγεια
Ματώνοντας τα πονεμένα νερά
Λαβωμένη ελπίδα

Σε συνθλίβουν τα ψυχρά διαστήματα
Αφήνοντας
Την ηχώ τους

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Να σε κρατήσω παντοτινά
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 15:57:26
https://www.youtube.com/watch?v=nKC0vfhARi8

Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Αερικό
[τραγούδι: Γιώργος Ρωμανός / δίσκος: Μυθολογία (1966))


Γιώργος Θέμελης, Να σε κρατήσω παντοτινά

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Να σε κρατήσω παντοτινά σαν ένα κλειστό κοχύλι
Ομορφιά που ανάβεις τη φλόγα σου
Επάνω σ’ ένα πέταλο
Μέσα σ’ ένα πρόσωπο

Απλώνεις το χέρι σου
Και γράφεις τ’ όνομά σου
Στα φύλλα του χαμόγελου

Από ποια θλίψη κατεβαίνουν τα δάκρυά σου
Μέσα στα μάτια που σκοτείνιασαν να κοιτάζουν τον ίσκιο σου
Μέσα στον τρόμο των πουλιών που δοκιμάζουν τον άνεμό σου

Τα μάτια μας κουράστηκαν να σηκώνουν τον ύπνο

Να ξυπνήσουμε
Να σταθούμε μπροστά σου σαν τα λουλούδια

Ανάμεσα στ’ αγάλματα όπου αναπαύεται η ματιά σου

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Στους ίσκιους των ασωμάτων
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:01:10
https://www.youtube.com/watch?v=8_oZXnKVY24

Psalm 8 (by the Richard Smallwood Singers / album: Psalms (1984))

Γιώργος Θέμελης, Στους ίσκιους των ασωμάτων

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

«Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους.»
Ψαλμ. Η’


Ουσία από διάσταση και τρόμο
Απλότητα πουλιού κι έκπληξη κρίνου

Διάφανη νύχτα χωρίς σκοτάδι

Καθρέφτισμα στεγνό καθαρό
Από κάθε στιλπνό μελάνι
Κι από θαλασσινή ηλικία
Που πληθαίνει τη θέα

Παιδιά μεγάλα που έχασαν τη μορφή τους

Δεν έχουν χέρια ν’ ανάψουν φωτιά
Δεν μπορούνε να κλάψουν
Να πεθάνουν μέσα σ’ ένα λυγμό

Μας ξαφνιάζουν με τις πελώριες φτερούγες τους
Μας βασανίζουν με τους εφιάλτες των ονείρων τους

Αγναντεύουν την όχθη
Της γυμνής καρδιάς μας
Μες απ’ την πάχνη του ύπνου
Αγγίζουν το σώμα μας
Στη νυχτερινή επιείκεια
Και θυμούνται τη μετουσίωση
Σ’ αιφνίδιες αστραπές

Το αίμα που έπεσε σε νιφάδες

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Απλωμένη κηλίδα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:05:20
https://www.youtube.com/watch?v=TVRrYzksN1U

Μάνος Χατζιδάκις & Άρης Δαβαράκης, Ένα αερόστατο με αίμα
(τραγούδι: Ηλίας Λιούγκος / έργο: Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς (1983))


Γιώργος Θέμελης, Απλωμένη κηλίδα

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο

Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα

Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες

Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα

Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Χωρίς χέρια
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:08:10
Γιώργος Θέμελης, Χωρίς χέρια

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Νύχτα θολή κουφώνοντας τη σκιά μας
Φθορά της πέτρας μοναξιά του ατέλειωτου πάγου

Έμεινε πίσω η ανοιχτή καρδιά που αγκάλιαζε τον άνεμο
Που κινούσε τα σώματα σαν ένα δάσος
Τα μαραμένα σύμβολα από κάποια λουλούδια
Λείψανα των χεριών στα χιονισμένα κοιμητήρια

Έμεινε πίσω μελανή δροσιά στη σάρκα της χλόης
Στην άσπιλη παρθενικότητα της ημέρας

Ο άνεμος δε θρηνεί πια δεν μπορεί να μιλήσει
Έχει χλωμιάσει ως την κοκάλινη κοίτη, την κόμη του ύψους,
Στόμα κατάπληχτο σαν πληγωμένο αηδόνι
Φωνή ματωμένη ως τις στεφανωμένες σιωπές

Τα ζώα θα γδυθούν το παλιό πεθαμένο ντύμα
Τα πουλιά θ’ ανοίξουν τις παγωμένες πτυχές τους
Για να φωτίσουν την άφθαρτη παρουσία

Παιδιά και λουλούδια θα ’χουν την ίδια βροχή
Τις άλλες στάλες τα ίδια αστέρια μέσα στα μάτια
Δείχνοντας το χρώμα της αγνότητας τον ουρανό της αγάπης

Ένας άνθρωπος χίλια σώματα ένα σώμα χίλιες ψυχές

***

Όμως εμάς ποια σάλπιγγα θα μας καλέσει
Με τι χέρι και πρόσωπο να σηκωθούμε
Κάτω απ’ τα δέντρα που μυρίζουν πληγές και σκοτάδι
Και σάπιο νερό

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Χαμένο αίμα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:10:25
Γιώργος Θέμελης, Χαμένο αίμα

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Πρωία λευκή από κάθε στίγμα
Αδερφή της αστραπής και της άνοιξης

Θα σηκωθούμε μέσα σ’ όλα τα βλέμματα
Ανοίγοντας την πυκνή παγερότητα
Ξεσκεπάζοντας τ’ ακρωτηριασμένα μέλη

Ακέριο άγαλμα από ήλιο και πηλό
Στόμα και στήθος εικόνα τ’ ανθρώπου
Καρδιά που χτυπούσε ανάμεσα στα δέντρα
Όπως χτυπάει το νερό
Το αίμα του κόσμου

Πέτρα
Φωτιά
Πουλί

Φριχτή ωραιότητα που μας δόθηκε

***

Πώς να δεχτούμε το θάνατο
Χωρίς αίμα και σώμα

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κάτω απ' τον θόλο
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:15:21
Οδ. Ελύτης & Μ. Θεοδωράκης, Με το λύχνο του άστρου - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=jx0NzDJgSF0)

Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης, Με το λύχνο του άστρου
(τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου / έργο: Το άξιον εστί (1964))


Γιώργος Θέμελης, Κάτω απ’ τον θόλο

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Δεν ήτανε ζώα
Γιατί τα ζώα έχουν ψυχή
Γιατί τα ζώα έχουν αγάπη

Ανάγλυφα χαραγμένα
Με πυρωμένο σίδερο
Στην πλάκα της σάρκας

Κι όμως περπατούσανε σαν άνθρωποι
Καρφιά και σώματα κάτω απ’ τον θόλο
Κοιτάζοντας ίσια μπροστά τους
Ανάμεσα απ’ την πετρωμένη θλίψη τους

Είχαμε τα ίδια αστέρια
Την ίδια κρυμμένη συντριβή
Στο βάθος της σχισμένης σημαίας
Και μόνο που είχανε ξεχάσει
Και μόνο που δεν είχανε ψυχή

Την είχανε πνίξει στο αίμα
Την είχανε καρφώσει σ’ ένα ξύλο
Για να κρεμάσει τα φτερά της
Πάνω απ’ τη στέγνα της καρδιάς

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Προσευχή
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:17:31
Γιώργος Θέμελης, Προσευχή

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Πέρασαν απ’ την άγια κρύπτη
Τη μυστική ατέλειωτη κυοφορία
Της πέτρας και του γαλάζιου
Και δεν ένιωσαν το ρίγος
Την τρυφερή παλλόμενη χορδή

Δεν ένιωσαν τη φρίκη
Απ’ τα σιωπηλά μουσκεμένα σπήλαια
Όπου κοιμάται ο θάνατος
Σαν ένα χαμένο κοχύλι

Κανένα ζώο στο γυμνό τους τοπίο
Κανένα υδρόχαρο φυτό

Με μια μεγάλη τρύπα μέσα στο βλέμμα
Είχαν ξεχάσει την ανάσταση
Των πουλιών και της σάρκας
Την αιώνια μεταμόρφωση των λουλουδιών
Τη φωτιά που θα γεννήσει τα δάση

***

Ας λυπηθούμε την πικρή τους άγνοια

Ας ευχηθούμε να βρουν την ανάπαυση
Να κοιμηθούν εν ειρήνη

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άστρο αμάραντο
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:19:42
Γιώργος Θέμελης, Άστρο αμάραντο

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Σε βλέπω στον ύπνο μου
Μέσα σ’ ένα μισάνοιχτο σκοτάδι
Σε βλέπω που μου φέγγεις
Μ’ ένα όραμα επίμονο

Μες στην κιτρινωπή του αναλαμπή
Στον πυρετό μιας παράξενης παραφοράς
Με φίλησες μ’ ένα κόκκινο βαθύ φιλί
Κάτω απ’ τα νυμφικά φλάμπουρα του θανάτου
Μου στόλισες το στήθος μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο

Εγώ είμαι – δε με θυμάσαι
Εγώ είμαι – μη με ξεχνάς
Δεν μπορείς να με ξεχάσεις
Ξεχνώντας το πρόσωπό σου
Είμαι η θλίψη του χεριού σου η πικρή σου σταγόνα
Το μελανό αμάραντο άστρο
Στο άσπρο σου μεταξωτό πουκάμισο

Θέλω να γίνω το ακριβό μυστικό σου
Θέλω να μπω μες στην καρδιά σου
Σαν ένα ζωντανό ψάρι

Λίγο νερό να λευκάνω το ρούχο σου
Να ξεπλύνω τα σκονισμένα πόδια σου
Αυλακωμένο φούσκωμα βαθιού πελάγου
Να πνίξω τη νύχτα που μας φοβίζει

Τους εφιάλτες που ταράζουν τα δάκρυά μας

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άγαλμα
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:23:43
https://www.youtube.com/watch?v=jg4pmRsxKU4

Σαπφώ & Μάνος Χατζιδάκις, Κέλομαί σε Γογγύλα
(τραγούδι: Φλέρυ Νταντωνάκη / έργο: Ο μεγάλος ερωτικός (1972))


Γιώργος Θέμελης, Άγαλμα

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

«άρσεν και θήλυ εποίησας αυτούς»
Γένεσις

Περαστικό πουλί αποδημητικό όπως τα χελιδόνια κι οι αύρες
Σταματώ κι αγναντεύω τα παιδικά κορμιά και τα ζώα
Την ξεχασμένη θάλασσα σε σύνορα από φλόγες,
Την ημέρα, το λίκνο του νερού, τον ήλιο που βασιλεύει,
Το βράδυ που ψυχομαχάει ο θάνατος κάτω από μουσκεμένα φώτα,
Τ’ άλογο της σελήνης που ξετυλίγεται στη γραμμή του βουνού
Ένα όνομα
Ένα κλαδί
Μια τρυφερή ανεμώνα

Ανεβαίνω την κλίμακα
Απ’ την ποδιά της χλόης ως τις απρόσιτες κορυφές
Απ’ το πεζούλι στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο στη μοναξιά
Εκεί που σβήνουν οι σκιές κι αρχίζει η παρουσία

Ομιλία από στόμα σε στόμα
Κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού
Κάτω απ’ τα μεγάλα μηνύματα που εξαγγέλλουν οι σιωπές
Ανάμεσα σ’ ένα χαμόγελο και μια αστραπή
Το θάνατο μιας πτυχής τη γέννηση ενός άστρου

Καρδιά του κρυμμένου καλοκαιριού
Κάτω απ’ τις νεκρές επιφάνειες
Καθαρή ευφορία από βρέφη κλειστά κι ανέκφραστες μητέρες
Που γεμίζουν τις πεδιάδες του τρόμου αντηχώντας το αίμα τους

Ένα βλέμμα χαράζει το ίχνος του
Άφθαρτο ρόδο στην απλωσιά του ματιού
Τα κρατημένα δάκρυα συντρίβουν τις φλέβες
Κάτω απ’ το μίσχο μιας μεγάλης μορφής που γεννιέται
Μες απ’ τα φύλλα του σκοταδιού ως το λυμένο χαμόγελο
Μορφή πολλαπλή, ένας ήλιος που μοιράζει το σώμα του
Στις πεινασμένες πλώρες και τα δέντρα
Στην άγραφη σελίδα του νέου χιονιού
Που σκεπάζει τους έρωτες και τους τάφους
Τις θήκες όπου αναπαύονται οι κοιμισμένες μητέρες

Πρόσωπο που απλώνεσαι, πρόσωπο,
Έκσταση της γης καθρέφτισμα ουρανού
Πέρα απ’ το σημείο το σχήμα και τ’ όνομα
Ευλογία της ύπαρξης που εγκυμονείς τα σπέρματα του γαλάζιου
Στη μυστική αναδίπλωση της νύχτας του εαυτού σου

Ψηλό σκαλοπάτι από πάγο και κίνδυνο
Αγγίζοντας την πέτρα ως την κρυμμένη φωτιά
Τον ύπνο του νερού στην ηχηρή του κοίτη
Αγγίζοντας την κλειστή καμπύλη του αόρατου ακρογιαλιού
Πρόσωπο π’ ανεβαίνεις πιο δυνατό απ’ τον άνεμο
Σώμα πιο πλαστικό κι απέραντο απ’ τη θάλασσα
Η ομορφιά που περπατεί επάνω στο χρόνο και στο θάνατο

***

Ο άντρας ακολουθεί τ’ ωρολόγιο των πουλιών
Τα πουλιά τις πυξίδες του ήλιου
Η γυναίκα απλώνεται μες στο κοχύλι του εαυτού της
Ανάβοντας ένα φως λιγνό από διάφανη γύμνια
Κοντά στη θάλασσα που λικνίζει τα ζωντανά όστρακα
Και τ’ άστρα που ονειρεύονται έναν ασάλευτο ήλιο
Μια πάμφωτη σπηλιά από τιτανικές μορφές πάγου
Γυναίκα του μελιχρού ύπνου μοναξιά από σάρκα
Ψυχή του βουνού πορφυρή ουσία της γης
Σελήνη ολόγεμη από έρωτα του γυμνού κόσμου
Μνηστή του θανάτου που συλλέγεις το αίμα του χρόνου
Επάνω σ’ ένα χαμόγελο μέσα σε μια σταγόνα
Χορδή τ’ ουρανού λαχτάρα του ύψους
Άγαλμα της ζεστής βροχής κοιλότητα της θάλασσας
Αρράγιστη καρδιά παιδιού ακρογιαλιά του ανέμου
Πολλαπλό τοπίο που βυθίζεται μέσα σ’ όλα τα δέντρα
Ύπαρξη φλέβα χαράς ανάμεσα στα λουλούδια
Ύπαρξη βλέφαρο ανοιχτό επάνω στα πράγματα

Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα

Επάνω απ’ τους Αγγέλους

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μορφή καθαρή
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 16:26:02
Γιώργος Θέμελης, Μορφή καθαρή

[Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Προτού φωνάξει η θάλασσα
Κατέβηκα με τη λάμψη που έκαψε τις φτερούγες

Ύψος και γληγοράδα
Ίσκιος από καθαρότητα χιονιού
Από κατατομές και ζώα που τρέχουν
Το αθάνατο νερό το μέταλλο της ηχηρότητας
Όταν ένα βλέμμα γίνεται άστρο
Μέσα σ’ ένα αδιάσπαστο χαμόγελο

Αγαπώ τ’ ακίνητα χέρια
Την στέγνα του καλοκαιριού
Την ουσία της απέραντης τέφρας
Ανοίγω τα σκοτεινά παράθυρα
Μέσα στην άλλη πρωία μιας αόρατης παρουσίας

Μην αγγίζετε το πρόσωπο
Τ’ όνειρο μιας κρυμμένης αυγής
Που σχηματίζει τα μάγουλά της
Μην πληγώνετε το σώμα
Το πιο ακριβό φορτίο της θάλασσας

Αφήστε το ν’ αντηχήσει
Μέσα στο θόρυβο των ωρών

***

Έρχεται η βασιλεία της μοναξιάς
Η απεραντοσύνη της γυμνής πεδιάδας
Του παγωμένου νερού

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ο βασιλιάς των ταξιδιών
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:07:02
https://www.youtube.com/watch?v=jeZRrVvEj6Q

Loreena McKennitt, Marco Polo (δίσκος: Τρίχορδο, ο ήχος της ψυχής μας (2001))

Γιώργος Θέμελης, Ο βασιλιάς των ταξιδιών

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Πρώτη ραψωδία

Ο βασιλιάς των ταξιδιών

Quantum mutatus…
Βιργίλιος

Όχι τη χιλιοτραγουδισμένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***

Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κειπάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Που να που πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***

Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κι η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***

Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαια άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τι να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κι ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κίρκη
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:11:59
Σωκράτης Μάλαμας - Κίρκη - Official Audio Release - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=FJco9VMDpbI)

Σωκράτης Μάλαμας, Κίρκη
(τραγούδι: Νίκος Παπάζογλου / δίσκος: Παραμύθια (1995))


Γιώργος Θέμελης, Κίρκη

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Τρίτη ραψωδία

Κίρκη


Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γινόταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κι έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αυγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***

Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***

Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***

Παιδιά σύντροφοι αδέλφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τι το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***

Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης, Νέκυια
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:14:23
Γιώργος Θέμελης, Νέκυια

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Τέταρτη ραψωδία

Νέκυια


(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτου κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η σκιά του απέθαντου
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:18:22
Γιώργος Θέμελης, Η σκιά του απέθαντου

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Πέμπτη ραψωδία

Η σκιά του απέθαντου


Ου γαρ πω ετέθαπτο υπό χθονός ευρυοδείης
Οδύσσεια Λ 52

Δεν έπραξα τίποτα για να μπορώ να κοιμηθώ στην ειρήνη των όσων πλαγιάζουν χορτάτοι
Πλάι στους δυνατούς νεκρούς που ησυχάζουν πάνω στις δάφνες τους
Επάνω σε χίλια καράβια σκαλωσιές και σπάθες που έγιναν όνειρα ύπνου σε βάθος
Ζωντανοί πιο ζωντανοί απ’ τους ζωντανούς μες στη ζεστή τους μνήμη
Γεμίζοντας τη μοναξιά των ανθρώπων με την ατέλειωτη παρουσία τους
Την ερημιά της γης
Τους χειμώνες τ’ ουρανού

Γυρίζουν τις νύχτες με τα φανταχτερά τους μονόξυλα στον ύπνο των παιδιών
Που τ’ αγαπούν και τα σεργιανίζουν σηκώνοντάς τα στην ψηλή αγκαλιά τους για να τα κάμουν αγάλματα
Για να φυτέψουν δέντρα μεγάλα κι ορμητικά ποτάμια
Και τα ποτίζουν κρασί και πικροδάφνη πικροδάφνη και κρασί που βγάζει ο ήλιος τους
Και καρπερό τραγούδι που καίει φωτιά κι ανάβει το αίμα
Και που το πίνουν μοναχά όσοι μπορούν και σηκώνουν τη βαριά χαρά
Όσοι μπορούν και βγάζουν μακριά μαλλιά και χέρια
Και μπορούν και κουβεντιάζουν καθαρά και τους αγαπάει ο θάνατος

***

Σέρνω την ύπαρξή μου από ύπνο σε ύπνο

Ένας ζωντανός που δε ζει
Ένας πεθαμένος που δεν πεθαίνει

Φτωχή ιστορία
Λευκή σελίδα χωρίς ούτε μια μουτζούρα
Χωρίς ούτε μια αμαρτία που να φάει το χαρτί
Χωρίς ούτε μια γενναία χειρονομία που να χαράξει έναν ίσκιο
Δίχως ούτε μια πέτρα ριγμένη στο κενό

Έπεσα στο κενό αγκάλιασα το κενό το γέμισα

***

Ανοίξετε τις μαύρες μοίρες σας
Με τους σταυρούς γυρισμένους κατά τις φτερούγες του Κύκνου

Μακριά και πέρα απ’ τα πικρά τενάγη που οι θεοί τα λεν Μιζέρια
Κι από τις άσπρες ξέρες του Κακού – Θανάτου

***

Σας περιμένουν οι γυναίκες σας
Και τα παιδιά σας είν’ ανυπόμονα σαν τα φεγγάρια
Που καρτερούν την άνοιξη να τα σηκώσει απάνω
Τα παιδιά τα παιδιά που κουβαλάτε μέσα σας
Μες στις φωτιές και μες στις πλάτες των ελπίδων που τραβούν μακριά σχοινιά
Για να δέσουν το παραμύθι του καιρού που θάρθει
Που θα κατέβει απ’ τα βουνά και θ’ ανεβεί απ’ τη θάλασσα
Κι απ’ τ’ ουρανού τους τέλειους γύρους

***

Να θυμάστε τους νεκρούς

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ο γυρισμός
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:21:02
Γιώργος Θέμελης, Ο γυρισμός

Σχέδιο για μια λυρική εποποιία

Πόντον επ’ ατρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84

Έκτη ραψωδία

Ο γυρισμός


Κάβοι και κόλποι
Της πρωινής χαράς που ακούω να με καλωσορίζουν και να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου
Που βλέπω τον εαυτό μου να σηκώνεται και να περπατεί
Μαζί με τα δέντρα, μαζί με τους γλάρους που φωνάζουν ψαρεύοντας με ανεμότρατα

Το πατρογονικό μου σπίτι είναι γυρτό και σκύβει τρίζοντας σαν ένας γέροντας
Φορτωμένος χρόνια, γεμάτος γενιές και πεθαμένους που κάθονται και πίνουν τα τσιμπούκια τους
Και σιγοκουβεντιάζουνε για τη ζωή που πάει και πάει και δεν τελειώνει

Μαζί γεννηθήκαμε μαζί μεγαλώναμε
Κάτω απ’ τους ίδιους αστερισμούς Ιχθύς και Παρθένο
Γράφοντας μες στη μεγάλη κάμαρα της φωτιάς μια γραφή και μια τοιχογραφία
Με ψηλά φορέματα, γαλήνια πρόσωπα πεζούς και καβαλάρηδες
Να πορεύονται
Και κάτι καράβια με πλώρες όρθιες κατά τα μάτια της αυγής
Και γυναίκες, κοπέλες με γοφούς σαν κύκνους και σαν κύματα
Όταν τα πλάθει ο άνεμος και τα κυλάει να παν να βρουν τους βράχους
Να σηκώνουν σταμνιά και να κεντούν τα χίλια ψάρια κοιτάζοντας μες στους βαθιούς καθρέφτες
Ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς μες σε μεγάλα τζάκια

***

Πρόσωπά μου αμέτρητα
Παιδιά και κορίτσια κορίτσια και παιδιά που δε σας ξέρω και που σας βλέπω
Να κατεβαίνετε τα σκαλοπάτια των σπιτιών που έρχονται
Καπνίζοντας από μακριά σαν τα μεγάλα καράβια που τ’ ανάβει ο ήλιος
Σαν τα πουλιά των νησιών που κατεβαίνουν το ρέμα του καιρού
Για να κουβαλήσουν τις ψυχές που χάσαμε
Τις φωνές που περιμένουμε

***

Μακριά
Εκεί που πέφτει η συγνεφιά της σκόνης
Ακούω τον καβαλάρη να καλπάζει
Τον άσπρο μανδύα που διαπληκτίζεται με τον άνεμο μέσα στη νύχτα

Προς τις ακραίες φωτιές

Από τη συλλογή Ο γυρισμός (1948)
Title: Γιώργος Θέμελης: Προοίμιο (από την «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες»)
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:29:02
https://www.youtube.com/watch?v=tiCNpSMRCzM

Ένας αϊτός (τσάμικος) (http://thepoetsiloved.wordpress.com/2012/02/14/enas-aitos-yiannis-markopoulos-rizes-christos-karakostas-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%8A%CF%84%CF%8C%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF/)
(τραγούδι: Χρήστος Καρακώστας / δίσκος: Γιάννης Μαρκόπουλος: ρίζες (1980))


Γιώργος Θέμελης, Προοίμιο (από την «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες»)

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό

Προοίμιο

Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν’ τ’ αηδόνια
Δημοτικό

Ας σταματήσει ο ήλιος

Ας γείρει πίσω μια στιγμή να ιδεί τ’ άλλο του πρόσωπο,
Τον άλλο ήλιο, που κυλάει στον κάτω κόσμο.

***

Δεν τραγουδώ τους γυρισμούς των καραβιών,
Τ’ αστέρια που κεντούν ηλιοτρόπια στη ζωή του καλοκαιριού.

Ούτε τα χελιδόνια που παν στον ουρανό,
Να πάρουν το αίμα μιας αυγής να βάψουν τα λουλούδια.

Ακούω τι λένε τα μεγάλα δέντρα,
Τι τραγουδούνε τα βουνά και γράφουν τ’ ακρογιάλια.

Κι η θάλασσα η πολύφωτη με τα λευκά μαντίλια.

Ακούνε κάτω τα όστρακα κι ανοίγουν τους φεγγίτες,
Ακούν τα ψάρια και θυμούνται τον άνεμο
Και θέλουν ν’ αλλάξουνε φτερά και να γίνουν κοπέλες.

Κι οι άνθρωποι που περπατούν στην γη παίρνουν βαθιάν ανάσα.

Νύχτα σελώνουν, νύχτα περνούν, και την αυγή σκορπάνε,
Νάβρουν τα πλουμιστά πουλιά και τις ψηλές γυναίκες,
Που φέγγουν στα προσκέφαλα τη νύχτα που κοιμούνται.

Φέγγουνε κι ονειρεύονται ένα μεγάλον έρωτα,
Ένα μεγάλο γιο.

Να ’χει έναν ήλιο στα μαλλιά, καθρέφτη ένα φεγγάρι
Και τον αϊτό στο πρόσωπο να του φυλάει τον ύπνο.

Από το ποίημα Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949)
Title: Γιώργος Θέμελης, Καραϊσκάκης
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:33:16
https://www.youtube.com/watch?v=mrgfprNyYCo

Διονύσης Σαββόπουλος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (δίσκος: Το περιβόλι του τρελού (1969))

Γιώργος Θέμελης, Καραϊσκάκης

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό

Καραϊσκάκης

Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.

Σολωμός

Θυμούνται τα ξαφνιασμένα αγριοπερίστερα
Τον άγνωστο άνεμο που σηκώθηκε στο κλειστό περιβόλι
Κι έκαμε κάτω τα νερά να σπάσουν τα βιολιά
Κι έκαμε πάνω τα σήμαντρα να σβήσουν τ’ όνομά τους.

Το αγγελικό σχήμα ξεκούμπωσε την πανοπλία,
Το αγγελικό σχήμα ταράχτηκε κι άλλαξε τάξη
Κι η μαύρη νύχτα σκέπασε το μυστικό της.

***

Ποιος είδεν ήλιο σκοτεινό,
Πλατόνι να ματώνεται μ’ εφτά κομμένα ράμφη.
Ποιος είδε ζωντανό νεκρό να βγαίνει στο σεργιάνι.

Δεν ήταν καράβι του βοριά να τρώει πικρό χαλάζι.
Είχε το φόβο του νερού, του σκοταδιού τον τρόμο,
Είχε στο αίμα του το αίμα των γιασεμιών που κόπηκαν
Και μιαν απόκρυφη πληγή στη ρίζα της αγάπης.
Τον πόνο και τον κίνδυνο σπαθιού ξεγυμνωμένου.

Είχε έναν ίσκιο πίσω του σωματοφύλακα,
Έναν μεγάλον ίσκιο, που έγερνε πάνω στις πλάτες του,
Να του κρεμνάει τ’ άρματα, να του φυλάει τη δόξα,
Να του σελώνει τ’ άλογο, να βγαίνει καβαλάρης.
Να τονε λένε Χάροντα, να τονε λένε Αϊγιώργη,
Να τονε βλέπει η Λεφτεριά να ρίχνει τα φτερά της.

Τις νύχτες τον παράστεκαν αλύπητα κεριά.
Τις νύχτες χαροπάλευε να σώσει την ψυχή του,
Να σώσει το νεκρό κορμί που πήγαινε να λιώσει,
Που πήγαινε να σκεπαστεί το ασήκωτο φτερό του.

Μα σαν τον πρόφταινε η αυγή
Και σήκωνε την καταχνιά, σβούσε τ’ αχνά φαντάσματα,
Και σαν κεντούσε τη σκληρή μαύρη φοράδα του,
Που μύριζε το χώμα κι έσκαφτε να βρει γκρεμούς και λάκκους,
Σήκωνε το κεφάλι του ψηλά ψηλά μέσα στον άνεμο
Κι αγνάντευε τον ουρανό, μιλούσε με τον πληγωμένο του Άγγελο.

Τα δέντρα απλώναν την κρυφή χαρά τους και τον σκέπαζαν,
Τον κάναν αγαπητικό, του ανθίζαν τα μαλλιά,
Τούβαζαν πράσινη στολή και λουλουδένιο στόμα
Και τα κοράκια φεύγαν, σέρναν μακριά τη σκοτεινή μαυρίλα τους.
Στους λόφους φύτρωναν σταυροί, στα μάρμαρα ανεμώνες,
Και τα ποτάμια τα στεγνά θυμόντανε τη μάνα τους.

Ένα πουλί, ωραίο πουλί, χαμήλωνε τον ουρανό
Κι άπλωνε χιόνια, ζύγιαζε βροχές στους ματωμένους βράχους
Και κιλαϊδούσε κι έλεγε για ήλιους και φεγγάρια.

Από το ποίημα Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ελεύθεροι πολιορκημένοι
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:40:06
https://www.youtube.com/watch?v=p73k7_Ceco8

Διονύσιος Σολωμός & Γιάννης Μαρκόπουλος, Άκρα του τάφου σιωπή
(τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης, Ηλίας Κλωναρίδης & Μικτή Χορωδία Πρεβέζης / δίσκος: Ελεύθεροι πολιορκημένοι (1977))


Γιώργος Θέμελης, Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό

Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Τριαντάφυλλα ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα
Σολωμός

Θυμούνται και γράφουν μια βροχή,
Μια σκοτεινή βροχή που έπλεξε το σώμα του φεγγαριού σαν το λευκό μοσχάρι
Και τα κωδωνοστάσια έτρεμαν, γέρναν οι εκκλησιές.

Οι άνθρωποι δεν έβρισκαν γη να πατήσουν κι οι πεθαμένοι να κοιμηθούν.
Κι άρπαζαν χώμα, μάζευαν άσπρα κουρέλια να σκεπάσουν τη σάρκα
Και μαύρα μαντίλια να φυλάξουν τα τελευταία μαλλιά τους
Κι η όψη τους μεγάλωνε, μεγάλωνε από ένα χαμόγελο.

Τα παιδιά δε μπορούσαν να σηκωθούν, γιατ’ έχαναν τα μικρά τους μαχαίρια.
Τα κορίτσια ακολουθούσαν τα διάφανα χέρια τους και γίνονταν άφαντα.
Κι οι μάνες κατέβαιναν στα υπόγεια να βρουν φωτιά να κάψουν τα κρεβάτια τους
Να μη σαπίσουν,
Να μη ταξιδέψουν με τα νεκρά καράβια και τις κάσες στα μαύρα ξένα
Και σύρουν τα σεντόνια τους βρόμικα ζώα και τα πατήσουν.

Άνοιγαν χίλια βλέφαρα να κλείσουν την αγάπη,
Να κρύψουν τη στερνή χαρά που χτύπαε τα φτερά της
Ρίχνοντας δάφνες στα μαλλιά, μαλάματα στους κόρφους.

«Σκόρπα τη στάχτη σου, φωτιά, και ρίξε τον ανθό σου,
Να βάλουν άσπρα οι λεμονιές κι οι κούνιες να γεννήσουν,
Να στολιστούν τα μνήματα ν’ ανοίξουν παραθύρια,
Νάβρουν τα δάκρυα κατοικιά, τα περιστέρια πόρτες,
Κι η μάνα η μάνα η Δέσποινα να γιάνει τον καημό της.»

***

Ξάφνου μες στα χαράματα κρέμασε ο ουρανός την πούλια.

***

Περίμεναν,
Περίμεναν τ’ άσπρο μαντίλι της αμφιλύκης
Οι γυάλινες καμπάνες της Κυριακής,
Και τα σκαμμένα μάτια που άπλωσαν ν’ αγκαλιάσουν
Την πιο μεγάλη αυγή.

Από το ποίημα Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αθανάσιος Διάκος
Post by: wings on 01 Jan, 2018, 22:43:35
Αθανάσιος Διάκος (Χώματα με Ιστορία) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=u4dOOjTIrm8)

Αθανάσιος Διάκος: από την εκπομπή της ΕΤ3 «Χώματα με ιστορία» (αφήγηση: Ηλίας Μαμαλάκης)

Γιώργος Θέμελης, Αθανάσιος Διάκος

Πρέπει η γη να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνει
Δημοτικό

Αθανάσιος Διάκος

Παντού πετούν κ’ είν’ άφθαρτα, Αγγέλοι, τα φτερά σας
Σολωμός

Κλαίνε το σχήμα του σταυρού.
Κλαίνε το πιο γενναίο σπαθί που κόπηκε στα εφτά,
Το ροσμαρίνι και το έλατο των κορυφών που πάει μαύρος καπνός,
Φλέβες, κοπέλες, που θα ’ρθουν ν’ αδειάσουνε τα δάκρυά τους.
Να μην το κρύψει η μάνα γη,
Πο’ ’χει τα δέντρα τ’ αλαφριά, τα ραγισμένα σπίτια,
Ψάρια που παίρνουνε φωνή, πέτρες πο’ ’χουν αγέρα,
Και τους αλαφροΐσκιωτους,
Τους πεθαμένους που μιλούν μες στα φαρδιά κιβούρια,
Πο’ ’χουν αηδόνια στα κλουβιά και μάτια κι αγναντεύουν.

Ποιος ξέρει πόσα χελιδόνια ξαπολύθηκαν κατά τις θάλασσες,
Να ρίξουν σπίθες στα νησιά και στα χαμένα πλοία.

Πόσα κρυφά καρδιοχτύπια έγιναν προσευχές και μίλησαν στους Αγγέλους,
Ν’ αφήσουν τον ύπνο τ’ ουρανού και να κατέβουν στη γη
Να ιδούν κάποια συγγενικά Τους πλάσματα πόσο φυλάνε το αίμα Τους,
Πόσο Τους έχουν ακριβούς, γραμμένους μες στη μοίρα τους.

Γίνονται φλόγες, γίνονται αναμμένες λαμπάδες και Τους φέγγουν.

***

«Απλός ήταν, — αποκρίθηκαν βαφτίζοντας τα φτερά Τους στην κάπνα, —
Όπως οι ξεκομμένες πέτρες που γεννάει η θάλασσα.
Είχε την καθαρή καρδιά των καινούριων νερών που δοκιμάζουν τη φωνή τους,
Τη ζώνη των κυπαρισσιών, που σκύβουν στους τάφους,
Την ευγένεια που σκαλίζει η υπομονή της βροχής πάνω στους κίονες,
Τα μάτια των μικρών παιδιών όταν φιλιούνται κάτ’ απ’ τα δέντρα,
Την ομορφιά των σαρκωμένων Ασωμάτων.»

***

Σήκωσε πάνω τον πάσσαλο στη ματωμένη φτερούγα
Και το μαχαίρι του γλίστρησε στην άκρη της καρδιάς.
Γύρισε κι είδε που άνθιζαν τριγύρω τα κλαδιά,
Τα χέρια που έγερναν νεκρά σα μαραμένα φύλλα,
Και δεν ακούστηκε μιλιά, δε σείστηκε κλωνάρι.

Χαιρέτησε τον Χάρο κι αγνάντεψε τ’ άσπρα λουλούδια
Και τον καπνό που ανέβαινε να τόνε πάρει.

Τα μακρινά κοντάρια λύγισαν, που σώριαζαν τους ίσκιους των,
Τα γιαταγάνια ράγισαν, πούταν ζεστά κι αχνίζαν,
Τ’ άτια χλιμίντρισαν πικρά και τα βουνά βουρκώσαν
Κι οι παιδεμένοι σταυροί χαμήλωσαν τα φωτοστέφανά τους,
Σαν είδαν τους κορυδαλλούς π’ αγγίζανε τη γη
Και σκάλιζαν, μάδαγαν τα φτερά, ν’ ακούσουν κάτου τ’ αδέρφια,
Που πετρωμένα κείτονται, στοιχειώνουν τα γιοφύρια.
Σαν είδαν τον ήλιο που γύριζε το πρόσωπό του,
Τη θάλασσα να δέρνεται με τρία κούφια λιθάρια,
Και τα χλωμά τριαντάφυλλα να στάζουν μαύρο αίμα.

***

«Ας σημάνουν οι καμπάνες.
Ας σηκωθούν τ’ αγάλματα και τα ποτάμια ας σταματήσουν.
Ανεβείτε περιστέρια
Κράξτε τα χελιδόνια από τις άνοιξες και τους αϊτούς απ’ τις γαλάζιες χώρες,
Όλα τ’ αδέρφια, τα παιδιά της ανεμικής γενιάς,
Κι ελάτε να σηκώσουμε τον νεκρό,
Ελάτε να τον κηδέψουμε σκορπίζοντας τη στάχτη που άφησε,
Να πληθύνει το φως και ν’ αλαφρύνει ο άνεμος…»

***

Στα τρία σκαλιά, στους τρεις ουρανούς, άναψαν όλα τα φώτα,
Άνοιξαν και φυλλομετρούν τους γύρους του αιώνιου Ρόδου.

Από το ποίημα Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αναπνέω και κοιτάζω
Post by: wings on 30 Mar, 2018, 23:49:13
https://www.youtube.com/watch?v=o0YTVePzpIM

Κώστας Καρυωτάκης & Μίκης Θεοδωράκης, Για τη ζωή σου μου ’λεγες
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Καρυωτάκης (1984))


Γιώργος Θέμελης, Αναπνέω και κοιτάζω

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Αναπνέω και κοιτάζω τους δρόμους
Τ’ ουρανού και τ’ ανέμου
Κοιτάω τα παράθυρα τα βαθουλωμένα πρόσωπα
Το φως που χτυπάει τα ερημικά μου χέρια

Ακούω τους χτύπους του σφυριού της καρδιάς μου

Πότε θ’ ανάψουνε τα βλέφαρά μου ανταύγειες
Σε δειλινή αποθέωση πότε θα στρώσει
Τα βήματά σου ο άνεμος με πρώιμη άνοιξη
Πλημμυρισμένη από χλωρή αγωνία

Έζησα καρτερώντας μέσα στο μαρτύριο
Σαν ανοιχτό παράθυρο σε βαθύ καλοκαίρι

Έζησα μέσα στην ηχώ από κάποια βήματα
Που περπατούν σε κάποιο παγερό ουρανό

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σε ποια θάλασσα
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 00:03:51
https://www.youtube.com/watch?v=86zl4oPzPpU

Ναζίμ Χικμέτ & Μάνος Λοΐζος, Η πιο όμορφη θάλασσα
(απόδοση στα Ελληνικά: Γιάννης Ρίτσος, τραγούδι: Μάνος Λοΐζος / δίσκος: Γράμματα στην αγαπημένη (1983))


Γιώργος Θέμελης, Σε ποια θάλασσα

[Ενότητα Στα ίχνη των πουλιών]

Σε ποια θάλασσα
Ποιος ουρανός
Σ’ έχει φιλήσει

Τα μαλλιά σου τρυπούν
Την καρδιά του ανέμου
Σαν τα δέντρα και σαν τα ταξίδια

Το χέρι σου χαμόγελο
Φωνή σαν του νερού
Σαν κοριτσιού κάτασπρη ντάλια

Όπου κι αν κοιτάξεις
Προβάλλει το πρόσωπό σου
Κατεβαίνει το βλέμμα σου
Από χίλια
Λουλούδια

Κοίταξε κάλλιο τον ίσκιο που πέφτει
Τον καβαλάρη της βροχής
Το χαμογέλιο του καλού
Θεού

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ελληνική γη
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 15:46:37
https://www.youtube.com/watch?v=wEEG6U08x-w

Σταύρος Ξαρχάκος & Νίκος Γκάτσος, Εμείς που μείναμε
(τραγούδι: Βίκη Μοσχολιού / δίσκος: Νυν και αεί (1974))


Γιώργος Θέμελης, Ελληνική γη

[Ενότητα Τρία ποιήματα (1947-1948)]

Ανασκαλεύω τη στάχτη των προγόνων

Ψάχνω να βρω την κρυφή γωνιά, τους μυστικούς διαδρόμους
Μέσα από σωριασμένες νύχτες κι αυγές με δέντρα που στέκουν
Σηκώνοντας το πένθος του καιρού, την ηλικία του ήλιου,
Φυλάγοντας παλαιές βροχές, γενεές αηδόνια στις κόγχες των φύλλων,
Ακίνητα, χωρίς να σαλεύουν στα κλώνια των κελαηδισμών,
Που έγιναν πέτρινος ήχος.

Στάχτη βαριά, χώμα ιερό, χώμα θρέμμα τ’ ουρανού,
Ζυμωμένο με πορφυρές ανοίξεις, με σεμνές πτυχές, ωραία μαλλιά και τρόπαια του θανάτου,
Σεντόνι της αξύπνητης φθοράς, της ομορφιάς πληγή, ρωγμή του νερού, δίψα του σύγνεφου,
Που το βαστούν στις φούχτες των οι ελεύθερες ψυχές να φυτέψουν τον ύπνο,
Που τα κρυμμένα κόκαλα των νεκρών ξυπνούν να θρέψουν τον τελευταίο καπνό τους,
Όταν φυσάει κακός βοριάς και ξεριζώνει τα σπίτια.

Ποια νύχτα μπορεί να σβήσει τα ονόματα στους λάκκους των θεών,
Να μαράνει τα λουλούδια των βράχων που τα ’χει ανοίξει ο θάνατος.

Αν βουλιάξουν οι τάφοι, θα μείνουν φωνές,
Ομιλίες ίσκιων, που βγαίνουν τις νύχτες να πατήσουν γη,
Να σηκώσουν μια γνώριμη πέτρα και να την έχουν απάνω τους
Να τους βαραίνει τη διάφανη μορφή να θυμούνται το σώμα,
Το αγαπημένο σώμα από λάσπη και άνεμο, θαλασσινό βυθό κι άγνωστη μέρα,
Και μ’ ένα καραβιού ελαφρό σκαρί μες στην καρδιά του.

Γη, που σε σκάβουν τα κοιμητήρια του καιρού και τ’ ανέμου,
Με το παντοτινό φθινόπωρο των ερειπίων, το κλίμα της αφθαρσίας.
Τα παιδιά, τα νέα παιδιά σου, είναι γεμάτα θάνατο,
Σκιά θανάτου, και μπορούν και παίρνουν τα ίχνη του δίχως να τρέμουν,
Με μιαν υπόκωφη βοή που πολλαπλασιάζει το βήμα τους σε άπειρες κρύπτες
Κι είν’ η καρδιά τους σαν ένα νησί από λωτούς και πικροδάφνες κι αλλοτινά πουλιά που ταξιδεύει
Και το χαμόγελό τους ένας παλιός σπασμένος καθρέφτης που θυμάται.

Αιώνια παιδιά, σώματα ελαφρά με τη φτενή τη σάρκα,
Και με τις διάφανες ψυχές π’ ανάβουν με το τίποτα.
Ποιο αδυσώπητο φτερό, ποιο μάτι σάς έχει χτυπήσει
Κι έχετε πίσω σας πλήθος σκιές, σπίτια μικρά, τάφους απλόχωρους,
Και γύρω γύρω θάλασσα και χρόνο, χρόνο και θάλασσα και μακρινό ουρανό.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ραψωδία στη θάλασσα του Αιγαίου
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 15:51:29
https://www.youtube.com/watch?v=PNgHVVAsaFM

Μες στου Αιγαίου τα νερά (παραδοσιακό Δωδεκανήσου με τη Μαρίζα Κωχ)

Γιώργος Θέμελης, Ραψωδία στη θάλασσα του Αιγαίου

[Ενότητα Τρία ποιήματα (1947-1948)]

Εδώ ξυπνάει κάθε πρωί
Ανάμεσα σ’ ελληνικά γλυπτά κι ιωνικά κοντύλια
Πάνω σε φαγωμένες απ’ το πάθος του γλαυκού πέτρες που βαθαίνουν τα έλκη τους

Ανεβαίνει και παίρνει βασιλικό και σπαρτολούλουδο
Χτυπώντας το πέταλο ψηλά ψηλά να φιλήσει τα στέφανα του νεκρού χιονιού
Και ξεπεζεύει, περπατάει γυμνόποδη σε μαρμαρένιες γούρνες
Σκαλίζοντας αχιβάδες και ρόδακες στις πλάκες των αετών,
Τυλίγοντας με άχνη κι αφράλατο τα παγωμένα περιστέρια.

***

Ασπίλωτη,
Γαλαζοαίματη,
Αγναντεμένη.

Πο’ ’χεις τα παραθύρια σου σχιστά πανιά,
Τα μάτια μου κλειστά λιμάνια γεμάτα νεκρούς κι άσπρα χαλίκια.
Που ηχείς και σαλεύεις με ηχώ χίλιων πουλιών στις κρύπτες του ύπνου μου
Σκεπάζοντας τους τοίχους μου με τα σεντόνια της κρυφής σου αυγής
Και τα θαμμένα ζώα μου που κρατούν τους κήπους μου σαν υπνωτισμένες γυναίκες.
Με τι όνομα να σε πω, με ποια αιχμή να σε πλήξω,
Να σου πληθαίνει τα μαλλιά, να σου κεντάει τη μνήμη…
Να σε φωνάξω χαραυγή, θα σβήσουν τα γαρούφαλα
Να σε χαράξω αγνή κι απείραχτη, θα τρυπηθούν οι κρίνοι
Να σ’ αγκαλιάσω μάνα μου, θα κλάψουν τα πουλιά.

Σε γράφω τοξεύτρια του ψηλού καπνού, χορδή των αηδονιών,
Μητέρα απάρθενη, απαλή, που σε ματώνουν χωρίς να σ’ αγγίζουν
Αετοί φεγγαριών, καβαλάρηδες, κι ακάθαρτοι ποταμοί,
Με λάσπη, με σχισμένα πανιά, με χωνεμένα κόκαλα.

Να ’μουν πουλί θαλασσινό κι ένα προς ένα
Τα σκαλοπάτια να μετρώ του διάφανου ύπνου σου,
Τα κλώνια της τριανταφυλλιάς μέσα στις στάχτες των βυθών
Εκεί που κείτονται οι νεκροί σου σε τάφους φεγγερούς
Σε κήπους βουλιαγμένων καραβιών που έχασαν την ψυχή τους,
Τον καπετάνιο των εφτά κλειδιών που φύλαγε τους ανέμους,
Τις διαμαντένιες πόρτες που άνοιγαν για τις μεγάλες θάλασσες,
Και πήγαν από μαραμένο πανί κι από πικρό κατράμι.

Εκεί πονείς.
Εκεί σβήνεις τα φώτα σου και γλείφεις την καρδιά σου.

***

Ανήσυχη καμπυλωτή, σπηλιά της βοής, στυφή από χρόνο και θάνατο,
Σήκω μες απ’ την κουφωτή κραυγή σου, πνίξε τον ήλιο και κύλησε την πολύφωτη ρόδα σου.
Γύρισε σα μάνα στη σχισμένη γη και σφράγισε το αίμα της.
Πλύνε τα ρούχα των παιδιών, τα πόδια των πουλιών
Με καταρράχτες από κύανο, με κουρνιαχτό από γιασεμί.
Κι ύστερα έμπα κι αρμάτωσε στην ερημιά της φλέβας μας τα εωθινά καράβια σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η κοιμωμένη
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 15:56:31
Γιώργος Θέμελης, Η κοιμωμένη

[Ενότητα Τρία ποιήματα (1947-1948)]

Εκεί μέσα εκατοικούσες…

Τις νύχτες μελετάει το σώμα της, στ’ άφεγγα πλέκει τα μαλλιά της.
Κι όταν σημάνει η αμφιλύκη των λουλουδιών,
Κινάει κι ανοίγει την κάμαρα με τους καθρέφτες
Και με τους κρυσταλλένιους πολυέλαιους που δεν ανθίζουν.

Στολίζουν τον ύπνο μεγάλων πουλιών,
Φυλάγουν άλιωτα παλικάρια που τα σκεπάζει μια πάχνη,
Σπαθιά που κείτονται γυμνά σα λυπημένα κορίτσια.

Εκεί λυγάει ο δείχτης της καρδιάς.
Εκεί γέρνει και πάει κατά την έλξη της στοργής
Χτυπώντας ηχηρά διαστήματα, αιμόφυρτα δειλινά,
Γεμίζοντας τους χάρτες των θαλασσών με ρόδινα σήματα,
Στιλπνά πρωινά, που κύλησαν στον ουρανό.

***

Στην απομέσα κάμαρη δεν έχει παραθύρι.
Κερί ν’ απλώσει το πουκάμισο, χρυσό γυαλί στην κλίνη.

Δεν τ’ άνοιξε ραγισματιά τοίχου παλιού,
Νεκρού παιδιού χαμόγελο, στιλπνό λεπίδι,
Το μυστικό τριαντάφυλλο που δε χλωμιάζει.

Φέγγει στο στήθος του ψηλού χιονιού που πολεμάει τον ήλιο,
Στους ραγισμένους κίονες, στην πλήξη τ’ ουρανού
Και στους σταυρούς των καταρτιών που ζώνονται την καταιγίδα.

Τ’ ανοίγει ο ύπνος ο βαθύς με τα χυτά σεντόνια.

Άστρο ριγμένο σαν ένα πετράδι κάτ’ απ’ τα φύλλα,
Φως από αίμα και θυμό, που κλείστηκε σ’ ένα λουλούδι,
Ανάβοντας ήλιους ακτινωτούς για να κεντάει τη νύχτα,
Για να πληγώνει θανάσιμα τ’ αραχνιασμένο φάντασμα,
Που δεν πονεί, δεν τρώει ψωμί από ψημένην άργιλο,
Δεν έχει αγάπη να μετράει τη θάλασσα.

Καρδιά τ’ ουρανού και πάθος του ήλιου,
Στολίδι της γης το πιο ακριβό που το καρφώνει στην καρδιά της
Μ’ εφτά βελόνες κι έξι καρφιά, με δεκατρείς θανάτους,
Να μην το βρίσκουν τα όρνια που χυμούν και σχίζουν τις σάρκες των μες στην ομίχλη.
Κλειστό ρουμάνι, πορφυρή σταλαματιά στα πετρωμένα χείλη,
Κόκκινη σταγόνα, οικόσημο λαβωμένου πουλιού.

Ποιος ξέρει πού άφησε τ’ άδειο του σχήμα,
Σε ποιας αγριοτριανταφυλλιάς τ’ αγκάθια χάρισε τα φτερά του,
Σε ποια σφαγή, λευκή σφαγή, άδειασε όλο το αίμα του
Κι έγινε χλωμή γυναίκα, κι έγινε μια φίλυπνη κοπέλα.
Με τα μαλλιά της απλωμένα στο χείλος μιας κραυγής,
Με το σπαθί της βυθισμένο ως την κοκάλινη λαβή στη φλέβα του μαρμάρου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ελεγείο μοναχικό του Ανδρέου Κάλβου
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 23:02:20
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (1)- http://www.projethomere.com - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=PrereDPHMoM)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (2)- http://www.projethomere.com - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=OQ3sOD9GqW0)

Ανδρέας Κάλβος
(εκπομπή «Εποχές και συγγραφείς» της ΕΡΤ)


Γιώργος Θέμελης, Ελεγείο μοναχικό του Ανδρέου Κάλβου

Λησμονημένος ταξιδευτής.

Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
Ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ’ άναψαν
Μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.

Πικρός κι αλύγιστος.

Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
Και δεν φορούσες παρά μονάχα μαύρα, το πένθος της μοναξιάς.

Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
Από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο
Και γύρευε να πλήξει με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.

Καστάλιε κύκνε.

Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
Ποια οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και το ’κανε να ηχεί,
Όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή.

(Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ’ εύστοχον χείρα.
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού.
Άσε ν’ αγγίξω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος
Κι ας μου καούν τα δάχτυλα κι η γλώσσα ας μου κοπεί.)

Δεν ήσουνα για να πατάς στη γη.
Να τριγυρνάς ήσουν μ’ αετούς και λέοντες στους κήπους των Πιερίδων
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
Και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβεις μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες
Και να ξυπνάει η Μούσα η Αρετή μες απ’ την κλίνη των ανέμων,
Αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνει απάνω
Μέσα εις το χάος αμέτρητο των ουρανίων ερήμων.

***

Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.

Μα πού να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
Που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο.

Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχει γκόλφι,
Ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι
Κάτω από τα ήσυχα, παγωμένα, πτερά της βαθιάς νύχτας,
Να μην ακούει τ’ αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
Τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (I)
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 23:26:05
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

I


Ίσως ν’ αποκοιμήθηκαν και δεν ακούγεται τίποτα
Στον ουρανό και στη γη. Ίσως να ’χουν πεθάνει
Έναν άφθαρτο θάνατο μαζί με τ’ αγάλματα,
Που κέρδισαν την εντέλεια και δεν ελπίζουν.

(Όμως τ’ αγάλματα μιλούν κι ας μην τ’ ακούει κανείς,
Προφέρουν ονόματα νεκρών, προσεύχονται για τους ανθρώπους.)

Ίσως ν’ αποκοιμήθηκαν οι Άγγελοι. Μα πιο πολύ
Έχουν σβήσει το βλέμμα μας σαν τα καράβια του άλλοτε,
Που άφησαν πίσω τα τελευταία κουρέλια τους
Στις ράχες των θαλασσών, ανεμίζοντας την ανάμνηση.

Το χιόνι είναι πιο καθαρό απορροφώντας τάφους και σχήματα,
Γράφοντας ίχνη και σταυρούς στην άγραφη όραση.
Το χιόνι είναι πιο διάφανο απ’ τη στεγνή τούτη λευκότητα
Από στιλπνό χαρτί σκεπάζοντας τις εικόνες.

Η απουσία είναι μια νύχτα χωρίς άνεμο...

Όμως το τίποτα μπορεί να ’ναι το σχήμα μιας υπόσχεσης
Σβήνοντας το χθες και το αύριο μέσα σε μια νηνεμία,
Όπως τα χιονισμένα κοιμητήρια όπου κοιμάται ο χρόνος
Αφήνοντας τα ίχνη των κοκάλων του στις πεδιάδες.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (II)
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 23:35:35
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

II


Πρέπει να δεχτούμε την απουσία, πρέπει να την αγαπήσουμε,
Όπως αγαπούμε το ανύπαρκτο σώμα του ίσκιου μας
Επάνω στη σκόνη που έστρωσε η βιαστική φυγή μας.

Ίσως να μην υπήρχε σκόνη, αν δεν υπήρχε φυγή,
Πόδια διπλά που εξαφανίζονται και ίχνη που τρέχουν.
Ίσως ο χρόνος να είναι ο κύκλος μιας περιπέτειας,
Που χάραξαν τα τρομαγμένα πουλιά πίσω απ’ τους Αγγέλους,
Για να διαιωνίζεται η αντήχηση στις διαστάσεις του σχετικού,
Ανάβοντας φώτα και πανιά πάνω στις άδειες θάλασσες,
Διαγράφοντας τη γεωγραφία της νοσταλγίας σε κόλπους μακρινούς.

Εδώ, μέσα στη σκόνη του ταξιδιού ακούγονται οι φωνές,
Οι ακατάπαυστες υψωμένες φωνές, που δεν έχουν πού να σταθούν
Μες στην αμφιβολία του σχετικού. Γι’ αυτό επιστρέφουν πάντα πίσω
Και θορυβούν από μακριά χωρίς να κουράζονται ποτέ
Με τη δοκιμασία της μνήμης και του κρύσταλλου που κινδυνεύει.
Εδώ, μέσα στη χιονισμένη έκταση κοιμάται η άλλη άνοιξη.

Υπάρχουν όλα, επειδή υπάρχεις εσύ, υπάρχουν οι Άγγελοι,
Υπάρχω κι εγώ για να πετροβολώ τ’ αβέβαια είδωλα και ν’ ανιχνεύω τη φυγή,
Να δοκιμάζω με κοφτερή ανυπομονησία του ύπνου την υπομονή.

Ίσως μπορέσω να υποδεχτώ τη σκόνη που έρχεται από παντού
Μες σε καπνούς και θόρυβο με συνοδεία μουσικής.

Ίσως μπορέσω να προσεύχομαι και να κοιτάζω τον ουρανό.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (III)
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 23:43:55
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

III


Έπρεπε να γυμνωθούμε πριν απ’ τη δοκιμασία της έσχατης ώρας.
Έπρεπε να μιλήσουμε προτού μας εύρει η νύχτα.

Μα αυτό το πριν, το πριν απ’ την ετοιμασία, δεν ετοιμάσθηκε ποτέ,
Όπως τοιμάζονται τ’ αμάξια των μεγάλων ωρών.
Δεν πρόφτασε την έξοδο της τελευταίας ελπίδας
Σαν άλογο ψηλό κομίζοντας την αγγελία μιας τελετής.
Ας το περίμεναν δρόμοι και δυνατότητες κήπων
Στο σταυροδρόμι του ενδεχόμενου.
Ωστόσο θα μπορούσε να επικρέμονταν μες στην πυκνή βροχή σε πτήση αβέβαιη
Απελπισμένου περιστεριού.

Τώρα έγινε αυτό που έγινε, το πιο παράξενο,
Το πιο συντριπτικό ρήγμα του χρόνου,
Που δεν μπορεί να ξεγίνει γυρίζοντας πίσω
Σαν ένα ποτάμι που στράφηκε προς την πηγή.

Ύστερα ήρθε το ύστερα σαν πτώση μιας πέτρας.

Θα καρτερέψω την επιστροφή στην ίδια διασταύρωση,
Έστω σαν ένα αμφίβολο φτερό επάνω απ’ τα νερά.
Μόνο και μόνο για ν’ αλλάξω την κατεύθυνση των ποταμών,
Την κοίτη του αναπότρεπτου, ματαιώνοντας το πριν και το ύστερα.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (IV)
Post by: wings on 31 Mar, 2018, 23:53:40
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

IV


Εμείς, που δεν μετρούσαμε αριθμούς στους ανθισμένους κήπους,
Γυρεύουμε τον ουρανό στον χάρτη της αγρύπνιας.

Αξεδιάλυτη γεωμετρία. Κατοικίες βυθισμένες στον άνεμο,
Δίχως τον ύπνο του ψαριού με μάτια σε θαλασσινούς καθρέφτες,
Όπως τα σπίτια των νεκρών που βλέπουν προς τη θάλασσα.

Η θάλασσα δεν είναι θάλασσα, η θάλασσα η απρόσιτη,
Μην ξεχωρίζοντας σκιά ουρανού ή μαύρο κατράμι.

Το φως δεν είναι το φως που πρωτοείδαμε στα πρόσωπά μας,
Το δέντρο δέντρο υπαρκτό, το χελιδόνι χελιδόνι.

Έχουμε χάσει τα ορόσημα τ’ ουρανού και του χρόνου στον δαίδαλο των δρόμων,
Του ορατού και τ’ αοράτου. Έχουμε χάσει
Την ακριβή ώρα και κανείς δεν ξέρει
Την ώρα που θα σημάνει η σάλπιγγα της τελευταίας αλλαγής
Ανάμεσα στ’ ανύποπτα τούτα σπίτια που γέρνουν να εξαφανιστούν
Με ύφος παντοτινής απουσίας, ψευτίζοντας το αόρατο.

Όμως τα σπίτια κάποτε υπήρχαν πραγματικά
Με τα μεγάλα τους ρολόγια στο ύψος των τοίχων σημαίνοντας τους γυρισμούς
Της βροχής και της γέννησης, του ήλιου και του φεγγαριού,
Κι οι πεθαμένοι ήταν ωραίοι, πιο ωραίοι από τους αετούς.

Δεν πρέπει να τραγουδούμε μέσα στη νύχτα, να μην ξυπνήσουμε τους κοιμισμένους,
Ούτε να χτυπούμε μάταιες πόρτες. Κανείς δεν αποκρίνεται.

Κανείς δεν ξέρει την ώρα που έρχεται ξάφνου η μουσική.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (V)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 00:01:02
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

V


Ποιος ξέρει να πει για τ’ αφημένα σπίτια στον άνεμο,
Τι έπεσε κι έσβησε τη φωνή τους που έφεγγε τις νύχτες
Διώχνοντας τα φαντάσματα. Ίσως το γλήγορο πέρασμα
Κάποιου αλόγου ξαφνιάζοντας τους διαδρόμους.
Ίσως μια πέτρα αιφνίδια, η πέτρα του αδυσώπητου.

Ήρθε από μακριά, πολύ μακριά, γράφοντας κύκλους;
Ήρθε από κοντά; Κανείς δεν ξέρει να πει από πού έπεσε
Μες στην τρομαχτική κραυγή των καθρεφτών
Χωρίς υποψία και στοχασμό συντρίβοντας τα τζάμια και τα είδωλα
Του πιθανού. Μπορεί να τη σπρώξαμ' εμείς χωρίς να το ξέρουμε
Με αδέξια κίνηση. Μπορεί να την έριξε ξάφνου ο άλλος,
Ο άγνωστος που μας ακολουθεί επάνω στα ίχνη,
Μετρώντας πίσω τα ίχνη μας, σβήνοντας τους χτύπους
Του ύπνου και του ρολογιού.

Αν η μουσική κατάγεται απ’ τα πουλιά,
Όταν κυλούν ανάμεσα στις πέτρες πλησιάζοντας το ανέκφραστο
Πριν ξεψυχήσουν, λίγο πριν ξεψυχήσουν, ας αρχίσουν τα όργανα.
Ίσως ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται και σηκωθούν
Μες στα μεσάνυχτα, αλλάζοντας τα μεσάνυχτα. Ίσως ξυπνήσουν,
Ανοίγοντας τον χρόνο σαν ένα βιβλίο κλειστό.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (VI)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 00:09:15
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

VI


Ας σταματήσουν οι λιτανείες των ωρών. Γυρίζει πίσω
Η φωνή της τελευταίας μου προσευχής ανάμεσα σε υλακές
Και χάλκινους ήχους. Έρχεται πίσω να με διαψεύσει σε ώρα σκληρή,
Να ματαιώσει την ετοιμασία μιας τελετής σβήνοντας όλα τα φώτα.

Ας κλείσουν οι νύχτες της υπομονής. Πρέπει να δοκιμάσουμε
Την αντοχή των καθρεφτών. Πρέπει να προσπεράσουμε
Τους δισταγμούς της αδυναμίας και της φθοράς ανοίγοντας μεγάλες ρωγμές
Χωρίς να φοβηθούμε τους ύποπτους διαδρόμους της μεταμέλειας.
Ας κινδυνέψουμε να μας αποκοιμίσουν οι νυχτοφύλακες
Και να μείνουμε εκεί, να γίνουμε τα πετρωμένα σώματα,
Που φράζουν τις πόρτες και τις κλίμακες του ανύπαρκτου.

Ίσως το ανύπαρκτο να είναι το πιο υπαρκτό στην ανθισμένη του πληρότητα.
Το άφθαρτο δέντρο της αρμονίας του τίποτα σαν ένα υπέρτερο τίποτα
Περιέχοντας το ναι και το όχι, το πριν και το ύστερα,
Κι ο χρόνος να είναι ο έρημος κήπος του ίσκιου του.

Ας μείνουμ’ εκεί. Ας αράξουμε μες σ’ ένα πάγιο φως
Μες στην απέραντη περιπέτεια της ακινησίας του αριθμού και του ήχου.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (VII)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 00:22:26
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

VII


Κάθομαι τώρα εδώ ανιχνεύοντας την κοιμισμένη στάχτη,
Το σχήμα της φωτιάς, που απογυμνώθηκε πριν υψωθεί,
Ρίχνοντας πίσω την τελευταία της ματαιότητα.

Συλλογίζομαι τ’ ανύποπτα πουλιά που δίνονται στη φυγή δίχως πουκάμισο.
Τα καράβια πο’ ’χουν το σχήμα ενός νεκρού αετού και κανείς
Δεν μπορεί να τ’ αγγίξει. Ούτε μπορεί κανείς να ιδεί
Τ’ αγάλματα που είναι αόρατα μένοντας ορατά,
Που στέκουν απρόσιτα, όπως τα κρύσταλλα, χωρίς να συντρίβονται,
Σαν τις μικρές αγάπες που δεν αντέχουν στον άνεμο.

Συλλογίζομαι τους πληγωμένους αετούς και τις μεγάλες αγάπες,
Που κατεβαίνουν, μαζεύοντας τα φτερά δίχως να αφήσουν
Το πέταγμα, χωρίς να ταπεινώσουν την περηφάνια, μέσα στον ύπνο.
Εκεί μονάχα μπορούν να χωρέσουν αδίσταχτα, εκεί
Μπορεί να τις δεχτεί κι η πιο μικρή καρδιά δίχως να σπάσει.

Δεν είμαστε πουλιά. Δεν έχουμε την καθαρή γραμμή τους,
Σαν κείνη του περιστεριού που ισορροπεί στον άνεμο.
Ούτε την όψη ενός καραβιού που αγγίζει τη θάλασσα
Γεμίζοντας το αχώρητο. Όμως μπορούμε ίσως να πλησιάσουμε
Ν' αγγίσουμε την άσπιλη γραμμή στο ύψος των αγαλμάτων,
Στην ένταση της άνοιξης του πιο σκληρού ορατού.

***

Ο καθένας έχει το άγαλμά του στον κήπο της παρουσίας,
Ανάλογα με το τετράγωνο της ευρυχωρίας του και της καρδιάς.
Το κάθε άγαλμα έχει τον καθρέφτη του μέσα στη νύχτα,
Στο τελευταίο σκαλί της ανάμνησης του καθενός.

Ο καθένας στηρίζει το άγαλμά του στη μέσα του άνοιξη.
Το κάθε άγαλμα γονιμοποιεί τη μέσα μητέρα του καθενός,
Όπως το χελιδόνι στηρίζει την άνοιξη κι η άνοιξη το χελιδόνι,
Όπως η βροχή σηκώνει το δέντρο και το δέντρο τη βροχή
Κι ο έρωτας είναι η βροχή και το δέντρο, το δέντρο κι η βροχή.
Η μέσα μητέρα του καθενός ερωτεύεται τη βροχή και την καλεί
Αγναντεύοντας το άγαλμά της από το φωτισμένο της παράθυρο.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (VIII)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 00:32:28
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

VIII


Κατέβηκα κάτω στους κήπους και είδα τα μοναχικά οστά.
Είπα: εμείς είμαστε, εμείς οι δυο, που αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά
Ανάμεσα σε τόσα σταυρωμένα χέρια, ασύντριφτα γόνατα.
Είπα: υπήρξαμε στο σύνορο της σβηστής φωτιάς, στην άκρη του κόσμου,
Σ’ αυτή την ακροθαλασσιά της πιο πυκνής προσδοκίας,
Στην αρχή αρχή, που δε γνωρίζει τέλος, μόνο κοιτάζει
Κατά την άλλη άκρη, κατά τη μεριά του φτερού και του κρίνου,
Περιμένοντας να διασχίσουμε την επικίνδυνη πλαγιά του ανέμου.

Όπως και να ’ναι από ίσκιους φτερών κατάγεται ο άνεμος
Κι η σκόνη απ’ τη γεωμετρία της περιπέτειας.

Η σκόνη σου έχει εμπιστοσύνη περιστεριού
Χτυπώντας το τζάμι της βροχής, αγγίζοντας το σήμαντρο
Των ημερών που γέμισαν χλωμή αμφιλύκη...

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (IX)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 00:43:47
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

IX


Η θάλασσά μου μάδησε όλα τα ρόδα που της χάριζες
Και το παράθυρό σου μένει χλωμό που υποδεχόταν τον ήλιο σου
Κι ανέβαινε κάθε πρωί μες στ’ απαλό απ’ τον ύπνο βλέμμα βεβαιώνοντας τον εαυτό του
Για να μπορεί να στέκει στον άνεμο.

Μονάχα εμείς δεν είχαμε βεβαιωθεί βεβαιώνοντας τα πράγματα,
Αν κι είχαμε κοιταχτεί χίλιες φορές, αν κι είχαμε κοιμηθεί
Νύχτες πολλές μαζί στο ίδιο σεντόνι κι είχαμε κρατηθεί απ’ το χέρι
Βαδίζοντας μαζί στο ίδιο χιόνι του ύπνου. Δεν είχαμε προσέξει
Την παρουσία μας πίσω απ’ το δέρμα που άγγιζε το δέρμα.

Ίσως να φταίει η στάχτη που έστεκε ανάμεσό μας. Ίσως να φταιν
Τα σπασμένα φτερά που σέρνονταν και μας πονούσαν
Και δε μας άφησαν να κοιτάξουμε πίσω και πλάι μας
Σαν τους τυφλούς που δεν μπορούν να ιδούν ποτέ το άλλο τους είδωλο
Ούτε να φανταστούν και να γνωρίσουν πίσω τον ίσκιο τους.

Ξεχαστήκαμε. Ξεχάσαμε τον αρχικό εαυτό μας σαν ένα παλιό νεκρό,
Που εξάντλησε τη δόξα της μνήμης τους και δε θυμάται.
Μάταια υπήρξε, μάταια κύλησε τ’ όνομά του, σα βιαστικό νερό
Κι η σκόνη του σβήνει ανώνυμα κάτω απ’ τα πόδια των αλόγων.

Όμως τώρα έρχεσαι από μακριά χωρίς σκιερό πουκάμισο,
Δίχως σκέπη από άστρα και κλώνια επάνω στο μέτωπο
Με μόνη την άσπρη διαφάνεια μιας έρημης άνοιξης.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (X)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 01:00:29
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

X


Η παρουσία σου μέσα μου ανεβαίνει. Τώρα
Σε ανακαλύπτω, άγνωστη θάλασσα, που δεν σε ήξερα,
Τώρα, που η χλωμή αμφιλύκη σε κάνει τόσο απλή κι ωραία
Μ’ όλες τις αργοπορεμένες φλόγες γύρω σου μιας ρόδινης κυοφορίας.

Σηκώνομαι μες απ’ την απουσία και σε κοιτάζω, χρώμα αληθινό,
Χρώμα ουσιαστικό, διαφορετικό από ένα χρώμα ονείρου που σβήνει αλλάζοντας
Όλες τις αποχρώσεις σε φαντασμαγορία πικρή κι ανύπαρκτη από ψευδή επιφάνεια.

Τώρα τα πράγματα κερδίζουν σε ύπαρξη πλησιάζοντας την ύπαρξη,
Αποκτούν διαφάνεια και ήθος μιας άψογης στίλβης,
Σάμπως ν’ αγγίζουν την ωριμότητα της ωραιότητας.

Αγναντεύω τα τζάμια πο’ ’χουν μια φυσιογνωμία από γερμένο ουρανό.
Κοιτάζω τους γύρους των αμαξιών να δοκιμάζουν μια τύχη ανάλαφρη,
Δοκιμασία παράτολμου φτερού πάνω στη σκόνη που χορεύει,
Χορεύει και αγάλλεται ανεβαίνοντας μέσα στο φως, σαν ένα κομμάτι
Στιλπνό γυαλί που πάει να κατοπτρίσει την αιωνιότητα παίζοντας με το τίποτα
Χωρίς να φοβάται την επικίνδυνη γοητεία του τεφρού, του πιο ανοιχτού τεφρού
Που κινδυνεύει ώρα την ώρα ν’ απορροφηθεί απ’ τον θόρυβο.

Καθαρή αμφιλύκη, σιωπηλή καμπάνα, που γέρνεις στον εαυτό σου,
Αναπαυμένη στον εαυτό σου επάνω απ’ όλα τα ενδεχόμενα,
Προτού γυρίσεις πίσω, προτού μοιράσεις τις φλέβες σου σε νιφάδες χιονιού και άσπρα γαρούφαλα,
Προτού χορέψεις επάνω από τις στέγες των νεκρών,
Εξαφάνισε όλους τους ίσκιους της νέας ημέρας και φύλαξε τη φτερούγα σου,
Για να μπορώ να στέκω ολόκληρος μες στη δικιά σου τη στιγμή.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (XI)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 01:14:04
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

XI


Τι ζητείτε ανάμεσα στις άσπρες τούτες πέτρες. Δεν είν’ εδώ κανείς.
Οι πεθαμένοι είναι πιο υπαρκτοί απ’ τους ζωντανούς και δε φαίνονται
Μέσα στην πλήρη τους παρουσία σαν άσπρη στολή από φως.

Πέρα απ’ την όχθη στην άλλη όχθη περιμένοντας
Θυμούνται που κάποτε αγάπησαν κι αγαπήθηκαν και κοιτάζονται
Πίσω απ’ τη σκέπη των καθρεφτών και φαίνονται είδωλα,
Ακούονται θόρυβοι και φωνές σα σμήνη αποδημητικών,
Που πάνε κι έρχονται από βοριά σε νότο κι από ύπνο σε θάνατο
Γεμίζοντας με μακρινή παρουσία τον χρόνο.

Πού είστε και δε φαίνεστε, χέρια του άλλοτε, χέρια της γυμνής περηφάνιας,
Πού κείτεστε σταυρωμένα, που δεν έχετε τίποτα και δεν περιμένετε τίποτα.
Μάτια, που μείνατε στεγνά και δεν μπορείτε να ιδείτε
Κάτω από τοίχους και σκιές και φύλλα που πέφτουν.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (XII)
Post by: wings on 01 Apr, 2018, 01:20:59
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

XII


Αν ο χρόνος είναι μια πέτρα στο νερό,
Μια μυστική καμπάνα κολπώνοντας τον άνεμο,
Τότε υπάρχεις, όπως υπήρξες,
Μέσα σ’ ένα ψηλό μεσημέρι,
Πέρα απ’ τη σταθερή γραμμή των ίδιων αριθμών,
Τις σφαίρες και τους κύκλους της αδράνειας.
Γιατί όλα τούτα έπεσαν πίσω απ’ τη φυγή
Κάτω απ’ τον ίσκιο του τίποτα που γέμισε τους δρόμους,
Μαζί με τα δέντρα της Νοτιάς, μαζί με τα χελιδόνια
Του Φθινοπώρου, συνθέτοντας την απουσία.

Γι’ αυτό αγαπώ τη νύχτα, που πέφτει πίσω από το φως
Χωρίς άνεμο, χωρίς ρωγμή, μ’ όλα τα φύλλα της κλειστά.
Τις μακριές σιωπές που πέφτουν πίσω απ’ τα πουλιά...

Τότε θα σηκωθούν οι νεκροί συντρίβοντας όλες τις ρόδες
Με τα μαλλιά τους γυρισμένα στην αρχή αρχή των φτερών.

Ως τότε οι άσπροι κήποι θα κλώθουν την τελευταία τους νύχτα.
Οι φύλακες του ύπνου θα μαυρολογούν κοιτάζοντας τον ουρανό,
Πότε θα σημάνουν οι καμπάνες, πότε θα χτυπήσουν
Τα τύμπανα της ελπίδας, ν’ αλλάξουν τη μακριά στολή,
Ν’ ανοίξουν την πόρτα της υποδοχής.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (XIII)
Post by: wings on 05 Apr, 2018, 19:35:19
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

XIII


Τα παράθυρα της καθημερινότητας κουράστηκαν
Να μοιράζονται το ψωμί και τη θλίψη μας σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Μονάχα τα παράθυρα της αγάπης αντέχουν στον άνεμο
Με την ανυπομονησία τους γεμάτην ήλιους και θάλασσα που δε βουίζει,
Γιατ’ έχει περάσει απ’ την ηχώ στην αφασία, από τη θύελλα
Στους κόλπους της νηνεμίας, κι έχει αποβάλει τη στολή
Μένοντας γυμνή κι αόρατη σαν τα θαλασσοπούλια του άλλοτε.
Όμως μιλεί την πιο δικιά της γλώσσα που δεν ακούγεται
Παρά μονάχα σε κάποιες σιωπές, σε κάποιες παύσεις με λευκά διαστήματα.

Μας συνοδεύουν τα παράθυρα της αγάπης γεμάτα αστερισμούς,
Ιχθύς, που σαλεύουν στο δέρμα τους χωρίς ν’ απλώνουν την κίνηση
Σαν ένα αυλάκι φευγάτου καραβιού στην πιο αβέβαιη επιφάνεια,
Χωρίς πτερύγια που ξεσηκώνουν τον άνεμο.

Όλα τούτα έγιναν διάφανα εμβλήματα πάνω στο στήθος τους,
Μυστικά σημεία μιας προσδοκίας που αναμένεται,
Για να γνωρίζονται, για να γνωρίζουν τον εαυτό τους, όταν σημάνουν τα σήμαντρα.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (XIV)
Post by: wings on 05 Apr, 2018, 19:47:48
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

XIV


Τα λουλούδια δεν έχουν ερωτηματικά. Δεν περιμένουν
Παρά την περιπέτεια να γίνουν τα ερωτικά βιβλία των πουλιών
Ή να πεθάνουν απλά κι αλύπητα κάτω απ’ το βλέμμα μιας κοπέλας.
Δεν έχουν την αμφιβολία του πιθανού, την πίκρα του αμετάκλητου.

Δεν έχουν μνήμη. Λησμόνησαν το αρχικό ξεκίνημα και τον καημό του γυρισμού
Και δίνονται απροφάσιστα σαν τα μικρά παιδιά στα χέρια της καλής ημέρας.
Η δόξα τους είναι ν’ αποκοιμηθούν στους κόρφους των νεκρών.

Δεν έχουν ερωτηματικά. Και δε ρωτούν τον άνεμο από πού έρχεται
Και πού πηγαίνει. Δε σκάβουν το χιόνι για να βρουν την άκρη της λευκότητας, δεν ερευνούν
Να μάθουν για την τύχη του ίσκιου των που χάνεται στους διαδρόμους του νερού.
Ούτε γιατί κυλούν τ’ αμάξια, γιατί χτυπούν τα ρολόγια πληγώνοντας την ανάμνηση,
Γιατί γεννιούνται και πεθαίνουν, πεθαίνουν και γεννιούνται οι άνθρωποι,
Γιατί δεν ακούν οι πεθαμένοι, γιατί δεν μιλούν, γιατί δεν έρχονται πίσω από την άλλην είσοδο,
Ούτε τι έγινε το κάποτε πριν από κάθε πριν και δεν υπάρχει πια, και δε γυρίζει πίσω,
Τι έγινε και δε γυρίζει ο ήλιος πίσω πια, γυρίζοντας τ’ άλογα, αλλάζοντας άλογα.

Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να πει για πού κατευθύνονται και παν τ’ αξόνια του παντοτινού...

Ίσως να κατευθύνονται προς το σημείο της αρχής αρχής να κλείσουν την περιφέρεια,
Για να τελειώσουν την περιπέτεια της μακριάς φυγής και ν’ αποκλείσουν
Έξω απ’ την περιοχή του τελειωμένου όλα τα ενδεχόμενα κι όλες τις μάταιες πτήσεις
Ρίχνοντας έξω τον εαυτό τους, ματαιώνοντας τον εαυτό τους,
Μη έχοντας έναρξη και τέρμα μες στην ακινησία της πλήρωσης,
Σφραγίζοντας την τέλεια κίνηση μέσα στην πλήρη ακινησία
Σαν άγαλμα, σαν πλοίο ανάγλυφο που ταξιδεύει, ταξιδεύει...

Τα λουλούδια θα ’χουν τελειωθεί επιστρέφοντας στην πλήρη τους πραγματικότητα
Κι η δόξα τους θα ’ναι να δίνονται απροφάσιστα στο τέλειο βλέμμα σου.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (XV)
Post by: wings on 05 Apr, 2018, 20:38:19
Γιώργος Θέμελης, Ακολουθία

XV


Θα ξανασυναντηθούμε. Πρέπει να ξανασυναντηθούμε.
Όχι στο γύρισμα ενός κύκλου κάτω από το ίδιο φως που κοίταζε,
Ούτε στην ίδια αυτή γωνία που γυάλιζαν τα μάτια της κι έπνιγε τη φωνή,
Παίρνοντας προστατευτικά το ύφος ενός τάφου.

Μπορεί, ποιος ξέρει; να ξανάρθουν όλα τούτα, να ξαναβρεθούν.
Γιατ’ είναι σημειωμένα εδώ στον χάρτη των μάταιων ταξιδιών,
Στο ίδιο μήκος και πλάτος μιας ατέλειωτης επιφάνειας.
Μπορεί το ίδιο τούτο παράθυρο να σκύψει επάνω στην ίδια θάλασσα
Κι οι ακατάπαυστοι ανεμοδείχτες να συμπέσουν στον ίδιο αμφίβολο καιρό,
Κάτω από τον ίδιο άνεμο, κάτω από την ίδια επίφαση των φαινομένων.
Όμως εμείς θα ’χουμε ταξιδέψει πραγματικά σ’ έναν καινούριον ουρανό,
Θα ’χουμε αράξει παντοτινά σ’ έναν άλλο καθρέφτη.

Τα πουλιά κοιτάζουν κατά τη δύση.
Τα πουλιά συνθέτουν την τελευταία τους προσευχή.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ο Αδάμ και η Εύα (Πρώτο διάστημα)
Post by: wings on 05 Apr, 2018, 22:21:51
Γιώργος Θέμελης: Ο Αδάμ και η Εύα

Ecloga
Σε δύο διαστήματα

Πρώτο διάστημα

Γενεαλογία της ανάμνησης


Αδάμ
Αρχή-αρχή στο σύνορο της ανάμνησης έρχεται η καμπάνα,
Έρχεται η ώρα, κόβοντας στα δυο το ναι και το όχι,
Το εδώ και το πέρα, σα μια κομμένη φτερούγα,
Ρίχνοντας πίσω τον ίσκιο του ανθρώπου Άγγελο κομματιασμένο.

Τάχα να ήταν κάποτε άφθαρτος πέρα απ’ το ναι και το όχι,
Να στέκονταν ή να πετούσε μες σ’ ένα άλλο φως;
Ποιος ξέρει. Μπορεί να ήταν έναν ουρανό πιο πάνω από τον Άγγελο,
Μπορεί να ήταν έναν χαμηλό ουρανό πιο κάτω από τον Άγγελο,
Μια επικίνδυνη έκπληξη του αόρατου απ’ τις βαθμίδες του ορατού.

Εύα
Θυμούμαι που κάποτε άγγιξα το χώμα και το ’πα μητέρα.

Αδάμ
Ύστερα στο ίδιο σύνορο έρχονται τα κόκαλα.
Ηχούν σαν ένας ήχος οξύς, ένας ραγισμένος αυλός,
Με κείνη την ανάλαφρη και ξηρή βαρύτητα που σε λυγάει.
Φεγγοβολούν μ’ ένα υπόλευκο κι αρχαίο ρίγος.

Εύα
Ίσως να είναι το αίμα της γης αυτό που ακούγεται στο βάθος του ύπνου.

Αδάμ
Ακούγονται θυρόφυλλα που διαιωνίζουν τον ήχο τους, ακούγονται βήματα,
Φυγή γυμνωμένων ποδιών πίσω από αναμμένες αιχμές,
Χαράζοντας την ηχώ τους μέσα μου, μέσα στους έρημους κήπους μου,
Εδώ που σκάβω κι αγρυπνώ με την ελπίδα μιας φλέβας θαμμένης.

Εύα
Έχω στο στόμα μου τη γεύση ενός στυφού καρπού.

Αδάμ
Έχω στον ύπνο μου την πίκρα ενός παλιού ουρανού.

Εύα
Ποιος ξέρει τι πέρασε στο σώμα μου και του ’σβησε ξάφνου το φως.

Αδάμ
Ίσως να σκότωσα τον πατέρα μου μ’ ένα κρυφό μαχαίρι
Και τώρα σκοτώνω και με σκοτώνουν μες σ’ ένα υπνοβατικό αδιέξοδο.

Εύα
Γι’ αυτό ματώνουμε τα λουλούδια και σφάζουμε τα ζώα.

Αδάμ
Γι’ αυτό θυσιάζουμε τον πατέρα και σταυρώνουμε τον γιο
Κι ο τωρινός ουρανός είν’ ένα πτώμα ανατομίας.

Εύα
Είμαι γυμνή και κρυώνω κάτω απ’ τον άδειον ουρανό. Σκύψε και κρύψε με.
Εσύ ’σαι ο ίσκιος μου της ερημιάς, ο καβαλάρης του χιονιού,
Που κατεβαίνει επάνω μου απ’ τη στεγνήν εσπέρα
Και με τυλίγει, σκοτεινή, στους κόρφους της μητέρας,
Για να ξεχάσω τους γυμνούς νεκρούς μου ανάμεσα στα γόνατα.

Αδάμ
Η καμπάνα σημαίνει τις νύχτιες ώρες της μες στα μαλλιά σου.

Εύα
Στρέφει τους δείκτες των ρολογιών επάνω στο στήθος σου.

Αδάμ
Κάποτε ήμουν μονάχος κι αχώρητος σαν τους Αγγέλους λίγο πιο κάτω.
Δε μ’ άγγιζε η πλήρης αταραξία κι η κυκλική ομορφιά.
Όμως η απλωσιά μου δεν έφτανε να σκεπάσει την περηφάνια μου
Κι άρχισα να φαντάζομαι του εαυτού μου την άνοιξη, τον άλλο μου αριθμό.

Ποιος ξέρει, αν δεν ήταν ο αριθμός η πρώτη πρώτη αρχή.

Εύα
Στη φαντασία μου είν’ ένα δέντρο με αναρίθμητα φύλλα.

Αδάμ
Το σχήμα σου ήταν το πρώτο δέντρο με τον κλειστό καρπό.

Εύα
Τ’ όνομά μου χτυπούσε και φώναζε μέσα σ’ ένα κοχύλι.

Αδάμ
Απ’ το κοχύλι σου κύλησε η φωνή μέσα σ’ όλα τα όργανα.
Ήταν η βοή των αριθμών που ξύπνησε το άνεμο
Χωρίζοντας τα πέταλα των λουλουδιών με αλγεβρικά σημεία,
Βάζοντας όρια στα πράγματα, μοιράζοντας ονόματα.
Τότες άρχισα να μιλώ προφέροντας τ’ όνομά σου.
Τα θρύψαλα του χιονιού σε ακολουθήσαν σωπαίνοντας
Κι όλα τα ζώα και τα πουλιά μιμήθηκαν το σχήμα σου.
Τα δέντρα δεν απαντούσαν, μορφώνονταν επάνω στα ίχνη σου,
Και τα ρυάκια κινήθηκαν συντρίβοντας ήλιους μικρούς κάτ’ απ’ το βλέμμα σου.

Εύα
Βρέθηκα δειλή και μονάχη στον ίσκιο ενός πουλιού
Κι άγγιξα ενός ήλιου τη γραμμή να γνωρίσω το σώμα μου.
Μα ο ήλιος μου είχε φύλλα πολλά, τριπλούς καθρέφτες,
Κι έβλεπα χίλια πρόσωπα, χίλια γυμνά χαμόγελα,
Χιλιάδες ίσκιους σου να προχωρούν μέσα σε τόσα μάτια.
Χάρηκα που ήμουνα τόση πολλή κάτω από τους ουρανούς.
Λύγισα που σε είχα όλον μεμιάς μέσα σε τόσα καρδιοχτύπια.

Αδάμ
Τότε ήταν που είχε τελειώσει ο κύκλος του ύπνου.

Εύα
Υπήρξα η απόκρυφη πληγή που έσκαψε τη μοναξιά.

Αδάμ
Η μια μου φτερούγα που κόπηκε πάνω στο στήθος σου.

Εύα
Ίσως να μη γεννιόταν ποτέ ο πόθος του αριθμού.

Αδάμ
Ποιος ξέρει. Ποιος μπορεί να πει τι άλλες πιθανότητες κυοφορούσε η νηνεμία.
Ίσως να υπήρχαν κι άλλοι διάδρομοι πίσω απ’ τον κήπο του ύπνου.
Μα ίσως να μην ακούγονταν ποτέ τέτοια αδυσώπητα βήματα.
Ίσως να μη βρισκόταν χιόνι τόσο βαθύ για να χαράξει τα ίχνη τους
Ούτε άνεμος τόσο ξηρός για ν’ αντηχεί την ηχώ τους.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ο Αδάμ και η Εύα (Δεύτερο διάστημα)
Post by: wings on 05 Apr, 2018, 22:55:53
Γιώργος Θέμελης: Ο Αδάμ και η Εύα

Ecloga
Σε δύο διαστήματα

Δεύτερο διάστημα

Προσωπείο και πρόσωπο


Εύα
Η μοίρα ήταν κάποτε ένα ποτάμι.
Έσερνε πληγωμένους αετούς, κοντάρια κι άλογα.

Αδάμ
Ένα καράβι μυθικό που πήγαινε κόντρα στον άνεμο.

Εύα
Τώρα είναι μια δεσμίδα χαρτιά που ξεφυλλίζει ο άνεμος.
Κανείς δεν ξέρει το χαρτί που του έρχεται σαν ένα πουλί,
Νεκρό πουλί, που πέφτει ξάφνου ανάμεσα στα πόδια σου
Χωρίς να το περιμένεις, χωρίς να μπορείς να του κάμεις τίποτα,
Παρά να το πάρεις στο χέρι σου και να το κλείσεις μέσα σ’ ένα κουτί,
Ή να σκάψεις ένα λάκκο στη ρίζα του δέντρου σου και να το θάψεις.

Αδάμ
Όμως η πτώση του είναι μια έκπληξη πικρή που σε συντρίβει.

Εύα
Έχεις κάπου μια παλιά μαχαιριά από χαμένον έρωτα
Κι ένα σημάδι στο βλέφαρο από σπασμένο τζάμι.
Ο δρόμος σου είναι κομμένος. Κόπηκε μια φορά και πάει στο αγύριστο.
Κείτεσαι τώρα εδώ κλειστός σ’ εφτά μπαστούνια μαρασμού
Και δεν μπορείς να πας μπροστά, ούτε πίσω, ούτε να σταθείς.
Θα μπορούσες να είχες πάρει τον άλλο δρόμο πέρα απ’ τους ίσκιους των κυπαρισσιών.

Αδάμ
Θα μπορούσα να είχα πάρει την ατραπό που βγάζει προς τη θάλασσα.

Εύα
Γιατί, γιατί σταύρωσες τα χέρια σου με πέντε λόγχες
Κι άφησες να πέσει από το βλέμμα σου το πιο γαλάζιο σου όνειρο,
Πίσω από έναν κομμένο καρπό, πίσω από ένα αμφίβολο χαμόγελο γεμάτο λάκκους;
Σου πέφτει ένας τροχός κι ένα στενό μονοπάτι.

Αυτό το σπίτι που κοιτάς είναι νεκρό. Το κατοικούν φαντάσματα.
Γυάλινες είναι οι κάμαρές τους, όπως οι γυάλες των ψαριών,
Κι έχουν κλουβιά με γύψινα καναρίνια στα ελατήρια των παραθυριών.
Δεν το ξέρουν που έχουν ξοφλήσει προτού γεννηθούν
Και βγαίνουν και πετροβολούν τη θάλασσα. Δεν βλέπουν ουρανό.
Έχουν αφήσει τα βλέμματά τους σε φύλλα ημερολογίων.
Αλίμονο στον ξένο και στον ζωντανό που θα χτυπήσει την πόρτα τους.

Αδάμ
Αυτός εδώ ο κήπος είναι ο ίσκιος του ίσκιου.
Μια ανάμνηση μόνο κρατεί το νήμα της νοσταλγίας,
Σαν όταν περπατείς κι ακούς κάτω απ’ τα πόδια σου τ’ άλλο σου φάντασμα.

Εύα
Αυτός ο βασιλιάς ήτανε κάποτε άντρας.
Αυτή η βασίλισσα ήτανε κάποτε γυναίκα.
Κι αυτός ο φάντης, παιδί που το περίμεναν τα χελιδόνια.
Τώρα, όπως κι αν τους γυρίσεις, επάνω ή κάτω, είναι το ίδιο,
Το ίδιο πρόσωπο επάνω και κάτω, το ίδιο χαμόγελο.
Το ίδιο πρόσωπο. Να είσαι τάχα εσύ αυτό το πρόσωπο;
Να είμ’ εγώ; Να είναι ο ίσκιος που σ’ ακολουθεί;
Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ή ποιος έρχεται πίσω του σαν ένας φονιάς.
Κανείς δεν ξέρει αν είναι ο φονιάς ή ο σκοτωμένος που ξάπλωσε στη διασταύρωση
Σα μια καμμένη φτερούγα που άφησε τη στάχτη της.
Το ίδιο πρόσωπο δείχνει πότε άντρα, πότε γυναίκα, και πότε τον ίσκιο τους.

Αδάμ
Κι εγώ γυρεύω καθαρό νερό να ιδώ τον άλλον ήλιο.

Εύα
Δεν υπάρχει εγώ και συ, γυναίκα κι άντρας, ούτε ίσκιος κανείς.
Υπάρχει το άγραφο τούτο χαρτί σφραγίζοντας το δέρμα της απουσίας.
Γιατί ο ο άνεμος απορρόφησε όλα τα φώτα στους διαδρόμους
Κι ο ερημίτης χάθηκε στο βάθος μιας λίμνης.

Αδάμ
Μάταια σκάβω ανοίγοντας λάκκους για νεκρά πουλιά
Και σπίτια για πρόσωπα που δεν υπάρχουν.

Εύα
Κι αυτή εδώ η φιγούρα του μαρτυρίου,
Αυτό το σχήμα της δοκιμασίας με τις εφτά πληγές σού μοιάζει πολύ,
Σα να ’σαι ο ίδιος, ο γιος σου, ή ο πατέρας σου.
Όμως δεν είσαι συ, όσο κι αν κρύβετε τον ίδιο καημό,
Όσο κι αν σέρνετε τον ίδιον ίσκιο στην άκρη της νύχτας.
Βρέθηκε εδώ στον κήπο της απουσίας σαν ένα ξενιτεμένο πουλί
Όπως κι εσύ, κι εγώ, μα δίχως κανένα μάταιο ρόδο στη φλέβα του ύπνου του.
Κι όμως φορτώθηκε τα ξύλα σου και σήκωσε τον άνεμό σου.

Αδάμ
Ακούω έναν ήχο από βαριά σφυριά μέσα στον ύπνο μου.

Εύα
Εσύ τον καρφώνεις, εσύ τον ποτίζεις γυαλιά φαρμάκι,
Για να πικραίνεις το αίμα σου που σε παιδεύει.

Ω τρυπημένο χέρι της λευκότητας που δείχνεις τον ουρανό
Και στρέφεις τους δείχτες των ρολογιών κατά τον ήλιο της παρουσίας,
Ακέρια φτερούγα που κόπηκες για να πονέσεις τη νύχτα.
Πότε θα κοιμηθείς συντρίβοντας το χιόνι και τον θόρυβο,
Για να ξυπνήσεις με τα σημάδια σου κλειστά σ’ έναν καινούριο ουρανό.
Σώμα της σταυρωμένης ομορφιάς που σήκωσες όλα τα ρόδα.

Φέρτε μου μύρα, φέρτε μου κομμένα γιασεμιά.

Αδάμ
Δεν υπάρχουν άνθρωποι. Ας έρθουν οι Άγγελοι,
Ας έρθουν τα χελιδόνια που γλίτωσαν στις κρύπτες του καπνού.

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950)
Title: Γιώργος Θέμελης, Εμφάνιση
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 16:38:13
Τάνια Τσανακλίδου - Ο ραγισμένος σου καθρέφτης - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=-EPfAv66zWQ)

Νότης Μαυρουδής & Τάσος Σαμαρτζής, Ο ραγισμένος σου καθρέφτης
Τραγούδι: Τάνια Τσανακλίδου / δίσκος: Νότη Μαυρουδή | Τοπίο μυστικό (1993))


Γιώργος Θέμελης, Εμφάνιση

[Ενότητα Κινήσεις]

Όταν γυρεύεις την όψη σου σε κάποια διαφάνεια,
Όταν στο διάβα μιας καμπής σε συναντά ένας ξένος,
Είναι ένα άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται.

Ανοίγοντας μια κάμαρη κλεισμένη από καιρό,
Με κάποια ανυπομονησία που τρέμει στο χέρι σου,
(Μέσα η καρδιά χτυπά γοργότερα για να προλάβει)
Με νευρικότητα, που σ’ έχει κάνει, αγγίζοντας
Τις μυστικές χορδές σου, όργανο μουσικής —
Ακούς, καθώς γυρίζεις το κλειδί, κάποιαν αντήχηση,
Σάμπως να ξεκλειδώνονται όλα μεμιάς τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σου.

Μπαίνοντας σε παίρνει η ανάσα μιας ερημίας.
Θόρυβοι από γυμνά πόδια, από χειρονομίες επάνω στα πράγματα.

Κάποιος πρέπει να ’ναι κει μέσα και σπεύδει να εξαφανιστεί,
(Τον πέτυχες ίσως σε ώρα ύπνου ή απογύμνωσης...)
Σαν από αίσθημα ενοχής πίσω από κάποια αμφίεση.

(Το ένδυμα είναι η επινόηση μιας αμαρτίας,
Όταν η ενοχή εξάνθισε στο πρόσωπο σαν ένα ερύθημα,
Για να κρυβόμαστε απ’ τα βλέμματα και να γινόμαστε άφαντοι,
Παίζοντας ένα παιχνίδι: παρουσίας – απουσίας.)

Περπατώντας σε δρόμο πολυσύχναστο μιας πολιτείας,
(Σε βραδινές ιδίως ώρες ημέρας φθινοπωρινής
Με μια απόχρωση αποκαλυπτική στον πράον ορίζοντα)
Κοιτάζοντας τα πρόσωπα που συμπιέζονται μέσα στο πλήθος,
Δεν πέφτουν στο βλέμμα σου παρά κομμάτια, σπασμένοι καθρεφτισμοί,
Σαν από κάποιο άλλο πρόσωπο πίσω από τα πρόσωπα.

Μπορείς να προλάβεις το αντιφέγγισμά του
Στο βλέμμα ενός παιδιού που σε κοιτάζει σωπαίνοντας,
Στο πέρασμα ενός κοριτσιού μέσα στο φως.
Στον γυρισμό του ξενιτεμένου που καρτερούσες.
Στην όψη ενός ανθρώπου που σε κοιτάζει
Ψάχνοντας μέσα στη μνήμη του για να σε βρει.
(Κάπου τον έχεις δει — κάπου συναντηθήκατε).

Από συνάντηση σε συνάντηση, από χειρονομία σε χειρονομία.

Κινεί τα χείλη των εραστών και τα κάνει να τρέμουν.
Είναι παρόν στις νύχτιες συναντήσεις των.
Προβάλλει στα πρόσωπά τους και τα κάνει να φέγγουν.

Σκύβει επάνω μας, μας προσπερνά, μπαίνει στον ύπνο
κάνοντας την ψυχή μας ν’ αναριγεί και να θυμάται,
Εισβολή εκπλήσσουσα ομορφιάς, ρωγμή από φως.

Κάποτε θα εμφανιστεί πρόσωπο με πρόσωπο,
Θα σκύψει επάνω στα πετρωμένα χείλη μας να μας φιλήσει.

(Να φυλάτε τους παλαιούς καθρέφτες που κράτησαν τη μορφή σας.

Να προσεύχεστε στα σκοτεινά και ν’ αγαπάτε τη μουσική.)

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Παρουσία
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 17:27:30
Γιώργος Θέμελης, Παρουσία

[Ενότητα Κινήσεις]

Όταν γυρίζω σπίτι, με υποδέχεσαι,
Με παίρνεις απ’ το χέρι και με πας μέσα,
Να προσφέρεις ένα ποτήρι νερό – ένα κάθισμα.
Να μου προσέξεις το πρόσωπο, να μου πλύνεις τα πόδια.
Οι επιδαψιλεύσεις της οικειότητάς σου είναι όλες δικές μου,
Γιατί είσαι όλος δικός μου κι εγώ δικός σου.

Όταν βγαίνω έξω, κατεβαίνεις τη σκάλα, να με ξεπροβοδίσεις.

Ποιος ξέρει, αν θα βρεθούμε, αν θα δώσουμε χέρια,
Αν θα με δεις και θα σε δω στο πρόσωπο μέσα στη νύχτα.

Είσαι μες στο μοναχικό μου περπάτημα.

Ακούω τον ήχο από τα βήματά σου μες στα δικά μου,
Ακούω τον ψιθυρισμό σου, συνομιλία αδιάκοπη
Με τον εαυτό σου, με τα πράγματα, με τις αισθήσεις μου.
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι, σταματώ για ν’ ανταποκριθώ,
Με μια κατάφαση βγαλμένη από τον χτύπο του σφυγμού.

Όταν μιλώ, μιλάς σα μια ηχώ, όταν σωπαίνω, σωπαίνεις,
Χωρίς την παρέμβαση του θορύβου που φέρνει ο άνεμος
Μπαίνοντας στα μεσοδιαστήματα της σιωπής,
Για να με χάνεις και να σε χάνω έξαφνα,
Για να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση και αποξένωση.

Κινδυνεύουμε να χαθούμε σε κάθε καμπή, σε κάθε
Διάλειψη της ανάμνησης, αιφνίδιο νύχτωμα,
Σαν όταν σβήνουν τα φώτα μιας γιορτής ή σπάνουν οι χορδές.

Κινδυνεύουμε απ’ τον άνεμο κι από τα πράγματα.

Πέφτουν επάνω μας, σωριάζονται και θορυβούν
Γυρεύοντας να μας παρασύρουν στο κύλισμά τους.
Τα χέρια μας γεμίζουν πληγές, τα μάτια μας καπνό και σκόνη,
Τ’ αυτιά μας μια ακατάπαυστη βοή και δεν
Ακούμε ο ένας τον άλλο, δε βλεπόμαστε.

Μας ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Διαδρομή
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 17:34:04
Γιώργος Θέμελης, Διαδρομή

[Ενότητα Κινήσεις]

Περνώντας ανάμεσα γνώριμους τοίχους ακούμε τον ήχο.

Δεν ξέρουμε αν βγαίνει από τα βήματά μας ή από κάποια
Που σύρθηκαν κάποτε πίσω μας και μας ακολουθούν.

Δεν ξέρουμε αν είμαστε οι μουσικοί ή τα όργανα.

Αν είμαστ’ εμείς που περπατούμε κοιτάζοντας πίσω
Τη μακρινή σκιά μας ή μήπως μας μετακινεί,
Σα να ’μαστε οι κρεμασμένοι της σε κάποιο δέντρο
(Μπορεί και στέρνα ή παλαιό καθρέφτη)
Πέφτοντας από κήπο σε κήπο, από διάδρομο σε διάδρομο,
Σαν άλλη όψη — άλλες, μπαίνοντας η μια στην άλλη,
Όπως οι λέξεις ενός ποιήματος που συνεχίζεται
Με διακοπές, μεταπτώσεις και αλληλουχία εικόνων.
Ή αντικατοπτρισμοί — σκιόφωτα σε μαυροπίνακα.

Για τούτο, όταν νυχτώνει, κρυώνουμε και μας κυκλώνουν φόβοι
Για τούτο αφήνουμε φωσφορισμούς, όταν βρεθούμε,
Γυρεύοντας ο ένας τον άλλο συνάντηση μέσα στη νύχτα.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Περιοδεία
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 17:48:32
Γιώργος Θέμελης, Περιοδεία

[Ενότητα Κινήσεις]

Καθώς βαδίζεις σούρουπο προχωρημένο,

(Ώρα που το φως σε περιβάλλει
Με μια θλιμμένη αβεβαιότητα, όπως μια έγνοια,
Σα να ’χεις χάσει κάτι και δεν το βρίσκεις.
Δεν ξέρεις ακριβώς τι πράγμα, πού και πότε.
Το υποπτεύεσαι, από κάπου να σε κοιτά, και δεν το βλέπεις,
Το αισθάνεσαι να σου βαραίνει κάπου τη σάρκα, όταν πλαγιάζεις,
Σα να ’χεις κάποιον σκοτώσει και δεν το ξέρεις.)

Μπορείς να σκοντάψεις έξαφνα σε κάποιο σώμα.

Μάτια κλειστά φυλάγοντας όλο το φως,
Που κάποτε είχε και φώταγε το μεσονύχτι.

Σκύβεις να το σηκώσεις στα δάχτυλα και το χάνεις,
Όπως χάνεις το μολύβι σου ή ένα κουμπί.

Παίρνεις τις στράτες και ψάχνεις, σταματάς τους διαβάτες,

Ερευνάς τις φυσιογνωμίες, αφουγκράζεσαι τους θορύβους.
Περπατείς και κοιτάζεσαι στην πιο κρυφή υποψία σου.
Κοιτάζεις τα χέρια σου, αγγίζεις το δέρμα.

Μέσα σου κάποιος κλαίει απαρηγόρητα.

Το σούρουπο είναι πυκνό και δε γνωρίζεσαι,
Ανάμεσα σε τόσα αδέσποτα πράγματα, αγύρευτα σώματα,
Ένας νεκρός, σαν ένα πράγμα πιο πράγμα από τα πράγματα,
Περιμένοντας να ξημερώσει, να φωτιστούν τα διαστήματα.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ξύλινη σκάλα
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 17:54:34
Γιώργος Θέμελης, Ξύλινη σκάλα

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Ανεβαίνοντας την παλιά ξύλινη σκάλα
Μπορείς να σταθείς έξαφνα, καθώς ακούς:
Μέσ’ απ’ το κούφιο ξύλο, πιο μέσα ακόμα,
Κάτι στεγνό – ξηρό που συντρίβεται.

Σε παίρνουν μεμιάς και πλήθος θόρυβοι:
Από την οροφή, απ’ το δάπεδο, απ’ τα τοιχώματα.

Έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται,
Ανησυχούν για μας μες απ’ τον ύπνο τους.

Χωράμε όλοι καμιά — ενόχληση.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Προσδοκία
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 17:58:01
Γιώργος Θέμελης, Προσδοκία

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Δεν έχει κατά πού να ρίξει το πόδι.

Αν μπει σε καφενείο, ανησυχεί.
Κοιτάζει πόρτες, παράθυρα, τους έξω δρόμους.

Κάποιος βέβαια είναι να φανεί
Απ’ την καμπή εκεί, απ’ τον άνεμο, κάποιος
Έξοχος νέος, ωραιότατος, ντυμένος φως.

Θα φέξουν τα σπίτια,
Θα φωτιστούν τα πεζοδρόμια.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης, Όραμα
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 18:08:53
Nana Mouskouri : Ave Maria - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=iWhFt6NekJ0)

Franz Schubert, Ave Maria (με τη Νάνα Μούσχουρη)

Γιώργος Θέμελης, Όραμα

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Μιας μαθήτριας την ώρα της πρωινής προσευχής.

—Στο «Χαίρε, Μαρία» μου κόπηκε η φωνή.
Μπήκαν και στάθηκαν μπροστά μου
Σηκώνοντας τα σακατεμένα τους φτερά:
—«Δεν είμαστε πια», μου ’παν,
«Είμαστε στον πόλεμο
Και μας πυροβολούν κι εμάς
Και μας σκοτώνουν...»

—Έκλαιγα μέσα μου και φώναζα: «ως πότε, ως πότε...»

Κανείς δεν μ’ άκουγε, μονάχα Εκείνοι,
Και δάκρυζαν κρυφά σαν τις εικόνες.
Άστρα σβηστά πέφταν τα δάκρυα.

—«Άνοιξε», μου ’παν, «την κλειστή φωνή σου, μίλησε,
Και πες στους πάντας να προσεύχονται.

Πίσω απ’ την ταφή και τον θάνατο θ’ αρχίσει να φέγγει.»

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (I)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 20:02:19
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

I


Κανείς δεν έρχεται να μας φιλήσει,
Να μας κλάψει, να μας καλωσορίσει
Σας καρτερούσε, σας είχε στην καρδιά.
Έβγαινε στον εξώστη και σας φώναζε.
Όπως στο σπίτι σας, καθίστε.
Απόψε αναπαυθείτε κι αύριο βλέπουμε.
Αποκοιμήθηκε με τ’ όνειρό σας.
Μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας,
Μπορείτε να πλύνετε τα πόδια σας.
Τριζοβολούν τα θυρόφυλλα καθώς τα σπρώχνουμε.
Μην ενοχλείσθε για τίποτα.
Κάμετε τον σταυρό σας. Καλή νύχτα.

Είναι κάτι παλαιά πορτρέτα που θαρρείς θα σου μιλήσουν.

Εδώ ήταν μια δίφυλλη πόρτα,
Εδώ, ένας καθρέφτης.
Εδώ μια παλιά κορνίζα σκαλισμένη.

Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε
Κάποιος που καθόταν εδώ;
Πού τον έχουν βάλει, πού τον έχουν θάψει;

***

Το ταξίδι που τελείωσε δεν έχει τελειώσει,
Συνεχίζεται μέσα μας όπως η μουσική.
Δεν είσαι πια εκείνος που ήσουν.

Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι
Και πού πάω, έχασα το σπίτι μου.
Δεν έχω τόπο να ταφώ, γυρίζω
Στον εαυτό μου κυκλωμένος από θάλασσα,
Ποντισμένος, διασχισμένος από θάλασσα.
Μπαίνουν τα νερά και με πατούν ως την ψυχή.

Θέλω να μιλήσω και να πω
Μια ιστορία σα μια εικόνα.
Ένα ταξίδι συγγενεύει με τον θάνατο.
Κι εδώ κι εκεί σε παίρνουν και σε παν.
Είχα πεθάνει κι έχω αναστηθεί.
Κι εδώ κι εκεί σε μνημονεύουν.
Δεν είναι μόνο ο δρόμος που κόβεις.
Κι εδώ κι εκεί σου κάνουν κενοτάφιο.
Είναι που γίνεσαι δρόμος εσύ, μια λεωφόρος,
Με φωνές, αμάξια και μεθυσμένους.

Θέλω ν’ αρχίσω και να πω:
Δεν παίρνει τέλος, δεν έχει αρχή.

Η ξενιτιά είναι μια δύσκολη αγγαρεία.
Σηκώνεις τα ερείπιά σου, σέρνεις τα ερείπιά σου.

Να ζεις και να μη ζεις: ν’ απουσιάζεις.

Η ξενιτιά είναι σαν τη γυναίκα
Την κακιά: σε τρώει η ηδονή, σε τρώει η τύψη,
Σου κόβει μ’ ένα ψαλίδι τα μαλλιά.

Μια ξένη ψυχή μέσα στο σώμα.

Η ξενιτιά είναι τα μάτια των ανθρώπων,
Άγνωστα μάτια, καταθλιπτικά.
Σε κοιτάζουν χωρίς να σε βλέπουν.

Είναι ακόμα και κάτι συναντήσεις
Νεκρών, που έρχονται και μπερδεύουν
Τα λόγια τους με τα δικά σου, με τη σάρκα σου.

Ύστερα είναι τα λογής χέρια: παίρνεις-δίνεις.
Χίλια χέρια, χίλια μυστικά.

Κάποιο σε κυνηγά σαν ένα τραγούδι
Παράφορο, δεν ξέρεις πού να πας.

Άλλο περνά απαλό σα λουλουδένιο,
Αφήνοντας στη φούχτα σου τη γύρη μιας ψυχής.

Άλλο σε προκαλεί, σου υπόσχεται,
Σε κάνει μ’ ένα του άγγιγμα όργανο μουσικής.

Επιφυλακτικό εκείνο, ανεξιχνίαστο,
Όμοια με πάχνη νοτίζοντας τα δάχτυλα.

Τούτο βαρύ από ουσία, όπως μια πέτρα,
Μπορεί να σε βαραίνει για πάντα.

Διάφανο τούτο από μια στέρηση, μαρτυρικό,
Σε απασχολεί, σου αφήνει μια λάμψη.

Είμαστε πιο πολύ απ’ το πρόσωπο στο χέρι.
Εκεί πηγαίνει ό,τι μας ξεχωρίζει.
Σημείο αρχαίου φτερού.

Ελάτε κοντά να ζεστάνουμε τα χέρια μας,
Ελάτε να πιαστούμε χέρι με χέρι.

Μετά από κάθε πράξη και συνάντηση
Μας απασχολούν τα χέρια μας, τα πλένουμε∙
Μετά από κάθε κοίταγμα μέσα στα μάτια.

(Ποιος θα σηκώσει τα σταυρωμένα χέρια μας
Και τα κατασχισμένα φορέματά μας.)

Η ξενιτιά είναι σαν την αγρύπνια,
Όταν αργεί να ξημερώσει,
Όταν σηκώνεσαι και πέφτει, πέφτεις και σηκώνεσαι.

Πληθαίνουν τα καθημερινά μας ερείπια, γεννιούνται τα μυστικά μας
Και μεγαλώνουν, γίνονται ανυπόμονα,
Όπως παιδιά που παίζουν και πηδούν.
Ανυπομονησία περνά μέσα στα χέρια,
Όπως ένα όργανο που δοκιμάζεται
Και ποτέ δεν τελειώνει, δε φτάνει το μελλοντικό του ανάστημα.

Τίποτε δε βολεί να πάρει τέλος.
Βαρύς έρχεται ο θεός και κουρασμένος.

Από νύχτα σε νύχτα γυρεύοντας το φως.

Ποιος είν’ αυτός που μας προφταίνει στην πόρτα,
Κατάκοπος και σιωπηλός, γυρίζοντας απ’ το ταξίδι του,
Με λασπωμένα χέρια και όψη σκοτεινή.

Ως να γυρίζει το βαρύ κλειδί και μπαίνει,
Χωρίς να ρωτήσει, ακούμε τα βήματά του,
Με τα παλιά χοντρά παπούτσια σέρνοντας τον ίσκιο του.
Ακούμε σπίρτο που χτυπά ν’ ανάψει τη λάμπα του.

Η ξενιτιά είναι σαν ένας ξένος που έρχεται.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (II)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 20:40:02
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

II


Είναι μια πολιτεία με πολύ φως.

Είδες ποτέ σου σπίτια μαρμαρωμένα
Στον ύπνο σου ή στον ξύπνο;
Εύθραυστα όλα σαν από πορσελάνα,
Με πόρτες αυτόματες που ανοιγοκλειούν.

Κάνεις να κινήσεις το χέρι σου και σπάνει.

Γεμάτα πολυελαίους στις αίθουσες των κατόπτρων,
Πολλαπλασιάζουν το φοβερό φως, το διασπούν
Στα δάπεδα, όπου κολυμπούν ζωγραφισμένοι κύκνοι,
Ωραίες γυναίκες, με γοφούς και στήθη που κοιτούν
Την όψη τους μες στα νερά και καρτερούν τους κύκνους.

Κανένας δεν τα κατοικεί, έχουν όλοι
Ταφεί σε μαρμαρένιους τάφους.

Μπορείς να τους επισκεφθείς,
Όπως επισκέπτεσαι τα Μουσεία.
Έχει ο καθείς τ’ όνομά του στην ετικέτα,
Τον αριθμό του, το είδος του, τα όνειρά του.

Υποφέραμε από πολύ φως, στεγνό καλοκαίρι,
Μα ήταν ωραία, πολύ ωραία.

***

Τώρα που πηγαίναμε παντού — πού να σταματήσουμε.

Όταν κινήσεις για να ’ρθεις, άλλαξε τα μαύρα
Πανιά, το σήμα του πένθους, και μη
Θυμάσαι τις πολιτείες που γνώρισες.
Κλείσε τα μάτια και πες πως είσαι ένας νεκρός
Που ταξιδεύει, μίλησε με τους νεκρούς,
Που καρτερούν μες στην κατοικημένη θάλασσα.

Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ γυμνώθηκε η ψυχή μας,
Μες στα νερά τα δοξασμένα.
Εδώ καθίσαμε και κλάψαμε.

(Έρχονται οι αλλόφυλοι και μας γυρεύουν την ψυχή.)

Θέλω να πω, πως είμαι σαν ένα πλοίο
Με το μικρό του φως μες στα νερά της πολυάστερης Μεσογείου
Εκεί που η γη τεντώνει από παντού
Δαρμένα γυμνά χέρια να κρατήσει τη θάλασσα.
(Είναι ένας πανάρχαιος χωρισμός από μια γέννα
Ή ένα θάνατο βαθύ που συγκλονίζει.)
Εκεί ’ναι οι αυλητρίδες που θρηνούν
Κι αντηχούν οι βυθοί και τ’ ακρογιάλια.
Φωνές γυναικών και βουλιαγμένοι κοπετοί,
Όταν η νύχτα μεσουρανεί να ακούσει
Τον επιτάφιο θρήνο ενός θεού,
Ωραίου, γυμνού, στεφανωμένου με υακίνθους.

Μέσα μου κλαίνε οι αυλητρίδες και χτυπούν τα στήθη,
Μέσα μου πεθαίνει ένας θεός.
Ένας θεός πεθαίνει — γεννιέται ένας θεός.
Οι θρήνοι περνούν προς την αυγή κι αρχίζει ο ύμνος των Αγγέλων.

(Κατεβαίνουν πάνοπλοι και συ ’σαι γυμνός.)

Ιώ γενεαί βροτών ακούς να σου φωνάζει,
Ως να ’σαι συ ο ζητιάνος, και κείνος ο πλούσιος —
Κουρελής και πληγιασμένος, γυρεύοντας να χορτασθείς
Απ’ τα ψιχία της τραπέζης του, μες από δρόμους σκοτεινούς
Και νεκρική ερημία, που τίποτα δεν την ταράζει,
Γάβγισμα σκύλου, βήμα ή μουσική —
Εκτός απ’ την επίμονη επωδό ιώ γενεαί βροτών.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις: υπόμενε και προχώρει.
Μπορεί να ’σαι συ ο τυφλός που τραγουδεί το φως
Και δεν το ξέρεις, δεν το ’χες προβλέψει,
Έχοντας ζήσει μέσα σου όλες τις ζωές.

(Μπορεί να σε σκοτώσουν, να σου βγάλουν την ψυχή.)

Δε γίνεται να γυρίσουμε πίσω, εδώ που φτάσαμε,
Στη μέση του δρόμου, δε γίνεται
Να σταματήσουμε∙ μη στρέφεις πρόσωπο και μην αποκρίνεσαι,
Σ’ όποιον σου κράζει, σ’ όποιον σ’ αγγίζει με το δάχτυλο.
Είναι οι παλαιές ψυχές που σέρνεις μες στην ψυχή σου.
Ρίχνε τους λίγα ψίχουλα και πέρνα.

(Να τη γυμνώσουν, να της φορέσουν ψευδή πορφύρα.)

Είσαι σαν ένας αλλοτινός αντίλαλος και πας,
Ανοίγεις δρόμο προς την πρωία,
Με το έμφυτο κέφι, με το πανάρχαιο
Ήθος μιας φωτεινής ευγένειας.
Κατατομή από σκαμμένο μάρμαρο, λύρα ο θυρεός,
Μ’ ένα δελφίνι θαλασσοτίναχτο στη πλώρη.

Όταν θέλεις γίνεσαι δαίμονας, όταν θέλεις άγγελος.

Μη σταματάς, προχώρει γοργά
Μες απ’ εκρήξεις μεταμορφώσεων.

Χτύπα την πόρτα και περίμενε.
Χτύπα, ξαναχτύπα, φώναξε δυνατά,
Να σπάσουν οι αρμοί, ν’ ακούσουν οι πεθαμένοι.

(Να την διαπομπεύσουν, κι ύστερα να της περάσουν τα καρφιά.)

Ακούω φωνές απ’ το λιμάνι,
Φωνές πνιγομένων και δε λυπάμαι.
Να πνιγούν οι πνιγμένοι, να εκβραστούν.

(Τας θύρας!... Τας θύρας!...)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (III, α. Ιντερμέδιο)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 21:16:13
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

III

α. Ιντερμέδιο


—Μου δίνετε την ταυτότητά σας;
—Να σας ανοίξω την καρδιά μου.

Ο αριθμός μου είναι αριθμός μου.

Δεν είμ’ αυτός, δεν είμ’ εκείνος.
Να σας χαρίσω την ψυχή μου.

Ο καθρέφτης μου είναι ο καθρέφτης μου.

Μη με κοιτάτε μες στα μάτια,
Κοιτάξτε με ως εν εσόπτρω.

Όπου πηγαίνω, σέρνω και τη μοίρα μου
Μαζί με την ταυτότητά μου και τ’ όργανο που παίζω.

Όπου πηγαίνω, δένω το καράβι μου
Μαζί με το σκυλί μου και το μαχαίρι μου.

Όπου πηγαίνω, βάζω τα παπούτσια μου
Μαζί με την καρδιά μου και το καπέλο μου.

Όπου πηγαίνω, παίρνω και τον ίσκιο μου
Μαζί με τη φωτιά μου και τα τσιγάρα μου.

Όπου πηγαίνω, ανοίγω και ψάλλω
Των παθών μου τον ύμνο, την ταφή.

Όπου πηγαίνω, βλέπω τον καιρό,
Κοιτάζομαι ως εν εσόπτρω.

Κάθομαι αντίκρυ μου και τον ακούω που παίζει,
Σαν ένα ορφανό παιδί τη φυσαρμόνικά του.
Ως να την παίζω εγώ, ως να ’μ’ εγώ, και βγάζω
Τον πιο δικό μου αντίλαλο που ακούστηκε ποτέ,
Κάτω απ’ το στόμα που φυσάει μες στις χορδές μου.

Είμαι ένα όργανο πνευστό που με φυσά ένα στόμα.

***

Η θλίψη είναι μια ευκολία, μην αφεθείς
Σε πρόχειρη λύση, μέτρια ηδονή.

Όταν είναι να κλαις, να τραγουδάς∙
Να τινάζεις τη σκόνη απ’ τα παπούτσια σου.

(Όταν δινόμαστε, σα να θρηνούμε∙
Όταν δοθούμε, μας παίρνει η σιωπή.)

Δίψασα πολύ το φως στα σκοτεινά.

Αντίο, χλωμή μου θλίψη, αντίο, αγαπημένη,
Σου γυρίζω το δαχτυλίδι να με θυμάσαι
Στ’ όνειρό σου, μες στο πένθος σου.

Σήκω επάνω, πικραμένε μου Άγγελε, σήκω.

Αισθάνομαι ένα άρωμα από ανθισμένα γιασεμιά,
Ως να ’ναι ο καιρός ν’ ανοίξει την αυγή.
Έγινε μέσα μου μια φωτεινή γαλήνη αποβροχάρικη.

Μην είδατε την ψυχή μου;

Μπορεί να ’χει διψάσει τις πηγές, μπορεί
Να ’χει ανάψει τη λυχνία της και φωτίζει τους διαδρόμους,
Να περάσουν οι μοναχικές ψυχές να κάμουν σύναξη,
Όσες προδόθηκαν πικρά και καρτερούν τον Έρωτα,
Τον ουράνιον Έρωτα, τον Παντοκράτορα.

(Χαίρε κλίμαξ... Χαίρε στάμνε... Χαίρε ποταμέ...)

Αφήστε με, δε θέλω να πάω να κοιμηθώ:
Έτσι σκέφτομαι να πω, σταυρώνοντας τα χέρια,
Όταν θα ’ρθουν να μου ζητήσουν την ψυχή.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (IV)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 23:02:22
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

IV


Πρέπει να ’χεις περάσει από χαρτοπαίγνιο
Και να ’χεις αγρυπνήσει νύχτες πολλές,
Για να μπορείς ν’ αλλάζεις την τύχη,
Όπως αλλάζει κανείς χειρόκτια.

Τα χειρόκτια είναι, αλήθεια,
Από τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου,
Όπως τ’ άδεια κοχύλια, τα πετράδια, τα κλειδιά.

Αγαπώ απ’ όλα τούτα πιο πολύ
Τα χειρόκτια, για τη συγγένεια
Με τ’ αληθινά χέρια και την τυφλή θεά.

Έχουν σχέση βαθιά τα χέρια, τα χειρόκτια κι η τύχη,
Ο ύπνος και το ξημέρωμα,
Η γέννηση κι ο θάνατος.

Παίζοντας με τραπουλόχαρτα είναι σα να ξιφουλκείς
Να σκοτώσεις τ’ αντρείκελα που παίζουν.
Μα το ξίφος σου είναι ξύλινο και δεν μπορείς,
Γίνεσαι αντρείκελο και συ και παίζεις με την ψυχή σου.

Σαν χάσεις την ψυχή σου, δεν έχεις να παίξεις
Με ποιον — παίζεις με τον εαυτό σου,
Μόνος, αντικριστά, ενώπιος ενωπίω.

Σαν χάσεις τον εαυτό σου, δεν έχει να παίξεις
Με ποιον — έρχεται ο άγνωστος,
Έχοντας δέσει τ’ άλογό του στο κρικέλι σου.
Τραβάς το ξύλινο σπαθί κι αυτός σαν κυπαρίσσι.
Στήθος γυμνό κι αυτός με σιδερένια πανοπλία.

Πόσες φορές κάναμε πανιά, πόσες
Φορές ναυαγήσαμε: να παίζεις, να παίζεις,
Ν’ αλλάζεις τραπουλόχαρτα: μέτρα τα πράγματα
Με τη χαρά που τα ομορφαίνει: μπορείς να ελπίζεις
Πως κι αύριο θα ξημερώσει: μπορείς να είσαι,
Το φως πέφτει επάνω σου: μπορείς να βλέπεις
Στα πρόσωπα των ανθρώπων το πρόσωπό σου.

***

Ωραία είναι τα πράγματα, ωραία κι όταν πεθαίνουν,
(Σαν σε βαθύ καθρέφτη ονείρων απατηλότερα)
Γιατί πεθαίνουν, γιατί θ’ αναστηθούν
Μαζί μας, γιατί πεθαίνουν τον δικό μας θάνατο,
Είναι ωραία: διηγούνται τη δόξα μας.

Είναι ο ουρανός μας, ο δικός μας ουρανός,
Το καθαρό άγρυπνο καθρέφτισμά μας.

***

Ο Θεός αγρυπνεί εν σιωπή — βλέπει τον άνθρωπο.
Ο Θεός ως εν εσόπτρω — βλέπει τον Θεό.

Μας έδωσε το πρόσωπο — Του μοιάζουμε.
Μας έδωσε τον έρωτα — Τον πλησιάζουμε.
Μας έκρυψε το μυστικό του — Τον γυρεύουμε.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (V)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 23:14:57
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

V


Τα κορίτσια ψιμυθιώνονται να μη φανούν
Στο καθαρό φως, κρύβοντας την ψυχή,
Το γαλάζιο αίμα της ωραιότητος. Δεν ονειρεύονται
Να ζήσουν, διαβάζουν μυθιστορήματα και κάποτε δακρύζουν.
Θα ’θελαν ν’ αυτοκτονήσουν φτάνοντας ως ένα όνειρο.
Θα ’θελαν να σβήσουν όλα τα χαμόγελα
Στον χιλιοθώρητο καθρέφτη, όπως
Τριαντάφυλλα σε ναρκισσιακά νερά. Κανείς δεν πέφτει να πνιγεί,
Εκεί στο βάθος που περνούν εξαίσια είδωλα
Παλαιών πνιγμών: η Ηλιογέννητη, η Μαργαρίτα...

Άραγε υπάρχουμε;

Υπάρχουν ακόμα κάποιες εικόνες;
Αυτήν εδώ δεν τη βρίσκει το δοξάρι του Έρωτα,
Καθώς είπε κάποιος, έχει μια υφή αγοριού,
Θυμίζοντας τον Ερμαφρόδιτο. Αυτή εκεί
Μοιάζει με ξένη που ήρθε από μακριά και δε γνωρίζει
Τη γλώσσα, τα ονόματα των λουλουδιών.
Αυτή μαθαίνει τα φώτα να λάμπουν,
Καθώς είπε κάποιος, έχει ένα δικό της φως,
Που μεταδίδεται και πληθαίνει, δεν μπορείς να πλησιάσεις.
Κι αυτή εδώ έχει κάτι από σκοτάδι
Στο πρόσωπο, από κείνο που θαμπώνει
Τα μάτια, τα κάνει να βυθίζονται
Μες σ’ ένα μαύρο φως που ψάχνει το δέρμα.

***

Ωραίος είναι ο άνθρωπος, όταν κοιμάται
και τον κοιτάζεις — έρχεται η ανάμνηση.

Ωραίο είναι ο άνθρωπος, όταν γυρνά τα μάτια
Και σε κοιτάζει — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν χτυπά την πόρτα σου σαν ένας ξένος,
Που τον περίμενες — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν κοιτάζει μέσα του να σε γνωρίσει
Ανάμεσα στις εικόνες του — έρχεται η ανάμνηση.

Όμοια με χέρι αγαπημένης ανάβοντας το φως,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε.

(Η πιο τέλεια ομορφιά είναι η απογύμνωση,
Όταν τα χέρια θα ’χουν μείνει χέρια καθαρά.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (VI)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 23:45:55
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VI


Το σώμα, πρέπει να πεις, δεν είναι το σώμα σου.
Πρέπει να στολίζουμε τους νεκρούς μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στήθος,
Μ’ ένα στεφάνι από μυρτιά.
Αγαπήσωμεν αλλήλους,
Το σώμα του άντρα ας μη φοβάται
Το σώμα της γυναίκας, εν ομονοία, εν σιωπή,
Αγαπήσωμεν αλλήλους,
Το σώμα της γυναίκας τρέμει και πλησιάζει.

Μας προστατεύει πίσω η σκιά,
Μας φοβίζει ο έρωτας, μας ταξιδεύει ο ύπνος,
Εν ομονοία, εν σιωπή,
Μας παίρνει τέλος ο θάνατος, αγαπήσωμεν αλλήλους,
Και μας τοποθετεί μες στο ερμάρι του.

(Πρέπει να το προσέχεις το σώμα κι όταν είναι άνοιξη
Να ετοιμάζεις την εορτή του μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στήθος,
Μ’ ένα στεφάνι από μυρτιά.)

Εκεί ’ναι τα χέρια με τ’ ακίνητα δάχτυλα.
Εκεί τα μάτια κι όσα κρύβουν τα μάτια
Κλεμμένα από το φως, όπως άδεια κοχύλια.
Τα χείλη τα κατάκλειστα και ραγισμένα.

(Δε θα ζητούμε τίποτα, που δεν μπορεί να δοθεί,
Και δε θα ρωτούμε: θα ’μαστε η απόκριση.)

***

Κάποτε βαριέσαι να ’σαι άνθρωπος,
Να περπατείς και να ελπίζεις.
Ούτε χέρι ούτε πόδι ούτε πρόσωπο.
Θα ’θελες να ’σαι σκουλήκι ή μια ρίζα
Χωμένος στη λάσπη σου, θα ’θελες να ’σαι ένα πουλί.
Βαριέσαι τα παπούτσια που φορείς, τη σκόνη που σέρνουν,
Τη λεκάνη, τον βρόμικο ρύπο από το δέρμα
(Και ο Θεός βγάζει τη λάσπη από τα χέρια του),
Τα χέρια κρέμονται και σου θυμίζουν
Φτερά κομμένα, τρέχει το αίμα τους.
Βαριέσαι το αίμα σου που τρέχει.
Τα μαλλιά μεγαλώνουν κάθε νύχτα, το σώμα πεινάει.

Κάποτε βαριέσαι το ίδιο σου το πρόσωπο που σε τρομάζει.

***

Μικρός μ’ άρεζε να κουβαλώ νερό: χαιρόμουν
Με τη βρύση που βούιζε μέσα στη στάμνα,
Με τη στάμνα που βάραινε σαν την καλή γυναίκα.
(Το παλαιό δέντρο επάνω μάς σκίαζε και μας έκρυβε.)
Κάποτε αφαιρέθηκα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο
(Που έρχεται και κουβαριάζει τον χρόνο)
Κι η στάμνα μού ξέφυγε απ’ το χέρι, όπως
Σου ξεγλιστρά η αγαπημένη σου παίζοντας.
Το νερό το ήπιε η γη, όπως πίνει το αίμα
Που χύνεται, για να ποτίζει τους νεκρούς.
Έσκυψα πάνω στα σκόρπια μέλη
Μιας δροσερής αγάπης, έσκυψα κλαίοντας.
Τα μάζεψα ένα ένα να ξανακάμω την αγάπη μου.

(Ποιος θα μαζέψει τα σκόρπια μέλη μας, ποιος θα τα συνθέσει.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (VII, β. Ιντερμέδιο)
Post by: wings on 06 Apr, 2018, 23:57:20
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VII

β. Ιντερμέδιο


Τι να ’σαι, τι να μην είσαι,
Τι ν’ αγαπάς, τι να πεθαίνεις,
Όνειρο ίσκιου ή μια εικόνα,
Πάθος και πρόσωπο ενός άλλου.

Σε δείχνει το φως, σε κρύβει το σκοτάδι.

Συχνά περνάς σα μια σκιά,
Σκιά σκιάς εκείνου που είσαι.

Συχνά περνάς σαν ένα φάντασμα
Και σβήνεις, πας μες στο σκοτάδι σου.

Συχνά παλεύεις να σταθείς,
Τα χέρια σου επιπλέουν.

Όταν μεθώ, θυμάμαι τα παλιά.
Γυρίζει ο νους μου και μου φέρνει
χρόνια χαμένα, ξεχασμένα.

Όταν μεθώ, δεν έχει τώρα,
Δεν έχει χθες, παρόν και μέλλον,
Έχει νεκρά κι αναστημένα.

Όταν μεθώ, αγαπώ να βγαίνω
Έξω στη νύχτα και να τραγουδώ.
Ακούω, ακούγομαι, σωπαίνω, αντιλαλώ.

Όταν κοιτάζομαι, δεν φαίνομαι άγγελος.
Δεν είμαι ωραίος για να πεθάνω νέος.

Δεν έχω στήθος ν’ ακουμπήσω
Δεν έχω πρόσωπο ν’ αγαπηθώ.

(Είμαι σαν ένα ξύλινο ομοίωμα
Μες στη βιτρίνα μου τη φωτισμένη.)

Όταν συστέλλομαι μες στο μικρό μου τίποτα,
Υπάρχω μη υπάρχοντας, ακούω τη μουσική.

Είναι μια πέτρα στην καρδιά,
Είν’ ένα μέταλλο μες στην ψυχή.

Μια μακρινή καμπάνα που χτυπά.

Όταν μ’ αφήνει ο έρωτας, αρχίζω και κρούω,
Γίνομαι κύμβαλο αλαλάζον.

Όταν γυρίζει, με πνίγει η σιωπή.

Όταν σωπαίνω και δε σημαίνω, μη με λυπάστε,
Αρχίζει η μεγάλη είσοδος: προσευχηθείτε.

***

Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα,
Λάβετε, φάγετε.
Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα,
Λάβετε, πίετε.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (VIII)
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 00:26:29
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VIII


Είναι μια ιστορία που γυρεύει το τέλος.
Την έχουν γράψει τα δάχτυλά μας, ίσως μας σώσουν
Τα δάχτυλά μας, όπως τα πλήχτρα που χτυπούν.

Κάποιοι σα να μιλούν με τα δικά μας λόγια.
Μπορείς ν’ ακούσεις τον ψίθυρο που μιλούσαμε, μπορείς
Να κοιμηθείς ανάμεσα στα ζεστά σώματα που κοιμούνται.

Αναπνέουν στον ύπνο, χαμογελούν.
Ξυπνούν, ανοίγουν το παράθυρο και σκύβουν στο φως,
Μιλούν και βλέπονται πρόσωπο με πρόσωπο.

Καθίζουν μες σ’ ένα κάθισμα και θυμούνται, ίσως μας σώσει
Το κάθισμα, το ποτήρι που πίναμε, είναι η θύμησή μας, ίσως
Μας σώσει η θύμησή μας, δεν έχει κλείσει
Τον κύκλο της, το φωτεινό ταξίδι της, ίσως μας σώσει.
Γυρίζει δρόμους παλιούς κι ακούει τις πέτρες,
Αγγίζει τα πράγματα που αγγίξαμε.

Φοβούνται μονάχοι και κάνουν θόρυβο,
Γυρεύουν ο ένας τον άλλο: πού είσαι... πού είσαι...
Τα σπίτια είναι γεμάτα καθρέφτισμα και φως.

(Μπορεί να ’ναι οι αναπνοές μας που αναπνέουν,
Μπορεί να ’μαστ’ εμείς και ποιος να μας το πει.)

Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
Κάθε ψυχή θα σύρει το σώμα της.
Θα ’μαστε οι πρωτότοκοι κι οι χαϊδεμένοι.

(Φοβούνται μονάχες οι ψυχές, κρυώνουν.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (IX)
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 00:54:33
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

IX


Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
Θα φύγουμ’ εμείς, θα μείνει η σιωπή.
Σφαλίστε παράθυρα καρτερεμένα,
Θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.

Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
Να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.

Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
Λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.

Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.

Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετίσουμε το φως,
Τη στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.

Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σκηνές από την έκπτωση
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 21:10:35
Γιώργος Θέμελης: I. Σκηνές από την έκπτωση

Δεν κρύβεται και δε σκεπάζεται
Τίποτα∙ είναι ένας καθρέφτης
Και μας βλέπει, καθρεφτιζόμαστε.

Είδωλα είμαστε, ινδάλματα απατηλά.

Πηγαίνουμε τάχα, γυρίζουμε πίσω
Στη γη που γεννηθήκαμε.
Ξανακάνουμε τα βήματά μας.

Υπάρχουμε μες στον καθρεφτισμό μας.

Καθώς σηκώνεις το σώμα σου
Και πας, ως να σηκώνεις
Τον ίσκιο σου, τον άλλο ίσκιο.

Ως να ’σαι ο ίσκιος ενός ίσκιου.

Βλέπεις τον ήλιο που έβλεπες, τον ουρανό,
Έναν άλλο ήλιο, ψεύτικο ουρανό,
Ουρανό ουρανού μέσα στη μνήμη.

Το φως είναι ένα άλλο φως,
Μια άλλη λύπη, άλλη μοναξιά.
Το πρόσωπο είναι ένα άλλο πρόσωπο.

Έσκυψα, είδα τη γύμνια μου και ντράπηκα.

Δε σε ξέρει κανείς εδώ που γύρισες,
Ψυχή δε σ’ έχει δει, έχεις χαθεί,
Όπως νεκρός με τους νεκρούς.

Παράξενη είναι η όψη ενός νεκρού.

Σκιές περνούν και μας αγγίζουν,
Μας προσπερνούν, κατατομές, αντικατοπτρισμοί,
Καθώς σε διάφανη και φωτισμένη νύχτα,
Καθώς μέσα στον Άδη που διαβαίνουν οι ψυχές.

Δεν έχω πρόσωπο για να φανώ,
Δεν έχω φως, δεν έχουν μάτια να με δουν.,
Σκύβουν στη θλίψη τους, κοιτάζουν
Μέσα στη θλίψη τους, χαμογελούν.

Δε βάλαμε στην όψη μας μαύρη καπνιά,
Να ’μαστε αγνώριστοι και σκοτεινοί.
Δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας.
Είμαστε ξένοι κι άγνωστοι, ένοχοι.

Είμαστε από σκιά και δε φαινόμαστε.


Ως να ’χω ξεχάσει πώς μιλούν,
Τα λόγια μου είναι λόγια ενός άλλου,
Κάποιου που ήταν, κάποιου που δεν είναι.

Κινώ το χέρι, ξεκλειδώνω,
Σα να ξεθάβω ένα νεκρό
Μέσα απ’ τη μνήμη, πίσω από τους τοίχους.

Όλα είναι ωραία, πολύ ωραία,
Μέσα σ’ αυτό το σπίτι που μας γέννησε.
Όλα είναι ωραία και παγερά.

Ο ήλιος μας είδωλο ήλιου και σκιά φωτός,
Ο χρόνος μας μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο,
Το σπίτι μας σκιά σπιτιού μέσα στον χρόνο.

Τ’ άδεια καθίσματα σαν τα μεγάλα κενά,
Σαν όταν έξαφνα σπάνουν οι χορδές
Και σταματούν τα όργανα, σβήνουν τα φώτα.

Σαν τ’ άδεια μεγάλα βήματα του θανάτου.

Κι εγώ δεν είμαι τάχα εγώ, δεν έχω σώμα
Για να υπάρχω: είμαι ένα κάθισμα,
Σηκώνω απάνω μου τ’ αφανισμένα σώματα.
Ανασηκώνονται μέσα μου, μετατοπίζουν
Τον χρόνο, ετοιμάζουν τη σάρκα να πεθάνουν.

Κυλούνε πάνω μου, πέφτουν βροχή
Τα ειπωμένα λόγια, τα συρμένα βήματα.
Αυτά που έγιναν, αυτά π’ ακούστηκαν.

Άλλα χείλη δε θα τα πουν,
Δε θα τα κάμουν άλλα χέρια.

Ούτε ζώα, ούτε άνθρωποι, ούτε Άγγελοι.


Όπου κι αν πας, σε δείχνει το είδωλό σου.
Φαινόμαστε, φαίνονται οι ντροπές,
Φαίνεται μέσα η φοβερή παραμόρφωση.

Δεν είσαι αυτός που είσαι, αυτός που φαίνεσαι
Στα γυμνά μάτια, στο γυμνό φως.

Τάχα μας γδύνουν, μας ντροπιάζουν.
Τάχα μας ξεγυμνώνει κάποιο ανήλεο χέρι,
Ψάχνει τη σάρκα, αγγίζει τη συνείδηση,
Την ξύνει τη συνείδηση, πονεί.

Ανοίγουν οι πληγές, μετριούνται τα κόκαλά μας.

(Τόσες πλευρές, τόσες αρθρώσεις,
Τόσες χορδές μέσα στο δέρμα.)

Όπως χωρίζουν το ψαχνό απ’ το κόκαλο,
Έτσι θα μας χωρίσουν
Την ψυχή απ’ το σώμα, τη σάρκα από το πνεύμα.

Θα πάρει ο δαίμονας, θα πάρει ο Άγγελος.


Δεν είναι μάτια να μας δουν, να μας γνωρίσουν,
Η αμίλητη μάνα, η γυμνή γυναίκα,
Να μας κοιτάξουν στα μάτια να φανούμε.

Ως να ’ναι κάποιοι να φανούν, έχουν κληθεί,
Δεν πρόφτασαν, είναι να ’ρθουν, κλείστηκαν έξω.
Όπου να ’ναι θα φτάσουν, όπου να ’ναι θα ’ρθουν,
Τους πήρε κάπου η νύχτα κι όλο αργούν.

Όσες ψυχές γνώρισαν την ψυχή μας.

Ακούγονται πίσω μες στον καθρέφτη,
Μας έρχονται ως εδώ οι φωνές, τα ποδοβολητά,
Καθώς γεμίζουν τους δρόμους και περνούν,
καθώς κινούν τα πόδια χωρίς να προχωρούν.
Μιλούν και δε μιλούν, τρέμουν τα χείλη.

Παίζουν τα βλέφαρα δίχως να βλέπουν φως.


Οι τοίχοι φυλάν τα μυστικά μας.
Είναι όπως οι τάφοι ή όπως οι θάλασσες.
Η σκιά μάς προσπερνά και μεγαλώνει,
Αυτός που περπατεί κι έρχεται πίσω μας.

Αυτός που ταξιδεύει μαζί μας το ταξίδι μας.

Όπως βλέπεις τον εαυτό σου στον ύπνο
Κι είναι σαν ένας άλλος, άλλο σώμα
Και κάποτε σε φοβίζει, κάποτε σου χαμογελά.
Ή όταν έξαφνα κάποιος σε κοιτάζει
Από μακριά και χάνεται μέσα στη νύχτα.

Δε μας αφήνει να μείνουμε μόνοι, να πεθάνουμε μόνοι.

Τον βλέπουμε κάποτε και τον ακούμε
Να περνά, τον συναντήσαμε κάποτε
Μέσα στη θλίψη μας, μέσα στον ύπνο.


Τι σώμα, τι κάθισμα.
Τι πρόσωπο, τι καθρεφτισμός.

Και ο Θεός θα ’ναι μια λάμψη,
Ένα σώμα ή ένα κάθισμα,
Ο Θεός και ο άνθρωπος.

Θα φεύγει και θα γυρίζει,
Θα κάθεται και θα σηκώνεται.

Θ’ ανάβει και θα σβήνει, θα φύεται
Και θα μαραίνεται, όπως η χλόη.
Θα λιώνει, θα φθείρεται, όπως τα ρούχα μας.
Θα κοιτάζεται γυρεύοντας τον εαυτό του
Μες σε σκοτάδια, φώτα και κατοπτρισμούς.
Θ’ αντανακλάται και θα εξαφανίζεται.

Θα γυρίζει μόνος μες σε χίλιους ουρανούς.


Τι να πούμε: τα ’παμε όλα,
Τα χείλη μας δεν έχουν τι να πουν,
Τα χέρια μας δεν έχουν τι να κάνουν,
Τα κάναμε όλα: τι να κάνουμε.
Πήγαμε παντού, γυρίσαμε πίσω,
Τα μάτια μας δεν έχουν τι να δουν.

Οι πράξεις μας σωριάστηκαν η μια πάνω στην άλλη.


Φαίνονται μέσα ήλιοι και ουρανοί,
Όσους αγνάντεψα, πέρασα,
Κοιταγμένοι μες σ’ ένα γλήγορο φως.

Εκεί που βλέπεις το πρόσωπό σου,
Το χάνεις, σα να το παίρνουν και το κρύβουν
Προσωπιδοφόροι αγνώριστοι, ζητιάνοι.

Κάποιος φορεί τα ρούχα σου και πάει
με σκεπασμένο πρόσωπο, μ’ έναν καθρέφτη.
Γυρεύει τον ίσκιο του, τον άλλο ίσκιο.

Φαίνονται μέσα νεκροί και ζωντανοί.


Τάχα θα μας καλέσει κάποτε κάποια φωνή
Καθώς σε δείπνο γάμου ή σε γιορτή;
Και να μας δείξει, να μας φανερώσει ως εν εσόπτρω;

Ίδε η όψη σου, ίδε το πρόσωπό σου.


Οι φωνές, π’ ακούστηκαν, ξανάρχονται,
Θρήνοι και όργανα μες στον αγέρα.

Η άνοιξη έρχεται, ξαναγυρίζει,
Δέντρα σαν πετρωμένα μες σ’ ένα σκληρό φως.

Είναι σκληρό το φως και μας αλλάζει,
Μας καίει το πρόσωπο, μας τρώει το δέρμα.

Έρχεται η βροχή και πέφτει μες στη μνήμη,
Τοίχοι κατάβρεχτοι και μουλιασμένοι.
Βρέχεται μέσα η σάρκα, βρέχεται η ψυχή.

Η βρύση που πίναμε δεν τρέχει.
Ακούς τον ήχο, βλέπεις το νερό
Να κρέμεται, να γέρνει προς τη γη,
Καθώς ένα ξερό κλαδί απ’ το δέντρο.

Ακούς τ’ αηδόνια, π’ άκουγες, δεν παύουν
Στην ακοή την άγρυπνη, στα νυχτωμένα δάση.
Ακούς τα λόγια που έπεσαν μέσα στη νύχτα.

Τι να την κάμω την ψυχή μου, πού να την πάω.

Χέρια που σας κράτησα μες στα δικά μου,
Χέρια, δάχτυλα μέσα στα δάχτυλα
Κι έχετε μείνει στην αφή σαν τις κηλίδες
Που δε βγαίνουν, σαν αίμα στα ρούχα.
Χείλη στα χείλη μου σμιχτά.
Σμιχτή ψυχή μες στην ψυχή μου.

Θάλασσα αντηχημένη στον ύπνο, θάλασσα πλατιά.


Τάχα κρατώ ένα σώμα
Και το πάω: πού να το πάω.
Τάχα σηκώνω μια ψυχή,
Μια θάλασσα, μια πέτρα στον λαιμό.
Μαλλιά ξέπλεκα, μάτια στεγνά.

Ξαναγυρίζουν, μας ακολουθούν
Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Τάχα θα σταθούμε πουθενά,
Μες σ’ έναν ύπνο ή σ’ ένα θάνατο;
Τάχα θα πάψει αυτή η βροχή μες στον αγέρα;

Δεν έχουμε άλλη σάρκα από τη σάρκα μας,
Άλλον αιώνα ή άλλον ουρανό.

Ό,τι έγινε, δεν έχει πάψει,
Γίνεται, ξαναγίνεται.
Είναι ένα πράγμα-φάντασμα,
Τελειώνει-αρχίζει απ’ την αρχή.
Είναι σαν ένας τροχός ή ένας κύκλος.

Μη βλέπεσαι στον καθρέφτη.

Μας παίρνει ο δρόμος και μας πάει,
Ο δρόμος που πήραμε
Μας πηγαίνει, μας γυρίζει.

Μας φυσάει ο αγέρας που μας φυσούσε.


Αυτό που βλέπεις είναι η αληθινή σου εικόνα,
Όπως μας βλέπει, μας γεννά κάθε στιγμή ο καθρέφτης.

Είσαι αυτός εδώ κι ο άλλος εκείνος,
Αλλάζεις ρούχα, ντύνεσαι, ξεντύνεσαι.

Ακούς τα λόγια σου, τα βήματά σου.

Ακούς τις πέτρες που κροτούν,
Τα πράγματα όλα,
Ακίνητα, αμετάθετα,
Ψάρια ζωντανά σταματημένα σε μια θάλασσα.

Όλα είναι παρόντα, καθρεφτίζονται,
Όσα μας πλησίασαν, όσα μας τριγύρισαν.
Σαν κάτι αγαθά περίεργα ζώα μάς ακολουθούν.
Ακόμα και νεκρούς δε μας αφήνουν μόνους,
Καθώς όταν γκρεμίζεται ένα σπίτι και σκορπούν οι πέτρες.
Ως να ’χασαν την ψυχή τους άχρηστα, περιπόθητα.

Έχουν ψυχή τα πράγματα και τη γυρεύουν.

Απλώνουμε τα χέρια να τα πιάσουμε,
Για να τα σώσουμε και να μας σώσουν,
Να τα κερδίσουμε, να μας κερδίσουν.

Ως να ’χουμε χάσει όλα τα πράγματα μες απ’ τα χέρια.


Όπου κι αν δεις, ξαναπροβάλλεις,
Μια άλλη εικόνα πίσω από τις άλλες,
Πίσω από τόσες όψεις, όσες δοκίμασες.

Βλεπόμαστε απ’ έξω, δε φαίνεται η ψυχή.

Γυρεύουμε να βρούμε τον εαυτό μας,
Γυρεύουμε ο ένας τον άλλο, φωνάζουμε.
Γυρεύει η μια ψυχή την άλλη.

Χάνεσαι αδιάκοπα, την χάνεις την ψυχή
Και τη γυρεύεις, ψάχνεσαι αδιάκοπα.
Η έγνοια της δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς.

Το σώμα σου είναι μια άλλη έγνοια,
Η θλίψη είναι μια άλλη, ο θάνατος.

Αν χάσουμε την ψυχή μας, τι θα γίνουμε
Χωρίς ψυχή, τι πράγμα
Θα παραδώσουμε στον θάνατο
Αντί για την ψυχή, με τι πρόσωπο
Θα τον υποδεχτούμε, δίχως πρόσωπο.

Πώς να εμφανιστούμε δίχως ψυχή
Και πρόσωπο με τα οστά μονάχα
Και τη σάρκα: πώς να πεθάνουμε.


Γύρισα πίσω, ξανάζησα,
Ξανάκαμα τα βήματά μου.
Ξεγύμνωσα τη σάρκα μου, έγινα θέαμα,
Να με βλέπουν οι άνθρωποι, να με κοιτούν τα ζώα
Και να φοβούνται, να τρέμουν οι Άγγελοι.

Είμαστε ωραίοι και τρομεροί.
Είμαστε τρομεροί μέσα στη γύμνια,
Την ανθρώπινη γύμνια, τη θεϊκή.

Η αθωότητά μας πνίγεται στο αίμα.

Αν με φτύσουν, δε θα λερωθώ,
Πίσω απ’ τη λάσπη και το ψέμα.
Δε θα ντροπιάσω το έκπαγλο πρόσωπό μου.
Αν με ραπίσουν, δε θα ραγίσω.

Η ψυχή μου είναι ακίνητη, κλειστή.

Σέρνεται και δε λερώνεται,
Σταυρώνεται, δεν παραδίνει το πνεύμα.


Αν με ρωτήσουν, θ’ αποκριθώ:
Εγώ δεν είμ’ εγώ, δεν είμαι αυτός,
Αυτή η σκιά, τούτο το σχήμα.
Δεν είπα τίποτα, δεν έπραξα τίποτα.
Δεν φάνηκα σ’ αυτό τον δρόμο.

Δεν είμ’ εγώ, δεν ήμουνα για να φανώ.

Ένας άλλος ήταν μες στο σώμα.
Πίσω απ’ αυτή την όψη, αυτό το πρόσωπο,
Μια άλλη όψη, ένα άλλο πρόσωπο.
Μες σ’ αυτά τα ρούχα, τούτα τα μαλλιά,
Άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά.

Ένας άλλος, ένας άφαντος και ξένος.

Εγώ γυρεύω τα ρούχα μου και τα μαλλιά μου,
Τα δικά μου ρούχα, τ’ αληθινά μου τα μαλλιά.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το πρόσωπο και το είδωλο
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 21:47:25
Γιώργος Θέμελης: II. Το πρόσωπο και το είδωλο

Όταν ξημερώνει και πέφτει το φως,
Όταν ανοίγεται το φως μες στον καθρέφτη,
Αισθάνομαι να ’μ’ εγώ το φως, εγώ ο καθρέφτης.
Οι σκιές σκορπούν και τα φαντάσματα,
Τα μάτια ξαναπαίζουν τα βλέφαρά τους.

Φεγγοβολούν τα χέρια, σπιθίζουν τα μαλλιά.

Είμαστε από φως, δεν μας αγγίζει ο θάνατος,
Σαν ένα αλλοτινό ταξίδι ή ένα όνειρο,
Όνειρο ύπνου, περιπλάνηση σκιών μέσα στη νύχτα.

Κοιτάζομαι στο πρόσωπο να γνωριστώ,
Γεμάτος ακόμα σκοτάδια στα μαλλιά,
Φθορά και σκόνη μες στα μάτια.

Αυτό θα ’ναι το δικό σου ανάστημα,
Το σχήμα μου, τ’ ανάστημά μου.
Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη.

Αυτός ο ήλιος θα ’ναι ο ήλιος σου.

Φιλώ τα χείλη μου, αγγίζω το αίμα,
Σηκώνω το σώμα μου και περπατώ.

Δεν το ’ξερα πως ήμουνα τόσος, και τέτοιος,
Δε με χωράν τα ρούχα μου τα καθημερινά.

Είμαι ένα ζώο ή ένας Άγγελος;

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Αν είμαι ο άλλος μου, ο εαυτός μου,
Ο Κύριός μου και ο Θεός μου,

Ποιο το σώμα, ποια η σκιά.

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Μαζί γεννηθήκαμε μες στη γέννησή μου,
Πήραμε σάρκα τη σάρκα μου, το σχήμα του κόσμου.
Μαζί αναπνέουμε: υπάρχουμε για ν’ αναπνέουμε.
Ο ίδιος αγέρας πνέει σ’ όλη την πλάση.
Το ίδιο αίμα απλώνεται μες στον καθρέφτη.

Ωραίος είμαι, πιο λαμπρός από το φως,
Πιο ήλιος, πιο φως από το φως.


Δεν έχουμε άλλον ήλιο, άλλον ουρανό,
Άλλη αγάπη, άλλη συνάντηση
Απ’ την αγάπη μας, απ’ τη συνάντησή μας.

Μια γη, μια πέτρα, μια στρωμνή.

Δεν έχει σώμα, σπίτι να σταθεί.
Τον έχω στο φτωχικό μου, τον ταΐζω,
Τον ποτίζω: φαΐ, νερό και χρόνο.

Όπως ταΐζω το σώμα μου, το σπιτικό μου ζώο.

Είμαστε όπως οι πέτρες και τα ζώα,
Τ’ αμίλητα ζώα τα λυπημένα,
Τ’ αμίλητα ζώα, τα γυμνά φυτά,
Με την ανείπωτη λύπη τους και την ασήκωτη,
Σαν τα βουνά της γης και τα βαθιά ποτάμια.

Τρων και χωνεύουν, σιωπούν, κρύβουν τον θάνατο.


Αν έχεις θλίψη, αν έχεις πληγή,
Παίρνω νερό και πλένω τα χέρια.
Τα πλένω, τα ξαναπλένω, τα σφουγγίζω.
Αγγίζουν σάρκα, πιάνουν αίμα,
Πιάνουνε χώμα και φθορά,

Τ’ άπλυτα πόδια, τα μαλλιά.

Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τα μάτια μου,
Όταν κινώ τα χέρια, έχω τα χέρια μου,
Τ’ αληθινά μου μάτια και τα χέρια.

Τον πλένω και τον λούζω όλο το σώμα,
Με κάτασπρο και καθαρό σεντόνι τον τυλίγω.
Του βάζω αρώματα, του βάζω μύρα,
Αχνότερη να ’ναι η φοβερή οσμή,
Του καθημερινού θανάτου η δυσωδία.

Αν σε θαμπώνει ο άνεμος, αν σε μαυρίζει ο ήλιος,
Παίρνω νερό και νίβω το πρόσωπό σου,
Το καθρεφτίζω, το στολίζω με φως, του κλειώ τα χείλη
Μ’ ένα χαμόγελο, με σιωπή.

Θα σε νεκροστολίσω μ’ άνθη, με κοπετούς θα σε θρηνήσω.


Δεν έχω βασιλική χλαμύδα να σε ντύσω,
Βαρύτιμα στιλπνά κοσμήματα, πορφύρα.

Σου βάνω τα ποδήματά μου, να μην είσαι
Ξυπόλυτος επάνω στη γη, ν’ ακούγονται τα βήματά μας,
Ν’ αντηχούν, ν’ ακούγεται η φυγή μας μες στη νύχτα.

Σου φορώ τα ρούχα μου και τα πουκάμισά μου,
Να ’σαι ντυμένος, να φαίνεσαι και να υπάρχεις,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε, να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Φτιασίδι σου βάνω το φτιασίδι μου: θλίψη και ντροπή.


Αν δεν σου πάει η όψη μου, να την αλλάξω,
Να βάψω τα μάγουλα, να βάλω άλλα μάτια.
Κόβω τα χέρια, αν δε σου παν, πετώ τη σάρκα.
Αν η καρδιά μου είναι στενόχωρη, τη βγάζω,
Να τηνε βάλω να χτυπάει αλλιώτικα.


Δεν είσαι ζώο κι όμως πεινάς.
Δεν είσαι Άγγελος κι όμως αισθάνεσαι
Να ’χεις φτερά μεγάλα, ανείπωτη ομορφιά.

Γιατί τάχα να πεινούμε, γιατί να διψούμε,
Γιατί να μας χωρίζουν γέννηση-θάνατος,
Να μας σέρνουν τα ζώα, να μας παίρνουν οι άνεμοι.

Είμαστε από σκιά και φως, χώμα και περιέργεια.

Αναγκάζεσαι να πορεύεσαι και να μη σταματάς
Πουθενά, να δρασκελάς το χάος και το κενό.
Αναγκάζεσαι να κλεις την πόρτα σου στη νύχτα,
Ν’ αμφιβάλλεις για την ίδια σου τη σάρκα, να φωνάζεις.

Αναγκάζεσαι να βεβαιώνεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.


Κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει, είμαι ο ανέγγιχτος.
Κανείς δεν μπορεί να μ’ αρνηθεί, ν’ αχρηστέψει το πρόσωπό μου,
Να κόψει τη σάρκα μου ή να σκοτώσει την ψυχή μου.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Title: Γιώργος Θέμελης, De rerum natura
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 23:22:45
Γιώργος Θέμελης: III. De rerum natura

Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
Ο ήλιος μες στην ψυχή μου.
Είναι ένας άλλος ουρανός.
Δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
Αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.

Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
Το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
Ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
Που τα ’δαμε, κοιταγμένα για πάντα.

Βραδιάζει, ξημερώνει – κάποιοι συνομιλούν.
Ως να ’μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα,
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας.
Τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.

Τα ’χουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
Τα κόκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.

Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
Μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
Την κατάφωτο όψη μας, το πρόσωπό μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.

Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
Ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
Μαζί με τα πράγματα και τα βουνά.


Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
Μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
Από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.

Ως να ’μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.

Αυτή ’ναι η θάλασσα η πολύφωτη,
Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
Ως με τον ύπνο, ως με τη σάρκα.
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.

Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
Μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.

(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα, και δεν παύει,
Δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας.)

Σ’ αυτό το ξύλο, μες σ’ αυτό το φως,
Σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
Την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
Του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.

(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα;)

Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
Το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.

Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα, σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.

Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,
Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη να κοιτάξω.


Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζει κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.

Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.

Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,
Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα
Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.

Ό,τι αγγίξαμε, ό,τι αγαπήσαμε.


Ό,τι άγγιξα, θα ’ναι αυτό,
Που θα ’χω αγγίξει∙ ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα ’χω κοιτάξει,
Αυτό που θα ’χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα, ό,τι αγάπησα.

Κι εγώ τι θα ’μαι τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει, ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.

Ποια μνήμη θα μου φέγγει να περνώ.

Κι εγώ κάπου θα ’μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.

Το ειπωμένο μου θα ’μαι τραγούδι και θα φεύγω.

Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα,
Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.

Μια φούχτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.

Μέσα στη δίψα η δίψα θα ’μαι, θα διψώ,
Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη η μνήμη, θα θυμάμαι,
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.

Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμά μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ’ναι τα δέντρα.


Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι, αντηχούμε,
Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου,
Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.

Φωνή που σ’ άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.

Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.


Κινώ το σώμα, κινείται η ψυχή μου,
Το κοιμίζω, κοιμάται.
Αγαπώ, αγαπά η ψυχή μου,
Γεύεται το σώμα και το αίμα.
Οσφραίνομαι, οσφραίνεται η ψυχή μου.

Εγώ πίνω, εγώ διψώ
Μες στην ψυχή μου, εγώ πάσχω,
Εγώ πληγώνω τα δάχτυλά μου.

Ό,τι άκουσε μες από μένα
Η ψυχή μου, τ’ ακούει.
Ό,τι είδε η ψυχή μου, το βλέπει,
Γίνεται, αναφαίνεται
Μες σ’ ένα ξάστερο ουρανό.
Ό,τι άγγιξε, το μεταμορφώνει,
Το κάνει ζώο, φωτιά, πουλί,
Μες σ’ ένα αδιάλειπτο καθρέφτισμα.

Ό,τι αγάπησε, το ανάβει και το καίει.


Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου,
Ψωμί και φως, τον ύπνο και τον έρωτα.
Αχόρταστο το φως, άπληστος ο έρωτας.
Δεν θα χορτάσουμε ποτέ τη στέρηση,
Θα τρώμε και θα πεινούμε, θα διψούμε.

Τα δέντρα μας θα ’ναι σαν τα λειψά
Κορμιά, λιπόσαρκα, μισοφώτιστα,
Μοιρασμένα ανάμεσα σκότος και φως,
Ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση,
Ως να μη χόρτασαν ήλιο και βροχή,

Ως να γυρεύουν κι άλλο φως μέσα στο φως.

Το σπίτι μας θα ’ναι μισοσκότεινο
Μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο.
Ως να μη γέμισε ήχο και μνήμη,
Ως να μη χόρτασε όλο τον ύπνο
Μέσα στον ύπνο που κοιμηθήκαμε.

Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου.


Ένα πουλί πέταξε κάποτε: πετάει,
Ένας άνεμος, ένας καπνός.
Ένα φτωχό σκυλί μες στη βροχή.

Ως ποιο τέλος, ποιον ουρανό.

Όλα είναι πολύ σιμά, μπορείς
Ν’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις,
Πράγματα καθαρά και τελειωμένα,
Μέσα στο τότε, μες στο τώρα.

Και τα χαρτιά που σκόρπισε ο αγέρας
Και τα κουρέλια μέσα στα σεντούκια
Μυρίζοντας θύμηση και σήψη.
Σκουπίδια, σκουριασμένα καρφιά, παλιά παπούτσια.

Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Ό,τι γίνηκε είναι σαν ένας καρπός,
Μισοφαγωμένος καρπός μέσα στο στόμα.
Από που θά ’ρθει φαίνεται μες στην πορφύρα.

Εδώ το μάτι, εκεί το θέαμα.

Μια καμπάνα σήμανε: σώπασε,
Μια καμπάνα σημαίνει: αντιλαλεί.


Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποκτήσω
Την ύπαρξή μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στον χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.

Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τ’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.

(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,
Τα χτίζει και τα γκρεμίζει.
Ποιος μας σωριάζει μες στον χρόνο.)

Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ’ναι παύση μες στον χρόνο,
Ως να ’ναι παύση κι όλα πρόκειται ν’ αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.


Δεν ξέρουν τίποτα, έχουν ξεχάσει
Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν,
Τι ελπίζουν, τα αιώνια πράγματα.
Ως να μην έχουν τόπο να σταθούν,
Ήλιο δικό τους, πρόσωπο, θάνατο,
Μοίρα δικιά τους άλλη απ’ τη δικιά μας.

Για ποια έσχατη κρίση, ποια εξαφάνιση.

Από μας παίρνουν, απ’ τα χέρια μας,
Το καθαρό τους σχήμα και μας μοιάζουν.
Φως απ’ το φως και θλίψη από τη θλίψη μας.

Θρηνούν, όταν θρηνούμε — έναν θρήνο άφωνο.
Αντανακλούν τη λάμψη μας μέσα στη νύχτα.

Όταν πεθαίνουμε, μένουν ακίνητα,
Χτυπημένα από μια τέλεια σιωπή,
Ανάμεσα φώτα, στέφανα και μουσική.

Έχουμε τον ίδιο ύπνο, τον ίδιο δρόμο, το ίδιο αργό μέλλον.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.

Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.

Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ’παιρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο — δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ευρυχωρία
Post by: wings on 07 Apr, 2018, 23:42:03
Γιώργος Θέμελης: IV. Ευρυχωρία

Δεν είμαι πια εκείνος, γίνομαι
Απ’ την αρχή, ετοιμάζω τη γέννησή μου.

Ήμουνα χαμένος και βρέθηκα,
Σήκωσα το σώμα και πορεύτηκα.

Έμαθα να βλέπω και να κινούμαι,
Έμαθα να ’μαι και να υπάρχω.

Μην ήμουνα τάχα και πριν, μη θα ’μαι
Και μετά, μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο;
Μην είμαι πιότερο από σκιά το σώμα που την κάνει
Και τηνε ρίχνει πίσω του μες στο σκοτάδι;
Μην είμαι το φως που πέφτει και γεννά
Σκιά και σώμα και καθρεφτισμό;

Μην είμαι πιότερο από πρόσωπο είδωλο
Και καθρεφτίζομαι, γνωρίζω τον εαυτό μου,
Εκεί που όλα υπάρχουν, είναι λαμπρά,
Σπιθοβολούν μες στη βαθιά συνείδηση;


Κλείνω τα μάτια, γίνεται νύχτα,
Κινούμαι, κινείται η γη.
Τ’ άστρα υποπτεύομαι πως έχουν το δικό μου φως.

Το σώμα είναι ένα μικρό ουράνιο σώμα.

Συνθέτω τον ήχο της βροχής,
Αισθάνομαι το μουσκεμένο χώμα.
Μες στη βαθιά καρδιά μου βρέχει,
Βρέχει πολύ μες στην ψυχή μου.

Μυρίζει η γη, μυρίζει ο ουρανός.

Μια μυρουδιά από σάπια φύλλα,
Φθαρμένα όνειρα, κλεισμένα σπίτια,
Ακίνητα νερά και λιμνασμένα.
Σα μια γυναίκα μες σε μια κάμαρη,
Ανέραστη, άγονη και σωριασμένη.
Μια μυρουδιά από σάρκα και καρπούς.

Μυρίζει μέσα η μνήμη μου, ευωδιάζει.

Όταν μιλώ, γίνεται αντίλαλος.
Πίσω από κάθε λέξη άλλες λέξεις,
Πίσω από κάθε φωνή άλλες φωνές.

Σα να μιλούν πολλοί μαζί, σα να φωνάζουν από μακριά.


Ακούω τους ήχους, φαίνονται από παντού,
Το φως το βλέπω και με βλέπει.
Απόχτησα καθρεφτική διαφάνεια.

Είμαι ένα θέαμα ή μια εικόνα.

Πρόσωπα διαβαίνουν στο πρόσωπό μου,
Κοιτάζονται, χαμογελούν μες στο χαμόγελό τους.

Σπιθοβολούν τα μάτια, χίλια μάτια.

Φαίνονται κι άλλα φαινόμενα κι άλλες σκιές,
Αγέννητες σκιές, άφαντα είδωλα,
Που κυνηγούν τον ίδιο τον εαυτό τους,
Για νά ’ βγουνε στο φως, να γεννηθούν,
Από την άλλη μεριά μες απ’ τη νύχτα,
Την άγνωστη νύχτα την ερχόμενη.

«Ποιοι είστε σεις, που δε σας ξέρω κι όμως
Σας μοιάζω σαν ένας από σας,
Πλασμένος απ’ την ίδια σκιά, βγαλμένος απ’ την ίδια νύχτα.

Την όψη μου έχετε, τη θλίψη μου, τη μοναξιά.»

Δεν έχουν ακόμα φτάσει από μακριά,
Να πάρουν σάρκα, να φανούν μες στον καθρέφτη,
Όπως μισόφωτα ψάρια που γλιστρούν,
Να θαμποπαίξει ο ήλιος στο πρόσωπό τους.
Να δοκιμάζουν το θέαμα και να περνούν
Από τον σκοτεινό βυθό στην επιφάνεια,
Από τον κρότο και τον θόρυβο στη μουσική.


Το θέλησα, το χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Το φως: το πόθησα και το κάλεσα.

Ο ύπνος είναι γιατί τον πόθησαν το μάτια μου,
Ο έρωτας, γιατί τον κάλεσε η ψυχή μου.

Τον θέλησα, τον χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Ο Θεός: τον φώναξα και τον ζήτησα.
Τον έχω ανάγκη, τον καλώ και τον γυρεύω.

Τον ζήτησα και τον καλώ κι έρχεται ο θάνατος.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (II)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:02:30
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

II

Γιατί τα ρόδα να ’ναι εφήμερα,
Καθώς τα χείλη μας, τα μάτια μας.

Έκπληκτα μάτια, έκθαμβα ρόδα σιωπηλά.

Δεν ξέρουμε τίποτα, ψυχή μου,
Αν θα χαθούμε για πάντα, αν θα βρεθούμε.

Αν θα ’μαστε κάποτε δέντρα ή Άγγελοι.

Αισθάνεσαι, ακούς, βλέπεις,
Είναι ένα θαύμα που αισθάνεσαι.

Ακούς τον ήχο, την άλλη μουσική
Την παντοδύναμη, πίσω απ’ την όψη τη στιλπνή.

Δεν κελαηδεί τ’ αηδόνι, δε γαβγίζει το σκυλί.

Πίσω από τούτο το είδωλο άλλο είδωλο,
Πίσω απ’ το σκοτάδι σκοτάδι.

Είναι τάχα τα μάτια που μας γελούν,
Είναι το φως που παίζει με την ψυχή μας.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (III)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:07:38
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

III

Φως και σκιά, θέαμα, νύχτωμα.

Ως να μας βλέπει κάποιος από μακριά,
Ως να μας βλέπει από μακριά και βλέπουμε.

Είναι ένας ήλιος στο πρόσωπό μας.

Έρχεται μέσα μας το απέραντο,
Το ανάκουστο έρχεται, το αόρατο.
Μας παίρνει το φως σα μια νεφέλη,
Από ’ναν ήλιο σ’ άλλον ήλιο.

Αγάπη απέραντη μες στην αγάπη.
Αγάπη απέραντη, θλίψη απέραντη.

Γινόμαστε άστρα μες στη νύχτα.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (IV)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:14:36
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

IV

Ποιος ν’ αρνηθεί αυτό π’ ακούγεται
Σαν πίσω από μια πέτρινη σιωπή.

Αντιλαλούνε τα βουνά, τ’ άλλα βουνά.

Κάθε στιγμή χτυπάει το τύμπανο,
Κάθε στιγμή χανόμαστε μέσα στον ύπνο.

Εικόνες του ήλιου, σώματα, σχήματα.

Πριν μας μπερδέψει ο μέγας άνεμος,
Πριν μας ξεπλύνει μια βροχή, χαμογελάει
Η μια ψυχή στην άλλη, τη χαιρετάει από μακριά.

Η μια αστραπή καλεί την άλλη αστραπή.

Ερχόμαστε μέσ’ απ’ το σκότος σαν τους νεκρούς.
Βλεπόμαστε μες σε μια λάμψη,
Μες σ’ ένα αιφνίδιο φως, χέρια και πρόσωπα.

Είναι μεγάλα ζώα ανάμεσά μας, είναι
Βαθιά ποτάμια, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.

Δεν πρέπει ν’ αργοπορήσουμε, χτυπάει το τύμπανο.

Ο έρωτας είναι βιαστικός, όπως η φωτιά,
Όπως ο γλήγορος ίσκιος του θανάτου.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (V)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:22:34
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

V

Μιλούμε για μια στιγμή: σωπαίνουμε.
Η μια στιγμή περνά μέσα στην άλλη.

Η αγάπη μας είναι μια έκπληξη.
Βιαζόμαστε να φανούμε: βιαζόμαστε να πεθάνουμε.

Τα λόγια μας είναι σκληρά και πέφτουν
Σαν τα πετράδια ή τα σπέρματα,
Τα λόγια μας τα όνειρά μας.
Γυρεύουν χώμα να σταθούν, γυρεύουν φως,
Όπως τα δέντρα και τα όνειρα, όπως τα βουνά.

Ω γη, βαθιά γυναίκα, μάνα, απέραντη σύλληψη.

Λόγια και όνειρα κυλούν και πέφτουν,
Γίνονται σώματα, κατοικίες,
Να ντύνονται οι ψυχές, να ευφραίνονται
Τη σάρκα και το αίμα, το υμέναιο∙
Σκαμμένοι αγροί, παράθυρα και τάφοι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να χαίρονται οι νεκροί.

Όρη, βουνά και χτίσματα, ωραία κορμιά,
Όπως στημένα αγάλματα στους κήπους,
Στέκουν στολίζουν το φως, λυγούν.

Ήλιοι και ήλιοι, ανατέλλουν και δύουν, αστερισμοί.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (VI)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:29:36
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

VI

Είναι ο μέγας χρόνος, μας σηκώνει,
Είναι ένας κήπος, ένας ποταμός.
Μας γεμίζει σιωπή και θύμηση, τον γεμίζουμε
Μ’ άλλη σιωπή και μ’ άλλη θύμηση.

Η θύμησή μας είναι σα μια μουσική.

Βήματα ακούγονται, τα βήματά μας,
Γεμίζουν τη γη, αντηχούν στον θάνατο,
Τ’ ακούν νεκροί και ζωντανοί.

Τ’ αφουγκράζονται οι ψυχές που θα ’ρθουν.

–Σαν τους αγίνωτους καρπούς που βιάζονται
Να ωριμάσουν και να πέσουν
Στο μέλλον – όπως γυναίκες που περιμένουν
Τον εραστή: ποιος έρχεται μέσα στη νύχτα–

Πότε θα τις καλέσει ο έρωτας
Μες σε μια γέννηση, ενσωμάτωση,

Να πάρουν τη σάρκα τους και να φανούν.

Να γευτούν τον ύπνο και τον θάνατο,
Να σηκώσουν την εξορία τους.

Πόση βροχή από αίμα, πόσος τοκετός.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (VII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 00:35:30
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

VII

Θέλω να πω στην ψυχή μου,
Πως είμαι, υπάρχω, αντανακλώ.

Είμαι ένα ρόδο ή ένα σύμβολο.

Θέλω ν’ ανοίξουνε τα πέταλά μου,
Τ’ αόρατα φτερά μου τα κλειστά.

(Δεν έχω μύρο και άνεμο, δεν έχω διαστήματα.)

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Να σε χορτάσουν, Θεέ μου, θέλουν
Δίχως καθρέφτισμα και συγνεφιά.

Θέλουν τα μάτια να σε δουν,
Τα χέρια μου να σε κρατήσουν.

Κατάματα, κατάσαρκα.

(Βλέπουν τα μάτια και δε βλέπουν,
Τρέμουν τα χείλη και σφαλούν.)

Αν είσαι αγέρας, σήκωσέ με,
Αν είσαι φως, πυρπόλησέ με.
Αν είσαι θάνατος, θανάτωσέ με.

(Μιλώ καθώς μιλούν οι ερωτευμένοι.)

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (VIII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 01:47:07
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

VIII

Λέω λόγια, λόγια, χειρονομώ,
Χειρονομίες φανταστικές στην άκρη μιας θάλασσας,
Στην παραλία ή στο χείλος ενός απέραντου καθρέφτη.

(Από ποια αντανάκλαση φωτίζεται το πρόσωπό μου.)

Σκιές διαβαίνουν, θαυμαστά φαντάσματα,
Η ομορφιά μιας δύσης που πνίγεται στο αίμα της.

(Δε φαίνεται ο Ήλιος της Δικαιοσύνης.)

Κάνω να μιλήσω και σωπαίνω.
Αυτό που θέλω να πω δε λέγεται,
Δεν έχει μιλιά, δεν έχει αντίλαλο.
Όπως τ’ αμίλητο νερό και τ’ άφωνα φυτά,
Τ’ άχρηστα όργανα, που μοναχά στενάζουν.

(Στενάζουν τα όργανα και τα φυτά,
Στενάζουν οι ψυχές μες στην αγάπη,
Μες την επιθυμία την ανεκλάλητη.)

Δεν μπορούμε, Θεέ μου, να μιλήσουμε.

Κάνω να κινηθώ, να κάμω κάτι,
Να μετακινηθώ ή να πετάξω,
Δε γίνεται, γλιστράει μες απ’ τα δάχτυλα,
Όπως το αγίνωτο όνειρο ή τ’ άπατο πιθάρι.

Τι σημαίνει, τι αντηχώ, τι περιμένω.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (IX)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 01:52:08
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

IX

Όταν μας πάρει το αιώνιο φως, πού θα βρεθούμε.

Ω γύμνια απ’ όλα τα πανέμορφα φορέματα,
Τ’ ατίμητα στιλπνά στολίδια του ήλιου.

Γύμνια του έρωτα και του θανάτου.

Αίμα παγωμένο για πάντα, αίμα κρυστάλλινο,
Εύθραυστο αίμα αγγελικό,
Γαλάζιο αίμα, ατάραχο, άμωμο,
Επάνω απ’ όλες τις ερημίες,
Όπου πλανιέται το φως,
Απάνω απ’ όλες τις πληγές,
Ψηλά προς το απόλυτο ψύχος.
Ω άχραντη ομορφιά και χιονισμένη,
Όπως τ’ απάτητα βουνά που περπατάει ο ήλιος.
Επάνω από τον έρωτα, επάνω από τον θάνατο,
Εκεί που πάνε τα όνειρά μας,
Τα έκπληκτα μάτια, τα μεγάλα μυστικά.

Απόλυτη σιωπή...

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XI)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 01:57:45
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XI

Εγώ αγαπώ τη θλίψη,
Την άγια θλίψη.
Δε θέλω
Να ’μαι χωρίς όψη, δίχως έρωτα.

Δε θέλω να ’μαι χωρίς έρωτα και θλίψη του θανάτου.

Εγώ αγαπώ το αίμα,
Το τίμιον αίμα.
Δε θέλω
Να ’μαι χωρίς πληγή και δίχως κάρβουνο.

Δε θέλω να ’μαι δίχως πληγή και τύψη της πληγής.

Εγώ αγαπώ τη γη,
Τη μάταιη γη.
Είμαι από γη,
Σηκώνω το χώμα της και τον καημό της.

Δε θέλω να ’μαι δίχως καημό και πάθος του καημού.

Εμένα η αγιότητά μου είναι η φωτεινή ματαιότητα,
Αγγελικότητά μου η έκπαγλη πλάνη.
Δε θέλω
Να ’μαι σαν τα σκουλήκια ή τα ποτάμια.

Δε θέλω να ’μαι ένας γυμνός νεκρός ή ένας Άγγελος.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 02:02:51
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XII

Είμαι από νερό και χώμα σαν τα βουνά,
Τ’ ανήσυχα δάση που περιμένουν
Μια έξαφνη λάμψη να τα κάψει.

(Μπορεί να ’ναι μια λάμψη ο Θεός,
Την περιμένουμε, την καρτερούμε.
Μια πυρκαγιά μέσα στα δάση.)

Επλάστηκαν τα χέρια μου, ζυμώθηκαν
Με χώμα και όνειρο, όπως ζυμώνονται
Τ’ ανώνυμα ρόδα και τα δέντρα.

Κρύβω την άφωνη πίκρα του φυτού.

Όταν θα πέσει η τελευταία νύχτα,
Σκιά τεράστια σκεπάζοντας το φως,
Μη με θρηνήστε, μη με κλάψτε,
Βάλτε ψηλή φωτιά και κάψτε με.

Να πάρει η σάρκα πύρινα φτερά και να πετάξει.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XIII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 02:07:08
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XIII

Αν είμαι από λάσπη και σιωπή,
Από σκιά και φως, από θάλασσα,
Μαύρος καπνός ή ένα σύγνεφο,
Πέτρινο άγαλμα, πέτρινος ήχος,
Θα με φάει το φως, θα με πάρει η μουσική.

Αν είμαι κάποιου ανέμου στεναγμός.

(Κάποιου μοναχικού Θεού το ανείπωτο,
το μέγα πάθος, το χαμένο μυστικό.)

Η αγάπη μου είναι σα μια κραυγή
Μες στα μεσάνυχτα, κανείς δεν ξέρει
Ποιος στέναξε κι αντιλαλούνε τα βουνά.
Μονάχα η σάρκα μου ξυπνά
Μες απ’ τον ύπνο της, μες απ’ τον θάνατο.

Όπως μια πόρτα που τη δέρνει ο άνεμος.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XIV)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 02:11:49
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XIV

Κάθε νύχτα έρχεται ο θάνατος,
Είναι σκοτάδι μες στο σκοτάδι.
Κάθε πρωί σημαίνει ανάσταση,
Ανασηκώνονται τα σώματα των νεκρών,
Πρόσωπα από πάχνη της νυκτός,
Μέσα σ’ αυτή τη σκόνη, αυτό τον άνεμο.

Μπορεί σε κάποιον ύπνο ν’ ανταμωθούμε.

Περίμενέ με, ψυχή μου, θα σε κράξω,
Θα σε φωνάξω και θ’ αποκριθείς.

Μην αστοχήσεις τ’ ωραίο σου πρόσωπο.

Θα σου δώσω πίσω τ’ ακριβά σου μάτια,
Τ’ άχραντα χέρια σου θα σου χαρίσω.
Τη γήινη σάρκα σου, τα όνειρά σου.

Γιατ’ είναι ο έρωτας μια μουσική, ο θάνατος
Παύση: μια τελειωμένη επιθυμία.

Ο χρόνος όλος μια στιγμή σιωπής, ένας αντίλαλος.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XV)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 17:59:00
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XV

Πώς να σε πω και να σε μάθω,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο τον ατέλειωτο.
Πώς να σ’ αγγίξω, αγαπημένη μου ψυχή,
Παντοτινή, ανέγγιχτη ερωμένη,
Του έρωτα ακριβή και του θανάτου.

Πιάνω το χέρι, χάνεται το χέρι μου,
Αγγίζω το πρόσωπο, σβήνει το πρόσωπό μου.

Δεν είσαι δέντρο ή ζώο, δεν είσαι πράγμα.
Κρύβεσαι μέσα μου, στη σκοτεινιά,
Το μεγάλο Πράγμα, που τ’ ονειρεύονται
Όλα τα πράγματα της γης, όλα τα όντα,
Τα ορατά και τ’ αόρατα, τα μυστικά
Και το στερούνται και τ’ αναζητούν,
Γιατί δεν έχουν έρωτα, δεν έχουν θάνατο.
Το μόνο Πράγμα, το χαμένο φως,
Ο άγνωστος ξένος που περνά στα όνειρά μου,
Τα ξεσηκώνει, όπως τ’ ανύποπτα πουλιά ο διαβάτης
Και μου τα δείχνει σαν σε καθρέφτη.

Ανοίγει τα μάτια μου, κινεί τα χείλη.

Ποιος έχει μάτια και χείλη, ποιο πράγμα,
Ποιος άστρο ή δέντρο, ποιος Θεός.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XVI)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:04:13
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XVI

Μάτια και χείλη, σάρκα, αέρινο ένδυμα.

Είναι ένας ίσκιος, γυρεύει τη γέννησή του,
Μια άλλη μάνα, έναν άλλο τοκετό.

Είναι γυμνός και κρυώνει, γίνεται άφαντος.

Εκεί, που πέφτει το σώμα, κείτεται το σχήμα του,
Σώμα στο σώμα, σώμα του σώματός μου.

(Μας γεννούν, Θεέ μου, μας ανατρέφουν
Μας κλείνουν τα βλέφαρα και μας θρηνούν.)

Μια ακοίμητη, μια σιγανή φωτιά.
Μας καίει και μας ανάβει: σάρκα, οστά.

Δεν μπορούμε ν’ ανταμωθούμε,
Να δούμε φως, να υπάρξουμε,
Έξω απ’ τον ύπνο, έξω απ’ τον θάνατο.

Έξω απ’ τη φλόγα που μας καίει.

Μες στην πυρά μονάχα υπάρχουμε.
Καπνίζουν τα όνειρα μέσα στη νύχτα.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XVII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:09:34
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XVII

Τα μάτια μου έγιναν άπληστα,
Σαν λιμασμένα πουλιά.
Τα χείλη μου όλο διψούν.
Τα χέρια μου δεν έχουν κορεσμό.

Πεινώ και διψώ: αγκαλιάζω τον άνεμο.
Διψώ και πίνω και δε χορταίνω.

Ο ύπνος μου μέσα γέμισε ρωγμές,
Σαν τ’ άδεια σπίτια τα ετοιμόρροπα.

Τι να τα κάμω τούτα τα στεγνά καψαλιασμένα χέρια,
Τούτη τη σάρκα που μύρισε στάχτη και καπνιά.

Να πιάσω απ’ την αρχή να ξαναγίνω,
Να με γεννήσει η μάνα μου ξανά.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Φωτοσκιάσεις (XVIII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:14:24
Γιώργος Θέμελης, Φωτοσκιάσεις

[Ενότητα Φωτοσκιάσεις]

XVIII

Είναι μέσα μου κάτι σκληρό.

Από πέτρα, με σιωπή πέτρας.
Από μπρούντζο ή από θάνατο,
Από τ’ άσπιλο μέταλλο του κόσμου.

(Μπορεί να ’ναι από θάνατο,
Μπορεί από μπρούντζο οι Άγγελοι.)

Από καμπάνα ή από σάλπιγγα.

Με πνίγει ο χρόνος, σημαίνει,
Με δέρνει η τύψη, αντιλαλεί
Μες σ’ όλους τους ανέμους,
Σα να φωνάζει βοήθεια,
Σα να ’πιασε φωτιά η ψυχή.
Καίγεται: τίποτα δεν τη σβει.

***

Στώμεν καλώς∙ στώμεν μετά φόβου.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Επίσκεψη ή το εικόνισμα του Ευαγγελισμού
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:26:04
Γιώργος Θέμελης, Επίσκεψη ή το εικόνισμα του Ευαγγελισμού

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Το ’χε η ψυχή προβλέψει, όπως προβλέπουμε τον καιρό,
Από σημεία του ήλιου και του φεγγαριού.
Ως να ’χε ενσωματωθεί τον άνεμο ν’ αντιλαλεί το γλήγορο πέρασμά του
Κι ήταν γεμάτη από την ευωδιά που φέρνει η προσμονή,
Όπως η άνοιξη που καθυστέρησε.

Ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει τα πρόσωπα των περαστικών.

Μέσα της ηχούν όλα τα βήματα που έρχονται, όλες οι αναπνοές
Των παρθένων που δεν μπορούν να μετακινηθούν
Από εαρινή ευφορία και στοχασμό και που πλαγιάζουν
Με περισσή επιφύλαξη και φόβο και συλλογίζονται το ξημέρωμα,
Τι φως θα φέρει ο ήλιος που θ’ ανατείλει.
Μέσα της ανοίγουν όλες οι αναφυόμενες προσδοκίες του αδιάκοπα ερχόμενου,
Που μπαίνει από την είσοδο και χαμηλώνει διπλώνοντας πίσω τα φτερά,
Σα να γυρεύει την κρυφή ρωγμή να εισχωρήσει στο σώμα.
Και μόλις προφταίνει ν’ ανοίξει το στόμα και να πει ένα «Χαίρε!»
Και να προσθέσει «Κεχαριτωμένη, αδιάκοπη ερωμένη...»
Γιατ’ είναι βιαστικός πολύ να εξαφανιστεί μέσα στην πλήρη του ελευθερία,
Δοσμένος όλος σε μια κίνηση: την προσφορά του κρίνου.

(Σύμβολο παντοτινό του αγαπημένου που έρχεται,
Φέρνοντας την περιπόθητη κυοφορία.)

Έχουν κιόλας όλα τελειώσει, όλα ειπωθεί, πριν ειπωθούν,
Προτρέχοντας τα λόγια, όπως ο κρίνος το χέρι του Επισκέπτη.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πορτρέτο
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:32:03
Γιώργος Θέμελης, Πορτρέτο

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Φωτογραφία δεν είναι ή πορτρέτο,
Εικόνα μου και ομοίωμά μου.

Αν με ποθούν τα μάτια, δε με βρίσκουν.

Μη με ζητάς μες στην αγάπη,
Μέσα στον ύπνο ή στον καθρέφτη.

Αν είμαι ωραίος, είναι που λείπω.

Ρούχα προβαίνουν και ποδήματα
Στον ύπνο και στο φως,
Τ’ ανύποπτα φορέματά μας.
Σκιά, στολή, πανί, δέρμα.

Πώς να μπορέσω να βρω
Μες στ’ άδειο μου πουκάμισο.

Φιλώ τα χείλη, σβήνουν
Τα χείλη σου, σφαλούν τα μάτια.
Πιάνω τα χέρια σου και τα μαλλιά.

Την άδεια σάρκα, τ’ απογυμνωμένα οστά.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μεταμφίεση
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:34:55
Γιώργος Θέμελης, Μεταμφίεση

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Πολυτελή στολίδια μάς ταιριάζουν
Να φαινόμαστε: πορφύρα και βύσσος.
Φτιασίδι και άρωμα, να γενούμε ωραίοι.
Ο έρωτας βάζει τα καλά του, στολίζεται,
Μεταμφίεση, εμφάνιση στα φώτα μιας γιορτής.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Συνάντηση
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:41:30
Γιώργος Θέμελης, Συνάντηση

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Έχουμε συνάντηση στην καρδιά,
Το σταυροδρόμι των συναντήσεων,
Εγώ, ο εαυτός μου κι η ψυχή.

Ίσα ίσα μας παίρνει, μας χωρεί,
Όπως μια κλίνη κοινή.

Δε χορταίνει ο ένας τον άλλο,
Τον γεύεται, τον αποζητά,
Το περιπόθητο αίμα και το πρόσωπο.

Απ’ την πολλήν αγάπη, απ’ την πολλή ενατένιση.

Συνουσία παράξενη, ερμαφρόδιτη,
Οστά και δέρμα, πτέρωμα και μοναξιά,
Σάρκα, καθρέφτισμα και λάμψη.

Πώς να μας σμίξει ο έρωτας, πώς να μας κρύψει ο θάνατος.

Φαινόμαστε, φαίνονται οι διαστάσεις μας,
Τ’ απόκρυφα μέλη, τα σημάδια μας.
Οι ρίζες μας βυθίζονται στη λάσπη,
Μπερδεύονται με τα κύτταρα των φυτών,
Τα σάπια νερά και τα σκουλήκια.
Επιθυμίες και όνειρα μας τρέφουν.
Το σκότος εναλλάσσεται με το φως.
Φέγγουν εικόνες αγίων και χέρια αγαπημένα,
Σαν σε ναό τη νύχτα που φωτίζεται.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κατοικία
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 18:46:18
Γιώργος Θέμελης, Κατοικία

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Καθόμαστε μόνοι στην κατοικία μας.
(Έξω αστράφτει, έξω βρέχει,
Έξω γαβγίζει το σκυλί.)
Σαν σε κλειστό σπίτι άδειο ναό.
Σκοτάδι και μοναξιά.
Η μοναξιά του σώματος μέσα στη σάρκα,
Το ίδιο το πνεύμα μέσα μας, όπως το χάος,
Που μας κυκλώνει, μπαίνει ανάμεσά μας.

Το αισθάνεσαι το πνεύμα, τη μοναξιά,
Να λιμνάζει μέσα σου, ν’ ακινητεί,
Σαν ένα τέλμα, ν’ ανασηκώνεται,
Όπως η θάλασσα κι η θύελλα.

Για τούτο είναι αχώρητη κι αβάσταχτη
Η θάλασσα κι η μοναξιά,
Και κατατρώει τη σάρκα και την πέτρα.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ίχνη ομορφιάς
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:15:40
Γιώργος Θέμελης, Ίχνη ομορφιάς

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Είμαστε τάχα πολλαπλοί,
Διπλοί και χωρισμένοι,
Νεκροί και ζωντανοί.
Μισό πρόσωπο φως, μισό σκοτάδι.

Μπορεί να ’ναι η ομορφιά αυτό που μας λείπει,
Η ανοιχτή πληγή: η άλλη ομορφιά,
Όμοια με χείλη κλειστά πίσω από χείλη,
Πρόσωπα αινιγματικά και σκεπασμένα.

Μας έχουν τάχα σχίσει μ’ ένα σπαθί.

Όπου κι αν στρέψεις, πονεί,
Μια θύμηση, μια κομμένη σιωπή.
Υποψία μιας λάμψης μες στη νύχτα.

Τάχα φοβάται η άλλη ομορφιά,
Τάχα φοβάται να φανεί στο φως.
Να μη χαθεί το φως και σβήσει ο ήλιος.

(Λυπηθείτε το σώμα, λυπηθείτε την ψυχή!)

Το κάθε τι πο’ ’χει χαθεί
Απ’ τ’ άφαντο πρόσωπό μας,
Το κάθε τι πο’ ’χει διαβεί
Απ’ τ’ άπληστα μάτια στην αφάνεια,
Εκεί που παύει η βασιλεία του ήλιου,
Ως να ’χει περάσει σ’ άλλον ουρανό,
Φαντάζει εξαίσιο και τελειωμένο
Και μας βαραίνει για πάντα, μας θαμπώνει.

Ένα χαμένο πράγμα, η νύχτα, η όψη ενός νεκρού.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κοιμητήριο
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:19:50
Γιώργος Θέμελης, Κοιμητήριο

[Ενότητα Έρωτος Εγκώμια]

Εδώ κείτονται όσοι απόμειναν πίσω,

Όσοι ξέχασαν και ξεχάστηκαν,
Όσοι σκότωσαν και σκοτώθηκαν.

Ψυχές που απογυμνώθηκαν
Στην οδύνη, μες στη μάταιη θλίψη.

Όσοι αρνήθηκαν το σώμα και το αίμα.

Οι πολύ ωραίοι, οι πολύ άγονοι,
Οι λυπημένοι, οι απαρηγόρητοι.

Τόσες ψυχές μες στην ψυχή μου.

Μες στην καρδιά μου είναι ένα κοιμητήριο.

Όσοι κοιμούνται και περιμένουν,
Κάποτε θ’ αναστηθούν σταματημένοι
Όπως ακίνητες πέτρες ή ομοιώματα δέντρων.

Όποιος αγάπησε θα’ ναι ο αγαπημένος.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αντήχηση
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:23:49
Γιώργος Θέμελης, Αντήχηση

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Εδώ είμαι, μες στην κλειστή καρδιά μου.

Αν πιάσεις το χέρι, πιάνεις την ψυχή:
Αφή από φυλακισμένο πουλί ή σπαραγμό από ψάρι.

Αν κόψεις λίγο κρέας, κόβεις λίγη ψυχή,
Αν φτύσεις το πρόσωπο, φτύνεις το πνεύμα.

Κάθε ράπισμα, κάθε φίλημα περνά
Μες σε πολλά επίπεδα, σαν ήχος που αντηχεί.
Το δέχεται μέσα ο Κύριος, το αποτυπώνει
Στη μυστική του σάρκα, το κρύβει στο αίμα του.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Καθώς ξίφος γυμνό
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:32:41
Γιώργος Θέμελης, Καθώς ξίφος γυμνό

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Είναι ένας δρόμος για μας, είναι μια στέγη,
Είναι ένας τάφος, ένας ουρανός.

Να γεμίσουμε την έκταση που μας δόθηκε.

Εδώ που φάνηκε το πρόσωπό μας,
Εδώ που χώρες η ψυχή μας,
Κανείς δε φάνηκε, μήτε θα φανεί.

Κανένας ήλιος δε θα ανατείλει.

Έχουμε να πούμε: αγάπη και ψωμί,
Καλημέρα — καληνύχτα, να κοιμηθούμε
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό τον θάνατο.
Να σηκωθούμε και να κοιτάξουμε τον ουρανό,
Σ’ αυτό τον ήλιο ως τους τελευταίους ήλιους.

Ο ήλιος μας είναι μες σ’ όλους τους ήλιους.

Ό,τι πω κερδίζεται∙ ό,τι αγαπήσω
Διασώζεται∙ ό,τι περνά στην μπόρεσή μου,
Καθώς ξίφος γυμνό στο χέρι μου.

Χέρι μου, ξίφος μου και δύναμή μου.

Αυτό που έχω κάνει κι έχω πει,
Αυτό, που αποτυπώθηκε στη γη.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σημεία και σύμβολα
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:41:23
Γιώργος Θέμελης, Σημεία και σύμβολα

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Αυτό το φως, η γήινη μαρτυρία,
Σημείο ακίνητο μέσα στην κίνηση.
Το δέντρο μου, τ’ άστρο μου, τα σύμβολά μου.
Αυτός ο αγέρας, η συγνεφιά,
Άρωμα βροχής στο διψασμένο χώμα.

Αυτός ο κύκλος, αυτό το απόγευμα,
Σαν ένα όχημα σταματημένο.
Αυτό τ’ άγνωστο πρόσωπο που με κοιτά,
Περνά στον ύπνο και με βλέπει,
Σα να μου φέγγει, πρόσωπο και φεγγάρι.

Αυτή εδώ η γεωγραφία: μια πολιτεία,
Τόσο μήκος, τόσο πλάτος,
Ένα δάσος με σιωπές,
Ή ένα κοιμητήριο ζωντανών.
Τόσες ψυχές φυλακισμένες,
Χιλιάδες χρόνια σε μια στάση.
Ίδια σπίτια, ίδιοι αντίλαλοι.

Κι εγώ να βλέπω και να περνώ.

Είμαι τάχα ένα σημείο
Μες σ’ ένα δρόμο που με παίρνει και λυγάει
Μες στον αγέρα, μες στον χρόνο.

Γιατί να κουρελιάζεται τ’ ωραίο μου φόρεμα
Και να φεγγρίζει πίσω το γυμνό.
Γιατί να εξατμίζεται το πρόσωπό μου.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Τοπίο και όργανο
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 19:46:16
Γιώργος Θέμελης, Τοπίο και όργανο

[Ενότητα Σημεία και σύμβολα]

Είμαι τάχα ένα τοπίο,
Με τα φυτά μου και τα ζώα μου.

Και τα βουνά μου με τριγυρίζουν.

Είμαι τάχα ένα απέραντο όργανο,
Με τις χορδές μου, με τα πλήχτρα μου.

Πνοές ανέμων με φυσούν,
Αόρατα δάχτυλα μ’ αγγίζουν.

Ακούς μέσα μια θάλασσα να φωνάζει.

Ακούς χτύπους, ακούς φωνές,
Ομιλίες νεκρών και περπατήματα.

Κάνω να μιλήσω κι αντηχώ.

Λέω νερό κι η βρύση τρέχει∙ λέω ήλιος,
Και ωριμάζουν τα στάχυα∙ λέω έγερση,
Κι αρχίζει μες απ’ τη νύχτα να ξημερώνει.

Λέω φως: και γίνεται φως...

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η γέννηση
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 20:45:30
Γιώργος Θέμελης: Α. Η γέννηση

Αγρυπνία κατανυκτική

Σε δύο φωνές και χορό

Πρώτη φωνή
Αυτό που φάνηκε δεν είναι πουλί,
Αυτή η ανάσα, το καρδιοχτύπι
Σαν το δικό μας, τούτο το λαχάνιασμα.

Δεύτερη φωνή
Ω νύχτα, που μας δέχεσαι,
Νύχτα, που μας παραμορφώνεις.

Έπεσε τάχα κι έφτασε ως εδώ ή μας ’ποθύμησε,
Κάπου μας είδε και μας θυμήθηκε.

Πρώτη φωνή
Να το σηκώσουμε, να το κρατήσουμε.

Δεύτερη φωνή
Ω άμορφη σάρκα σαν τη ζύμη,
Σάρκα θεού, του πιο γυμνού θεού,
Σχήμα του πιο γυμνού ανθρώπου.

Τι κρύβουν τα μάτια τα κλειστά,
Τ’ άγγιχτα χείλη τα γραμμένα.

Ποια τάχα ψυχή μέσα στο σώμα.

Χορός
Από ποιον πήρε, τίνος σάρκα,
Αίμα και σάρκα και του μοιάζει.
Από ποιον πήρε τάχα ο έρωτας,
Από ποιον πήρε τάχα ο θάνατος,
Σπλάχνα, οστά, την ομορφιά.


Πρώτη φωνή
Τίποτα δεν έφερε να μας φιλέψει,
Ένα μικρό καρπό ή ένα κρίνο.

Τίποτα δεν έφερε, τίποτα δεν φορεί,
Ένα πανί να κρύψει τα μέλη του.

Δεύτερη φωνή
Μήτε κουρέλι να ζωστεί μήτε μαχαίρι.

Χορός
α' ημιχόριο

Πορφύρα του ’πρεπε, μαλαματένιο χαϊμαλί,
Πέδιλα, υποπόδια, ψηλά μποτίνια.
Στέφανα του ’πρεπαν και μουσική.

β' ημιχόριο
Πιο πολύ φως, πιο πολύ ομορφιά,
Πιο ομορφιά απ’ την ομορφιά.

Πρώτη φωνή
Πόσο είμαστε έρημοι, Θεέ μου, πόσο φτωχοί.

Δεύτερη φωνή
Είναι γυμνός και κρυώνει ο άνθρωπος, κρυώνει ο Θεός,
Χωρίς στολή και δίχως πανοπλία,
Φτερά, μεγάλα σώματα, σπαθιά.

Χορός
Και τ’ απαλό σκοτάδι θα μπορούσε
Και το πολύ φως και ίσκιος ονείρου
Και ίσκιος περαστικού πουλιού να μας συντρίψει.


Πρώτη φωνή
Μήλο πεσμένο απ’ τη μηλιά, ρόδο κομμένο,
Ένα μαντίλι κόκαλα, μια φούχτα χώμα.

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, μην το ψάχνετε με τα μάτια,
Δεν ξέρει να κρύψει το πρόσωπό του.
Δεν ξέρει από ντροπή, δεν ξέρει από καθρέφτισμα.

Ντραπείτε τη δική σας γύμνια και ντροπή.

Χορός
Τι θα μπορούσε να μας σκεπάσει,
Τι να μας κρύψει από το πρόσωπό μας.

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, αφήστε το στα σπάργανά του,
Καθώς πάνω σε στρώματα από ρόδα,
Ν’ αναπαυτεί απ’ το αίμα και τον τρόμο.

Πρώτη φωνή
Σιγά, να μην πονέσει και σκιαχτεί,
Να μην τρομάξει και ματώσει.

Δεύτερη φωνή
Να αισθανθεί τη μυρουδιά του γήινου ύπνου.

Χορός
Ποιος να το πει και να τ’ ακούσει.
Η γέννησή μας είναι σαν τον ύπνο.
Τον γήινο ύπνο, τον γήινο θάνατο.
Στέρηση, αίμα και σάρκα, αποκοπή,
Σαν του καρπού που πέφτει απ’ το μεγάλο δέντρο.
Ανάμνηση, απογύμνωση και πτώση Αγγέλου.

Δεύτερη φωνή
Όσοι γεννηθήκατε, όσοι έχετε γευτεί
Το σώμα και το αίμα, όσοι γυμνοί,
Ω τελειωμένες ψυχές μέσα στον χρόνο,
Μη θρηνείτε την απογύμνωση,
Υποδεχθείτε την άχραντη γέννηση, προσευχηθείτε.

Όσοι πιστοί, προσέλθετε.

Χορός
α' ημιχόριο

Γέννηση ενσωμάτωση της ωραιότητας,
Γήινη πτώση και φεγγοβολή
Της απογυμνωμένης θεότητας,
Αδελφή του θανάτου, γέννηση – άνοιξη.
Ω σιωπή των ουρανίων ερήμων.
Κλίμαξ άνω και κάτω, ποταμέ,
Αείροη Κρήνη μυστική.

Λεηλασία της Μοναξιάς, κένωση της Αγάπης.

β' ημιχόριο
Τέκνο του τέκνου, τέκνο μας,
Πιο τέκνο από το τέκνο μας,
Σάρκα απαλή και νέα, σάρκα μυθική.
Σάρκα απ’ τη σάρκα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Αγάπη πολλαπλασιασμένη,
Σαν ντουφεκιά π’ αντιλαλεί
Σ’ άγνωστες νύχτες και βουνά.

Δύναμη εκατονταπλάσια.

α' ημιχόριο
Τα σώματα γιορτάζουν τον ερχομό σου,
Όλα τα στήθη τα σμιχτά, όλα τα χείλη,
Ετοιμόγεννα ζώα, φωνές μέσα στο αίμα.

β' ημιχόριο
Αγκάλιασέ μας, κλείσε την ετοιμόρροπη
Ρικνή σκιά μας μες στην εκθαμβωτική
Δικιά σου, την όψη μας στο πρόσωπό σου

Και σώσε μας.


Χορός
α' ημιχόριο

Απόψε ο χρόνος είναι περίλυπος,
Ο μέγας χρόνος, κόπηκε το αίμα του.
Έβαψε μέσα η νύχτα, γέμισε η θάλασσα.

Πρώτη φωνή
Έπεσε μια πέτρα στο κενό,
Άνοιξε ρωγμή μες στο σκοτάδι.

Δεύτερη φωνή
Οι νεκροί αναπνέουν πιο ελεύθερα.

β' ημιχόριο
Απόψε τα πράγματα έχουν μείνει
Άφωνα, ασάλευτα και μυστικά,
Δέντρα, βουνά, πέτρες, οι Άγγελοι.
Οι μνήμες, τα όνειρα, ο ύπνος, ο έρωτας.

Ο αχώριστος σύντροφος όμαιμος συνοδοιπόρος.

Πρώτη φωνή
Το καρτερούν στην έξοδο για να το πάρουν
Πέρα απ’ τη θλίψη, πέρα απ’ τη χαρά,

Πέρα από τούτα τα βουνά, τ’ άλλα βουνά, την άλλη θάλασσα...

Δεύτερη φωνή
Καλοί μου, τέλειωσε η γιορτή,
Όπως τελειώνει η Πρώτη Ανάσταση
Μες στην ευωδιαστή και φωτισμένη νύχτα.
Δεν ακούτε το φως που περπατεί;

Χορός
Το πρώτο πρώτο φιλί τον πρώτον ασπασμό.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το πρώτο ξύπνημα
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:10:10
Γιώργος Θέμελης: Β. Το πρώτο ξύπνημα

I. Μετά από τόση πτώση, τόση καταβύθιση

Δεν έχει μάτια να μας δει,
Δεν έχει μιλιά να μας μιλήσει.
Τα χείλη του έχουν τόση σιωπή.
Γεύεται, ψάχνει στα σκοτεινά.

(Δεν είν’ εδώ κανείς; Δεν έχει φως;)

Ως να ’χει πέσει μες σ’ ένα δίχτυ,
Ένα σύγνεφο, ένα ουράνιο τόξο.
Όπως το μακρινό πουλί ή το έντομο,
Που το ταλαιπωρεί μες στο βαθύ κενό ο αγέρας.

(Τα ζώα έχουν πιότερα για τον αγέρα και τον θάνατο∙
Οσμίζονται τα ίχνη του, ακούν τον ερχομό του.)

Ως να ’χει κατακαθίσει μες σε μια νύχτα.


II. Ένας καινούριος ήλιος ανατέλλει

Σαν τους νεκρούς, ότε ακούσονται της φωνής...

(Πώς να μαζέψουν τα σκόρπια κόκαλα
Μες από έρημους κήπους, κοιμητήρια.
Που να ’βρουν τα παλαιά τους μάτια τα σβηστά.)

Κάποιος έσκυψε, κάποιος φώναξε
Να γίνει φως, κι έγινε φως.

Μπαίνει σαν ένα εκθαμβωτικό περιστέρι,
Χτυπιέται εδώ κι εκεί, σχίζει το σύγνεφο.

Ξαναπαίζουν τα βλέφαρα, χωρίζουν
Τα χέρια απ’ τα πλευρά, τα σκέλια απ’ τα σεντόνια.
Μεγάλες εκπλήξεις διαστέλλουν τα βλέμματα.

Η κούνια παίρνει το σχήμα της μήτρας
Και μας γεννάει ξανά, καθώς ο τάφος.

Καινούριος ήλιος, καινούριος ουρανός.

Μες απ’ το δίχτυ σπαρταρούν τα πράγματα.
Χαμογελούν μες στο χαμόγελό σου,
Καθίσματα, τραπέζια και ντουλάπες.

Το χαμηλό σκαμνί και το ψηλό ταβάνι.

Πίσω από τους τοίχους φτάνουν φωνές,
Πίσω από τις διαμαντένιες πόρτες που σφαλούν.
Σαν μυστικοί φρουροί ή σαν Άγγελοι.

Τα πράγματα είναι σαν από κρύσταλλο,
Αντανακλούν, δεν μπορούν να μιλήσουν,
Ή να μετακινηθούν μέσα στον χώρο.
Δεν έχουν όνομα, δεν έχουν αίμα.
Καρτερούν το αίμα σου, τη φωνή σου,
Να πάρουν αντίλαλο, ν’ αποκριθούν.

III. Το φως, η μνήμη κι ο καθρέφτης

Φέρτε φως, πολύ φως.
Φέρτε του φως να θυμηθεί.

Έναν καθρέφτη να μας γνωρίσει.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το καινούριο μέλος
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:21:46
Γιώργος Θέμελης: Γ. Το καινούριο μέλος

–Καινούριο μέλος του σώματός μας,
Καινούριο μέλος, καινούργια μουσική.–

Στο πιο μεγάλο βάθος της αγάπης μας,
Στ’ άφωνα σπλάχνα είχες ριζώσει.

Ένας μικρός άγνωστος σπόρος,
Μια άγνωστη έγνοια στην ψυχή.

Τρεφόσουν εκεί με τα όνειρά μας
Τα πιο αιμάτινα, τα πιο σαρκικά.

Σε τάιζε, σε κοίμιζε ο μέγας έρωτας.

–Καινούρια σάρκα, καινούρια μοναξιά,
Καινούρια ψυχή μες στην ψυχή μας.–

Δε γίνεται να κοιμηθούμε μόνοι
Στη μοναξιά μας μες στον ύπνο μας.

Μοναχικές ψυχές, έρημα σώματα.

Μπερδεύεσαι με τ’ άσπρα σεντόνια,
Τα μαύρα εντάφια σπάργανα, τα μέλη μας,

Τα όνειρα τα καθημερινά, πο’ ’χουν πληθύνει
Και μπλέκονται στα μάτια και στα πόδια.

–Καινούρια σιωπή, καινούριος θάνατος,
Καινούρια σκιά μες στη σκιά μας.–

Μας έχεις όλους κάτω απ’ τη σκιά σου.
Είναι παράξενα πλατιά η σκιά σου.

Ως να ’σαι το μεγάλο σπίτι μας, το δέντρο μας.

Χίλιες ψυχές κοιμούντ’ εκεί, χίλια πουλιά.

–Καινούριο στήθος μες στο στήθος,
Νεογέννητο χέρι στην πλευρά.–

Νεογέννητο είδωλο στο πρόσωπό μας.

Όπου στραφούμε, βλέπουμε το βλέμμα σου,
Μας ψάχνει τη σάρκα, μας μετρά.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (I)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:43:02
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

I

Τ’ αρνί ήπιε απ’ το ποτάμι του λύκου.
Τ’ αρνί αρνί, ο λύκος λύκος.

Είναι καλός ο λύκος, όπως τ’ αρνί,
Είναι καλή η μαύρη αρκούδα.

Όλα τα ζώα είναι καλά.
Τα σκυλιά φυλάνε τα σπίτια και τ’ αρνιά.

Τα ζώα μιλάνε: είμαστε ζώα.

Γαβγίζουμε, κουνούμε την ουρά,
Κάνουμε το περπάτημα της πάπιας.

Εγώ ’μαι τ’ άσχημο γυμνό παπί.

Αλλάζω, γίνομαι κύκνος
Μες στο καθρέφτισμα της λίμνης.

Η Μόνα είναι γατάκι, νιαουρίζει.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (II)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:46:48
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

II

Το γαϊδουράκι έκοψε το σκοινί
Και τρέχει σ’ άγνωστους κήπους.

Σηκώθηκαν οι πεταλούδες,
Σηκώθηκαν τα πουλιά και τα κουνέλια.

Να ’μουν πουλί να πέταγα, να ’μουνα
Γαϊδουράκι σε μιαν άνοιξη.

Κρίνος, λευκότατη σιωπή.

Καλύτερα ποτάμι να τραγουδώ,
Να ’ρχονται τα κοπάδια να με πίνουν.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (III)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:52:15
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

III

Το σπίτι μας είναι ένα μεγάλο δάσος,
Γεμάτο δέντρα, μυστικές φωνές.

Κοριτσάκια γυρίζουν μες στη νύχτα∙
Έχασαν τα ματάκια τους, χάθηκαν.

Προς την αυγή διαβαίνει ο πρίγκιπας.

Τ’ αλογάκι του είναι νοητάκι και μιλάει
Με τα μακριά μαλλιά και τ’ ασημένια πέταλα.

Κοντά στην πόρτα αρχίζει η θάλασσα,
Καράβια, μαγικά δελφίνια και ψαράδες.

Το δάπεδο γέμισε βαθιά νερά∙
Πέφτουμε χάμου και κολυμπούμε.

Εδώ η θάλασσα, εκεί η στεριά,
Ανοίγουμε νά ’μπουν ψάρια και πουλιά.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (IV)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 21:59:55
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

IV

Ο ήλιος είναι απάνω.

Κάτω είμαστ’ εμείς,
Τα ζωντανά φυτά και τα λουλούδια.

Τάχα περνά ο αγέρας, μας αγγίζει
Με ήχους μακρινούς, αόρατα δάχτυλα.

Ο αγέρας σα μια θάλασσα.

Δε φαίνεται, τον ακούς,
Μια άλλη θάλασσα, μια μουσική.
Για ψάρια έχει πουλιά και πεταλούδες.

(Τα ψάρια είναι θαλάσσια πουλιά, πετούν.)

Ανοίγουνε τα πέταλά μας,
Βάζουμε τα φανταστικά φτερά της πεταλούδας.

Τα φανταστικά φτερά, τ’ άφαντα πέταλα
Στους γυμνούς ώμους, στ’ αχτένιστα μαλλιά,
Είναι πιο πραγματικά, πιο απέραντα,
Σαν τ’ αρχαγγελικά μες στα μεγάλα όνειρα.

Παίζουμε την Ανάσταση της Άνοιξης.

Τάχα κοιμάται και ξυπνά σε δάση αφανισμένα
Μια πεθαμένη αθάνατη μέσα στον θάνατο.

Σαν την Πεντάμορφη στον Άδη.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (V)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:05:07
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

V

Μέσα μας είναι το ψάρι, σχίζει μια θάλασσα,
Φανερώνεται στον ύπνο, ερωτική λαχτάρα.

Μέσα μας είναι τ’ όστρακο και το φτερό,
Η άγρια μοναξιά, η χωματένια ακινησία.

Θα μας σκεπάσει μέσα η γη σαν τα μεγάλα ζώα.

(Ποιος θα βαστάξει, Θεέ μου, τη σάρκα μας,
Ποιος θα κρατήσει το πρόσωπό μας.)

Δε μας χωράει η γη, δε μας σηκώνει η θάλασσα.

Γινόμαστε χελώνες, γινόμαστε πεταλούδες,
Σερνόμαστε χάμου με την κοιλιά, πετούμε.

Μεγάλες περιπέτειες, εξάσκηση,
Όπως μαθαίνουν πτήση οι νεοσσοί.

Απ’ το φυτό, στο ζώο, στο πουλί.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (VI)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:10:03
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

VI

Λίγο πιο πάνω στέκει ο Άγγελος.

Επάνω απ’ το πουλί,
Επάνω από το πρόσωπο.

Σκύβει και το κοιτάζει,
Το ’χει κρυφό καθρέφτη του.

–Χωρίς καθρέφτη πεθαίνει ο Άγγελος,
Χωρίς όψη, δίχως άνθρωπο.–

Μπορείς να τον αισθανθείς,
Καθώς αφήνεται στο πρόσωπό σου.

Πώς γίνεται όταν πετάς
Επάνω απ’ όλες τις στέγες.

Θαρρείς ανοίγει η όψη σου,
Θαρρείς κι ακούς μια μουσική.

– Χωρίς μουσική πεθαίνει ο άνθρωπος,
Χωρίς λάμψη, δίχως Άγγελο.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις (VII)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:14:57
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Ζώα, Πράγματα, Υποστάσεις]

VII

Το ίδιο αίμα μας πλησιάζει,
Το ίδιο αίμα, ο ίδιος χυμός.

Ζώα, φυτά, νεκρούς και ζωντανούς.

Έτσι θα σηκωθούν αλλάζοντας δέρμα,
Σάρκα, οστά, τα σώματα μες στην αυγή.

Καινούρια βουνά, καινούρια όνειρα.

Μέσα σε κάθε πρόσωπο φανερώνεται,
Μέσα σε κάθε σώμα παίζει ο Θεός.

Με φως παίζει και σκότος, με θάνατο.

Μεγαλώνει ο Θεός,
Γίνεται,
Αναβάλλεται.

Οδοιπορεί γυρεύοντας τον εαυτό του.

Αιώνιο Νήπιο,
Ομόσαρκε,
Όμαιμε,
Ομοθάνατε.

Γενιά μου
Και θλίψη μου.

Καινούριο αίμα και νερό, καινούρια σταύρωση.

Γύρισα πίσω, είμαι ένα νήπιο,
Είμαι ένα αιώνιο σχήμα, είμαι ένα άθυρμα.

Το παιδί με παίρνει από το χέρι.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Αθύρματα (Κούκλες)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:24:08
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Αθύρματα]

I. Κούκλες

Οι κούκλες είναι αληθινές∙
Πιο αληθινές από μας
Με τα καμένα χέρια και πρόσωπα.

Κάθε στιγμή αλλιώτικοι και φαγωμένοι
Από σκότος και φως, από τον άνεμο.

(Μας βλέπει το παιδί και μας λυπάται,
Ετοιμάζει τα μάτια να μας κλάψει.)

Οι κούκλες είναι αληθινές∙
Ακίνητες, άφθαρτες,
Μες στη εφήμερη μικρή τους θλίψη.
Καθαρές υποστάσεις, πιο απτές,
Ανάμεσα σε κείνες και σε μας,
Αδερφές, όμαιμες, τέκνα της γης.

Κοντά στη σάρκα μας, κοντά στην ψυχή μας.

Βγάζουν μικρές μικρές φωνές, χωρίς
Να τρέμουν τα χείλη, μονάχα
Τα κινητά τους μάτια ανοιγοκλειούν
Για χάρη της ψυχής που τις αγγίζει,
Να της μαθαίνουν παίζοντας τη σιωπή
Και την αγάπη, να μοιράζονται τη μοναξιά.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Αθύρματα (Το σπίτι της κούκλας)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:30:43
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Αθύρματα]

II. Το σπίτι της κούκλας

Της πιο αγαπημένης κούκλας του κουτί
Είναι ένα μεγάλο σπίτι,
Κατοικία με στέγη και ουρανό.

Νυχτώνει – ξημερώνει...

Η Κατερίνα μπαινοβγαίνει και περπατεί,
Τα βήματά της αντηχούν στα σκαλοπάτια.
Λέει κουβέντες, καλημερίζει τους ανθρώπους,
Χαϊδεύει τα μικρά ζώα, ταΐζει τα πουλιά.

Ύστερα μπαίνει και κοιμάται.

Χωρίς να κλείνει τα παραθυρόφυλλα
Στους λύκους, στα όνειρα και στα κακά σκυλιά,
Γιατ’ έχει επάνω της τα μάτια της Μόνας
και τη φυλάν, προσέχουν τα μάτια της.

Γιατ’ έχει πάνω στα χείλη της, τα χείλη της.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μεταμορφώσεις (Μεταμφίεση)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:38:57
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

I. Μεταμφίεση

Κοιτάξτε μέσα τα μάτια πώς
Πάνε ν’ αλλάξουν, την όψη του
Προσέξτε, εκεί που κρύβεται η ψυχή
Και μαζί αναφαίνεται, παίζοντας με φως,
Με αλλαγές του καιρού και των χρωμάτων.

Η ψυχή παίζει με φως, παίζει με σκότος,
Δοκιμάζει με γύμνια και το ένδυμα.

– Εγώ, δεν είμ’ εγώ, λέει, εγώ
Δεν είμαι η Μόνα, είμαι η Κατερίνα.

– Είμαι ο Γιαννάκης: να με λέτε Γιαννάκη.

(Η Κατερίνα χορεύει μες στα δικά της μέλη,
Ο Γιαννάκης κλαίει μες στα δικά της δάκρυα.)

Αγάπη, απέραντη άνοιξη, μεταμφίεση
Από μια σάρκα σ’ άλλη σάρκα.

Κοινωνία σωμάτων, μετάσταση ψυχών.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μεταμορφώσεις (Ενατένιση)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:43:41
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

II. Ενατένιση

Κάποτε μεγαλώνει
Μες σ’ ένα άλλο ανάστημα
Μελλοντικό.

Γίνεται ωραία,
Σα μια εικόνα.

Νίβεται – χτενίζεται.

–Πώς ψάχνει
Ο έρωτας
Μέσα στα μάτια;–

Καθρεφτίζεται.

Εδώ είναι, λέει
Εδώ είναι η Μόνα
Μες στον καθρέφτη,
Και με βλέπει.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μεταμορφώσεις (Κελάδημα)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:51:23
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

III. Κελάδημα

Πώς γίνεται κανείς πουλί
Αλλάζοντας σχήμα, υπόσταση,
Μες σε μια διάφανη μεταμόρφωση.

Κάτι ανάμεσα παιδί και χελιδόνι.

Ακούς φθόγγους, ακούς
Κομμένες συλλαβές.
Τα πνευστά και τα κρυστάλλινα.

Λαλεί το πουλί, φυσάει ο αγέρας.

Ως επιστροφή πίσω στο βρέφος,
Νοσταλγία της σιωπής,
Θρόισμα του φυτού και του κρίνου,
Του ρόδου, όταν ανοίγει τα πέταλά του.

Κανείς δεν ξέρει αυτή τη γλώσσα,
Πριν απ’ τη γλώσσα, αυτή τη μουσική.

Μονάχα οι κούκλες αντηχούν στη σιωπή,
Σαν τα βουνά, τα μνήματα και τ’ άδεια σπίτια∙
Κινούν τ’ αμίλητα χείλη, τ’ αποστηθίζουν,
Τα κάνουν μέσα τους ποίηση και προσευχή.

Τα καταγράφουν στη γλώσσα τους την ανεκλάλητη.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μεταμορφώσεις (Κρυφτούλι)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 22:58:44
Γιώργος Θέμελης: Δ. Η Μόνα παίζει

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

IV. Κρυφτούλι

–Δεν είμ’ εγώ– δεν είμαστε,
Κρυβόμαστε
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, δε φαινόμαστε
Ο ένας στον άλλο, χανόμαστε
Ο ένας απ’ τον άλλο.

Είναι σαν ένα πυκνό δάσος
Και χάνεται η σκιά,
Σβήνει το σχήμα του κορμιού.

Το πήρε η νύχτα, το κατάπιε η γη.

Ψάχνουμε να βρούμε ο έναν τον άλλο,
Η μια σκιά την άλλη,
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, φωνάζουμε:
– Πού είσαι, πού! –Εδώ, εδώ!–
Ακούγεται σπαραχτικά,
Σαν από κάπου, σαν από μακριά,
Πολύ μακριά, μεγάλη απόσταση.

Η τρυφερή ψυχή αναφαίνεται
Μες από τοίχους και κρύπτες.

Όψη χλωμή, το πρόσωπο μέσα στα χέρια.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Γενεαλογία του προσώπου (II)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 23:08:32
Γιώργος Θέμελης: Ε. Γενεαλογία του προσώπου

II

Το πρόσωπο της μητέρας ανοίγει, πολλαπλασιάζεται.

Τη νύχτα βγαίνει σαν ένας ήλιος
Του Μεσονυκτίου.

Φέγγει στα σκοτεινά δωμάτια
Και στους σιωπηλούς διαδρόμους.

Διώχνει τις σκιές και τα κακά σκυλιά.

–Έξω από μας, έξω στους δρόμους
Ουρλιάζει ο άνεμος, φεύγουν οι λύκοι.

Έξω από μας, έξω απ’ την ψυχή μας.–

Μέσα στον ύπνο η τρυφερή ψυχή,
Ανάμεσα πουλιά και ζώα, ψάρια ζωντανά,
Ανάμεσα αστραπές και ξαφνικά σκοτάδια,
Γυρεύει τα μάτια της στα μάτια της μητέρας
Γυρεύει τα χείλη της στα χείλη της.

Γυρεύει όλη τη λάμψη της να λάμψει.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης: Γενεαλογία του προσώπου (III)
Post by: wings on 08 Apr, 2018, 23:18:34
Γιώργος Θέμελης: Ε. Γενεαλογία του προσώπου

III

–Πρόσωπο, όνειρο του κόσμου,
Από αίμα και καημό,
Απαράμιλλο, άφαντο, άχραντο,
Αγρύπνια μου και προσευχή μου.

Πάθος του έρωτα και του θανάτου.–

Το πρόσωπο έρχεται, το πρόσωπό σου,
Μες από εικόνες, πορτρέτα και καθρεφτισμούς.

Απ’ τα δικά μας πρόσωπα ανεβαίνει,
Τα μάταια, τ’ άχρηστα και τα σχισμένα.

–Είμαστε δρόμος να περάσεις,
Κατώφλι να διαβείς, σκαλί ν’ ανέβεις.

Είμαστε ψωμί και σάρκα να τραφείς.–

Έρχεται το πρόσωπο απ’ τους νεκρούς,
Που δε μιλούν, απ’ τους αγέννητους.

Πάσχουν χωρίς όψη, δίχως ένδυμα.
Δεν έχουν ήλιο – μάνα να φανούν.

–Ω μάνα, νύχτα και ξημέρωμα,
Σάρκα και γη, αγκαλιά, βαθιά σιωπή,
Οπωροφόρο, διάδημα, πράσινε κάμπε.

Ω μάτια, χείλη, ευφρόσυνα και καρπερά.–

Το πρόσωπο έρχεται από πέρα,
Από κάποιον που λείπει κι είναι απών.

Δεν απαντά, δεν αναφαίνεται.

Η μάνα τον καλεί μες στην κυοφορία,
Να του δώσει σάρκα, να τον ντύσει.

Μα δεν μπορεί να ’ρθει, δεν έχει φως,
Δεν έχει μάτια να φανεί.

Όλο κινάει να γεννηθεί και δε γεννιέται.

Ψάχνει μέσα στις νύχτες που έρχονται
Για κάποιον ήλιο-πρόσωπο, το πρόσωπό σου.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το δίχτυ των ψυχών
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:13:50
Γιώργος Θέμελης, Το δίχτυ των ψυχών

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Έρχεται ο Έρωτας και μας εμπαίζει
Ένας θεός ή ένας δαίμονας
Φωτοσκιάσεις


Πέφτουμε όλο και πιο κάτω,
Πέφτουμε αθόρυβα, βουλιάζουμε
Όλο και πιο μέσα, πιο βαθιά,
Πιο σκοτεινά.

Πιανόμαστε μες στην αγάπη
Σαν μέσα σ’ ένα δίχτυ.

Πέφτουμε
Μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την κατάφωτη,
Σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτή τη γέφυρα,
Τη μετέωρη κλίμακα του κινδύνου.

Μέσα σ’ αυτό το δίχτυ των ψυχών

Από λάμψη και θάμπωση,
Από
Εξαφάνιση.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κρυστάλλινο φιλί
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:18:16
Γιώργος Θέμελης, Κρυστάλλινο φιλί

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Πολλή ομορφιά σ’ έχει σκεπάσει,
Πολλή ομορφιά, πολλή κι ασάλευτη.

Με τι χέρια να σε κρατήσω,
Να μη ραγίσει και σχιστεί το αλάβαστρο,
Να μη γλιστρήσει και χαθεί μες απ’ τα μάτια
Το ατόφιο σου κορμί σαν το χρυσόψαρο.

Δεν ξέρω τι να κάμω.

Να σε σκεπάσω μ’ ένα πανί,
Μ’ ένα σεντόνι να σε κρύψω;

Να σ’ αγκαλιάσω ή να σε κλάψω;

Ψάχνω τα στήθη, ψάχνω τα μαλλιά,
Φιλώ τα χείλη σου να σε ξυπνήσω.

Είναι μια ερημία πάνω στα χείλη,
Είναι μια ερημία τρομαχτική.

Σαν όταν σκύβεις και φιλάς
Τα χείλη σου στον καθρέφτη

Και σε φοβίζει το ψυχρό κρυστάλλινο φιλί.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αρχαγγελικό σπαθί
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:25:39
Γιώργος Θέμελης, Αρχαγγελικό σπαθί

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Τα μάτια μου τι να τα κάμω,
Τα μάτια μου τα σκοτεινά,
Όπως τα μάτια των σκοτωμένων.

Όταν σε βλέπω, γίνεσαι άφαντη,
Αθέατη πίσω απ’ την πυκνότητα.
Ως να μην είσαι, να λείπεις,
Να ’χεις μαζέψει την ψυχή.

Κι έμεινε μόνο η θλίψη σου και με γεμίζει.

Όταν δε με βλέπεις, φτωχαίνω,
Όσο πάω, φεύγει το αίμα.
Πεινώ και κρυώνω, αδειάζω.
Γίνομαι σαν τον αδικημένο, τον γυμνό.

Όταν ανοίγεις τα βλέφαρα,
Το βλέμμα σου κρέμεται πάνω μου
Σαν τον ζυγό μιας μοίρας που ζυγιάζεται,
Σαν αρχαγγελικό σπαθί που τρέμει
Μετέωρο: να πέσει — να μην πέσει.

Όταν μ’ αφήνεις,
Είμαι η άδεια θέση,
Τ’ άδειο κορμί, το κούφιο στήθος,
Γεμάτο αντίλαλο, κομμένη ανάσα.

Όπου κι αν πάω, σ’ όποια
Πτυχή της μοναξιάς κρυφτώ
Με τις αισθήσεις μου όλες κλειστές,
Σαν κατοικία αισθάνομαι εγκαταλειμμένη,
Ήχους γεμάτη, βήματα, σιωπή.

Η απουσία σου αδειάζει το σώμα, ερημώνει το πρόσωπο.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πράγμα φτωχό
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:31:10
Γιώργος Θέμελης, Πράγμα φτωχό

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Αν δεν είχα αυτό το πρόσχημα,
Κάλυμμα που σκεπάζει κρύβοντας το φάντασμα,
Αυτό το εντάφιο ένδυμα το νεκρικό,
Θα μπορούσα να διασχίσω το δίχτυ, να διασχιστώ,
Να περάσω σ’ άλλο σώμα, σ’ άλλο πρόσχημα,
Σύγνεφο αδιάσχιστο, σώμα αστραφτερό.

Αν δεν είχα φορεσιά βαριά σαν πανοπλία.

Λουρίδες-λουρίδες βγάζω το δέρμα να σε βρω,
Κομμάτι-κομμάτι ανοίγω το στήθος, το κορμί,
Να ξεσκεπάσω το είναι μου, να σε χωρέσω στην ψυχή μου.

Γδύθηκα ως μέσα, ως τα στερνά μου οστά, έμεινα ισχνός κι αδύναμος.

Τώρα μπορείς, αν θέλεις, να με συντρίψεις,
Καθώς δοχείο πήλινο αδειανό.
Να με κάμεις πράγμα φτωχό, μια φούχτα χώμα.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Θυρόφυλλα
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:35:23
Γιώργος Θέμελης, Θυρόφυλλα

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Είμαστε άλλοι, τόσο άλλοι
Μες στο πλησίασμα, όπως
Θυρόφυλλα, που γέρνουν το ένα στο άλλο,
Σμίγουν, αλληλοασπάζονται, σφαλούν,
Μοιράζονται τον ύπνο, το φιλί, στα δυο,
Χωρίζοντας τα κόκαλά τους,
Μες στο σπαραχτικό τριζοβόλημα, στη σιωπή.

Είμαστε τόσο άλλοι μες στο πλησίασμα.

Δυο μαύρα στίγματα σμιχτά στο φως,
Δυο στίγματα, δυο φύλλα, δυο κορμιά.

(Έξω ουρλιάζει η ερημία στους διαδρόμους.)

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μόνοι, μακρινοί
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:39:24
Γιώργος Θέμελης: Μόνοι, μακρινοί

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Μείναμε μόνοι, ολότελα μόνοι.
Όπως τα δέντρα μόνο μένουν,
Όπως τα δέντρα μόνο κι οι πεθαμένοι.

Μείναμε μόνοι, μακρινοί.

Σιγά-σιγά έρχεται ο χαμός,
Ο χαμός, ο κίνδυνος μες στην αγάπη.

Ο ένας φεύγει από τα μάτια
Του άλλου, η μια ψυχή απ’ την άλλη
Χάνεται, κρύβεται μες σ’ ένα θάμπωμα.

Και μένουν οι σκιές και μεγαλώνουν.

Σιγά-σιγά φεύγουμε.
Ακούγονται φτερά και χτύποι,
Κοπετοί.

Ακούγονται οι τριγμοί που κάνουν τα κόκαλά μας.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το άλλο σώμα
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:43:14
Γιώργος Θέμελης, Το άλλο σώμα

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Αφού είσαι το άλλο σώμα το πυκνό,
Το άλλο σπίτι το έρημο, το κλειδωμένο.

Η άλλη νύχτα, η άλλη μοναξιά.

Αφού είσαι η άλλη πέτρα στην πεδιάδα,
Η άλλη καμπή που χάνεται στη σκόνη.

Αφού είσαι το άλλο δέντρο που καίγεται.

Ο άλλος θάνατος, ο ξένος ύπνος.

Πώς να σε πάρω να σε σηκώσω,
Όπως μια πέτρα ή ένα νεκρό.

Να σε σκοτώσω, αγάπη μου, να σ’ έχω,
Να σ’ έχω ακίνητη να σε θρηνώ.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Συναποθανούμενοι
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:46:31
Γιώργος Θέμελης, Συναποθανούμενοι

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Εδώ σ’ αυτή την κλίνη
Τη σκαμμένη απ’ την αγάπη,
Για να χωράει το σώμα του έρωτα,
Να ’ναι σαν κλίνη και σαν τάφος.

Εδώ να σε πεθάνω, να με πεθάνεις
Μέσα σ’ ένα θανάσιμο βαθύ φιλί.

Νά ’ρθουν να σπάσουνε την πόρτα να μας βρουν.

Να μην μπορούν να σηκώσουν τα σώματα,
Να μην μπορούνε ν’ ανοίξουνε τα πρόσωπά μας.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ήθελα να 'σουν
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:51:59
Γιώργος Θέμελης, Ήθελα να ’σουν

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου.

Να ’σουνα πράγμα να μου ανήκεις
Μες στην ακέρια σου ομορφιά,
Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.

Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω,
Και πράγμα μου να σε κρατώ.

Να ’σουνα πράγμα μου: το πράγμα
Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο
Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.

Μέσα στα μάτια μου να σ’ έχω.

Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα,
Φεγγάρι μου στη μοναξιά.

Το κάθισμα να ’σουν που κάθομαι, το μαξιλάρι,
Το φυλαχτό μου στον λαιμό, το τίμιο ξύλο.

Στα όνειρά μου ουράνιο τόξο.

Και πέτρα στον θάνατο, πέτρα μου,
Πέτρα μητρική.

Ήθελα να ’σουν καθρέφτης μου, πράγμα μου...

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα που σε καθρέφτισαν
Post by: wings on 09 Apr, 2018, 00:55:57
Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα που σε καθρέφτισαν

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Να πιάσω να μαζέψω ένα-ένα
Όλα τα πράγματα που σε καθρέφτισαν.

Να τα φυλάξω σπίτι μου να τα ’χω.

Να τα κρεμώ στους τοίχους, να τ’ αγγίζω,
Μήπως σ’ αγγίξω, μήπως και σε δω,
Σα μια σκιά πεσμένη απάνω τους.

Τα πράγματα δεν έχουν οίκτο.

Σκεπάζονται μαύρη θλίψη και στέκουν
Αμίλητα, αδιάφορα, ακαθρέφτιστα.

Είναι από ύλη, ύλη πυκνή,
Ύλη τυφλή, σκοτάδι, άγρια σιωπή.

Να βάλω μια τρανή φωτιά και να τα κάψω.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (I)
Post by: wings on 22 Apr, 2018, 23:36:08
Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (I)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


I

Όταν είμαι μόνος, μελετώ την ψυχή μου.

Σκύβω στο στήθος, ακούω τη σιωπή.
Κάπου εδώ δόθηκε μάχη, κάπου χύθηκε αίμα,
Αίμα πολύ, αίμα των φαντασμάτων.

Πόσες φορές έχω πέσει νεκρός,
Πόσες έχω σκοτώσει κι έχω σκοτωθεί.

Δεν έχω δάκρυα να θρηνώ,
Τ’ άδειασα, τα πέταξα στη θάλασσα.

Τα πράγματά μου κείτονται άψυχα,
Ως να μου τα ’χουν σκοτώσει,
Θαμπές μορφές μες σε βυθούς καθρεφτισμών,
Απίθανα πουλιά με χτύπους φτερών δίχως αντίλαλο.

Άνοιξε και τα κατάπιε η σιωπή.

Μένει μονάχα μια καρδιά
Πιο ταραγμένη από ’να δέντρο
Στον άνεμο, πιο ριζωμένη στην πέτρα.

Ώσπου ν’ αποκοπεί κι αυτή να πέσει,
Ώσπου να γκρεμιστεί μες στο σκοτάδι.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (II)
Post by: wings on 22 Apr, 2018, 23:40:32
Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (II)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


II

Ερείπια πέφτουν στην ψυχή μου,
Ερείπια ουρανών, ερείπια ήλιων.

Πέφτουν βουνά, πέφτουν φτερά μεγάλα,
Οι Άγγελοι που μπήκαν στα όνειρά μου.

Η λάμψη όλη θαμπώθηκε, σωριάστηκε το φως
Σε σκοτεινές στοές, μες σε μεγάλες λίμνες.

Το φως που είδαν και μάζεψαν τα μάτια μου.

(Πανέμορφά μου πρόσωπα νεκρά,
Τρυφερά μου ένσαρκα προσωπεία,
Σα λαβωμένα πουλιά ή ραγισμένα αγάλματα,
Αχνά από θλίψη, γυμνά από κάθαρση,
Άπειρα πένθιμα, άπειρα σιωπηλά.)

Είναι κάπου, αντανακλά μια πυρκαγιά.

Ένας καθρέφτης είναι ο μέσα κόσμος,
Ένας καθρέφτης μέσα μου και δεν τελειώνει.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (III)
Post by: wings on 22 Apr, 2018, 23:49:01
Νταλάρας Dalaras  " ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ " 1973 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=KpVglYk1UNo)

Γιώργος Θέμελης & Σταύρος Κουγιουμτζής, Αυτός που θα φανερωθεί
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Ηλιοσκόπιο (1973))


Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (III)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


III

Ποιος είμαι τέλος εγώ,
Ο μόνος, ο αληθινός.

Αυτός που θα φανερωθεί
Μες σε μια λάμψη και θα υπάρξει.
Ο απόλυτος, ο ανεπανάληπτος.

Αυτός που θα υποδεχτεί τον θάνατο και θα πεθάνει.

Μ’ αυτά τα βλέφαρα πάνω στα μάτια,
Μ’ αυτά τα χέρια πάνω στο στήθος.
Τ’ όνομα χαραγμένο στο μέτωπο.

Ποιος θα πεθάνει, ποιος θ’ αναστηθεί.

Απ’ όλους όσοι κείτονται
Μέσα μου, κοιμούνται στη σιωπή
Μες σ’ ένα θανάσιμο μισοξύπνι,
Και μου γυρεύουν ύπνο στερνό, μου γυρεύουν ανάσταση,
Απ’ όσες ψυχές μες στην ψυχή μου.

Η θλίψη μου είναι πολλαπλή κι ατέλειωτη καθώς η μουσική.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (IV)
Post by: wings on 22 Apr, 2018, 23:56:33
Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (IV)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


IV

Ω πώς το φως μάς αλλοιώνει
Από στιγμή σε στιγμή, από νύχτα σε νύχτα,
Μ’ αιφνίδιους τοκετούς και με θανάτους.

Ως να μην έχουμε ήλιο να ζεσταθούμε.

Όμοια με κείνους, που έξαφνα πήγαν
Σαν φοβισμένοι αδειάζοντας το φως,
Απουσιάζουν πέρ’ απ’ τον ύπνο, δε θα ξυπνήσουν,
Έξω από τη ζεστασιά του ήλιου, τ’ ουρανού,
Ως να περνούν αμίλητοι και λυπημένοι
Με μια θαμπή οθόνη στο φαγωμένο πρόσωπό τους.

Πώς θα βαστάξουμε αυτή τη στέρηση,
Πώς θα σηκώσουμε αυτή την άρνηση
Ως το τέλος, ως την άκρη του χρόνου.
Αυτή τη μαύρη πέτρα στον λαιμό.

Θα μας τραβάει και θα μας σέρνει πίσω
Από βυθό σε βυθό, από κύκλο σε κύκλο,
Σαν τους πνιγμένους που βουλιάζουν.

Θα χάσω τη σάρκα, θα χάσω την ψυχή.

Και θα πενθήσουν επάνω οι Άγγελοι,
Θα στήσουν θρήνο κι οδυρμό.

Οι πεθαμένοι θα γυρίσουν πίσω,
Να πεθάνουν ξανά, να σκεπαστούν.
Οι στερημένοι, οι απαρνημένοι.

(Οι έρημες γυμνές ψυχές δε βρίσκουν ανάσταση.)

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (V)
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 20:55:49
Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (V)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


V

Πώς θα μπορέσω ν’ αναπαύσω την ψυχή μου.

Γέμισα χτύπους και τριγμούς,
Σαν κάποιος μέσα μου να θορυβεί,
Σαν κάποιος να στηθοδέρνεται.

Ίσως αυτό που λέμε τύψη
Να ’ναι ένας δαρμός,
Ένας κρυφός δαρμός ή θρήνος.

Κόψη αόρατου φτερού που παραδέρνει.

Μέσα μας δέρνεται, μες σε κλειστά τοιχώματα,
Χωρίς ν’ ακούει κανείς, δίχως αντίλαλο,
Καθώς μέσα σε τέσσερους τοίχους.

Χτυπάει, χτυπιέται και ματώνει.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (VII)
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:02:45
Γιώργος Θέμελης: Μελέτη ψυχής (VII)

[Ενότητα Μελέτη ψυχής]

Μην είδατε την ψυχή μου;
Δενδρόκηπος


VII

Δε μας μένει, ψυχή μου, τίποτ’ άλλο,
Παρά να βγάλουμε φωτιά να κάψουμε το σπίτι μας,
Να μείνει πίσω η στάχτη να την πάρουμε.

Ό,τι κάναμε, κάναμε.
Ό,τι πήραμε, ό,τι δώσαμε.

Μια τελευταία ανάφλεξη, μια ανάληψη.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Θαμπό καθρέφτισμα
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:09:45
Γιώργος Θέμελης, Θαμπό καθρέφτισμα

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Μες στην ανάμνηση ήσουνα
Σαν σε ναό λαμπρή μου εικόνα.

Μέσα στον ύπνο, στην ερημία,
Όπου μονάχος μου πλανιόμουν,
Η ομορφιά μου ήσουν, η αποθέωση,
Μέσα σ’ ένα παράξενο σταματημένο φως.

Τώρα που πήρες σάρκα και φάνηκες,
Σαν σε όνειρο που κατορθώθηκε,
Με μια μεγάλη έκπληξη μέσα στα μάτια,

Έγινες το πιο αβέβαιο, το πιο αμφίβολο,
Το πιο θαμπό καθρέφτισμά μου.

Σαν τα νερά τα κοιμισμένα.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πλαγγόνες και αγάλματα
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:16:38
Γιώργος Θέμελης, Πλαγγόνες και αγάλματα

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Αν είσαι πίσω από το λείο τούτο δέρμα,
Σαν πίσω από ’ναν τοίχο

(Τοίχο γυμνό κι ασβεστωμένο).

Αν είναι τα μάτια σου σαν από κρύσταλλο,
Τα χείλη στεγνά και πετρωμένα.

Θα σε καλώ κι ας μην ακούς,
Θα σε φιλώ κι ας μην τρέμεις.

Οι πλαγγόνες τρέμουν και τ’ αγάλματα,
Σαν τους αγγίζεις τη σάρκα την πυκνή.
Παίρνουν ένα τρυφερό ανθρώπινο ρίγος,
Θαρρείς και κάνουν να σου μιλήσουν.
Χαμογελούνε μ’ ένα ανάγλυφο χαμόγελο.

Αν είσαι η κοιμωμένη η ανεξύπνητη,
Θα κόψω αίμα αυλάκι μες στη φλέβα,
Να θερμάνω την πέτρα να ξυπνήσει.

Θά ’βρω ψυχή και θα σου βάλω,
Απ’ την ψυχή μου ψυχή, απ’ το στήθος μου.

Ψυχή να σ’ αναστήσω, ν’ αναστηθώ.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κάτι να μείνει
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:20:00
Γιώργος Θέμελης, Κάτι να μείνει

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Κάτι να μείνει απάνω μου,
Μια λάμψη από το πρόσωπό σου,
Ν’ αντιφεγγίζουν ομορφιά τα μάτια μου.

Κάτι να μείνει από το βλέμμα σου
Στο βλέμμα μου, σαν αντηλιά

Μπερδεύοντας τα βλέφαρά μου με τα δικά σου
Μέσα σ’ ένα κλειστό κοίταγμα, να βλέπω αλλιώς.

Να φιλήσω τα χείλη σου να φιληθώ.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης: Το εγώ – το εσύ
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:31:50
https://www.youtube.com/watch?v=iCaeOUEHugs

Γιώργος Θέμελης & Σταύρος Κουγιουμτζής: Μ’ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: Νάτανε το 21 (1970))


Γιώργος Θέμελης: Το εγώ – το εσύ

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Αν σε γυρεύω, σ’ έχω ανάγκη.
Είσαι αυτό που μου λείπει.

Το πιο ακριβό, το πιο θανάσιμο.

Το μισό μου στήθος, το μισό μου πρόσωπο,
Η μια αδειανή πλευρά μου, η μια φτερούγα μου.

Η ανοιχτή πληγή μου, η σάρκα μου η λειψή.

Μ’ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο,
Το εγώ – το εσύ. Μοιράσαν το αίμα
Από τη ρίζα μου, από τη γέννησή μυ.

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
Μισό κορμί, μισό κομμένο όνειρο.

Γυρεύω τ’ άλλο στήθος, τ’ άλλο πρόσωπο.

Δε θέλω να κερδίσω την ψυχή μου,
Να χάσω την ψυχή μου, να τη σώσω,
Παίζοντας την ψυχή μου: άσπρο ή μαύρο,
Παίζοντας την ψυχή μου για την ψυχή σου.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κήπος κλειστός
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 21:51:00
Γιώργος Θέμελης, Κήπος κλειστός

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι: το ακατάτμητο, το αχώρητο,
Κήπος κλειστός περίφραχτος σαν από φλόγες,
Θα μπορούσα να μπω μες στην υπόστασή σου
Με μυστικό κλειδί, με κλείθρο του θανάτου.

Να ’μαι μια στάλα αίμα στα χείλη σου,
Ένας αγέρας στα δάχτυλά σου.

Και να υπάρχω πάλι, να ’μαι όλος εκεί.

Τα μάτια να ’χουνε βγει από μένα, να ’χουνε γίνει δικά σου.
Τ’ όνομα να ’χει ξεριζωθεί από μένα, να ’χει γίνει η λέξη σου.

Η σιωπή ν’ αδειάζει εμένα, να γεμίζει εσένα
Με μυστικούς θορύβους, τρυφερούς σφυγμούς,
Για να περνώ σιγά κι αθόρυβα μες στην κυοφορία σου.

Εκεί να ’μαι όλος: να γεννιέμαι – να πεθαίνω.

Το αίμα να γυρεύει το αίμα, το αίμα σου,
Χτυπώντας σκοτεινά τοιχώματα.

Η σάρκα να γυρεύει τη σάρκα,
Την τρυφερή θερμοκρασία σου,
Την κρύπτη σου, το κοιμητήριο,
Το ενδόμυχο οστεοφυλάκιο
Με οστά φτερών και σκελετούς Αγγέλων.

Την άλλη κοίμηση, την άλλη ανάπαυση.

Η ψυχή μου ν’ αγγίζει την ψυχή σου.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ο άλλος
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 22:42:29
Γιώργος Θέμελης, Ο άλλος

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Κάποιος μπαίνει ανάμεσά μας πίσω από την όψη μας,
Έρχεται και μπαίνει κάποιος άλλος.

Γεύεται τη γεύση μου, όταν σε γεύομαι,
Αγγίζει το άγγιγμά μου, όταν σ’ αγγίζω,
Όταν σου σπέρνω τα χέρια μου, τα χείλη μου,
Να φυτρώσουν στη σάρκα σου να με θυμάσαι.

Μπαίνει ανάμεσά μας, ζεσταίνεται
Μες στην ζεστήν αγάπη μας, την έχει φωτιά του.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ετοιμασία
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 22:46:55
Γιώργος Θέμελης, Ετοιμασία

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Ευλογημένα τα καινούρια χέρια
Οι ενωμένες μοναξιές
Γυμνό παράθυρο


Αν σε κοιτάξουν μάτια περίεργα, βάλε τα μάγουλά μου.

Αν σε χτυπήσει ο άνεμος, βάλε το δέρμα μου,
Τη σάρκα μου φόρεσε να μην κρυώνεις.

Αν σε σκεπάσει το σούρουπο, πάρε τα μάτια μου,
Τα μάτια μου στα μάτια να σου φέγγουν.

Αν σε προφτάσει ο θάνατος, πάρε τα χέρια μου
Και σταύρωσέ τα με καρφιά πάνω στο στήθος.

Ένα λευκό πανί πάρε, μια ζώνη,
Μια καθαρή ποδιά, το κάλυμμα της γύμνιας.

Να μη σε βλέπουνε και σε ποθούνε οι Άγγελοι.

Ένα χαμόγελο πυκνό,
Ουσία απ’ όλα τα χαμόγελα

Να μη μαραίνεται, να μην εξατμίζεται.

Για να το βρω ακατάλυτο προς την αυγή,
Την άλλη αυγή, στην άλλη αγάπη,
Όταν βρεθούμε ξανά, όταν σ’ αναζητώ

Παραμερίζοντας πυκνά σκοτάδια και φαντάσματα.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ανάσταση
Post by: wings on 24 Jun, 2018, 23:01:01
Γιώργος Θέμελης, Ανάσταση

[Ενότητα Γ. Μετάσταση]

Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
Κάθε ψυχή θα σύρει το σώμα της.

Θα ’μαστε οι πρωτόπλαστοι κι οι χαϊδεμένοι.
Δενδρόκηπος


Όταν ακούσεις την άλλη μουσική,
Μη φοβηθείς τον ήχο των τυμπάνων,
Ανάμεσα σε τόσα οστά, τόσα φτερά.
Όταν οι ουρανοί θ’ αντιλαλήσουνε στους ουρανούς.

Κάθε ψυχή θα φανερώσει τη γύμνια της.

Η κάθε μια με τη δική της θύμηση — λάμψη.

Η κάθε μια με τη δική της στέρηση — θάμπωση.

Η κάθε μια με το δικό της κρίνο — μυστικό.

Η κάθε μια μαζεύοντας τα κόκαλά της.

Η κάθε μια γυρεύοντας την άλλη,
Την άλλη αχώριστη ψυχή, την άλλη αγάπη.

Να μην κοπεί το στήθος απ’ το στήθος,
Και στάξει αίμα και ξυπνήσει ο θάνατος.

Μη σβήσει το χαμόγελο και σκοτεινιάσει.

***

Ένας βαθύς αγέρας θα ξεσηκώσει τα κόκαλα των πουλιών.

Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πυρπόληση
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 21:47:38
Γιώργος Θέμελης, Πυρπόληση

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Σκληρή μου στάθηκε η Αγάπη,
Σκληρή κι ανήλεη.

Από σκληρή στοργή,
Από πυκνή τρυφερότητα.

Έβαλε φωτιά να κάψει το σπίτι μου.

Μεγάλωσε η φωτιά,
Σηκώθηκε,
Σα μια φλεγόμενη σκιά,
Μια πυρκαγιά.

Καίγονται τα χέρια,
Καίγονται τα μαλλιά.

Φωτιά, φωτιά, στα παλιωμένα
Δάχτυλα, στ’ άχρηστα έπιπλα,
Στ’ άσαρκα μέλη μου,
Στα κόκαλά μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μουσική
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 22:35:28
Γιώργος Θέμελης, Μουσική

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Η Αγάπη είναι Μουσική,
Αντίλαλος είναι, μακρινή ανταπόκριση
Ψυχών και σωμάτων,
Πνευστών οργάνων.

Αντίλαλος π’ αντιλαλεί και φέρνει τον αντίλαλο.

Οι τοίχοι ανοίγουν, σκύβουν τα βουνά,
Να περάσει το μήνυμα της Μουσικής, το κάλεσμα.

Να περάσει το πάμφωτο σώμα της Απουσίας.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Η Ωραία Πύλη
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 22:39:15
Γιώργος Θέμελης, Η Ωραία Πύλη

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Έρχεται η Αγάπη,
Έρχεται φέρνοντας τον Έρωτα.

Μες στην καρδιά της κρύβει
Το αίμα του, την καθαρή του ουσία.
Στο πρόσωπο το πρόσωπό του.

Το σώμα της σώμα του,
Ατόφιο ομοίωμα.

Έρχεται η Αγάπη φέρνοντας τον Έρωτα
Σε μετουσίωση σωματική, μυσταγωγία.

Πρέπει ν’ ανοίξω την Ωραία Πύλη,
Να ετοιμάσω την Τράπεζα.

Να βάλω έλαιον στο Ασημοκάντηλο,
Κερί στο Μανουάλι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κλίμακα
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 22:42:30
Γιώργος Θέμελης, Κλίμακα

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Ανεβαίνει, ανεβαίνει, όπως η στάθμη των ποταμών,
Ως επάνω στα χείλη γεμίζοντας τα σώματα.

Αντανακλά στα πρόσωπα, απαστράπτει.

Από τα χείλη ανέρχεται προς την Ανάμνηση,
Ως την εικόνα της Ωραιότητας.
Απ’ την Ανάμνηση στην ενατένιση,
Αγναντεύοντας τον Άγγελο.

Η Αγάπη.

Τόση, τόση πραγματικότητα μπορούν να βαστάξουν
Τ’ αγαπημένα σώματα,
Χωρίς να συντριβούν.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αλλιώς ωραία
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 22:47:30
Γιώργος Θέμελης, Αλλιώς ωραία

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Είναι μια ομορφιά,
Μια άλλη ομορφιά,
Παράξενη, απαράμιλλη.

Ομορφιά μη ωραία, μη όπως τ’ αγάλματα
Τ’ αγναντεμένα στο φως, στιλπνά μέσα στη νύχτα.

(Στέκουν στους κήπους ή αναπαύονται στα Μουσεία.)

Ομορφιά μη ωραία,
Αλλιώς ωραία.

Μια έκπληξη, μια απορία σιωπηλή,
Απεικόνιση μισόφωτο μέσα στη νύχτα,
Φεγγερή από μέσα, σαν νυχτωμένος ουρανός,
Π’ αναβοσβήνουν τα χαμηλωμένα φώτα του,
Διασχισμένος από γαλήνιες, αθόρυβες αστραπές,
Από μακρινά μετέωρα σεληνόφωτα.

Αλλιώς ωραία, εκπληχτική.

Ανάμεσα λάμψη και θάμπωση,
Ανάμεσα σώμα ανθρώπου, σχήμα Αγγέλου,
Χέρια χυτά, υπολείμματα φτερών.

Μ’ ένα κρυμμένο φως μέσα στο σώμα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αποδημητικά
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 23:50:45
Γιώργος Θέμελης, Αποδημητικά

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Τα χείλη παραιτούνται απ’ τη φωνή,
Τους στυφούς φθόγγους.

Σωπαίνουν τα όργανα
Τα πνευστά και τα έγχορδα.

(Μέσα τους παρατείνεται η Μουσική,
Μια θάλασσα πολυφωνική πο’ ’χει σωπάσει.)

Μαζεύουν σωπασμένο αντίλαλο απ’ τ’ αδειανά κοχύλια,
Βαφή από μαραμένα ρόδα, διάφανη φεγγοβολή
Από το καθάριο αίμα τους, κι αλλάζουν
Τ’ άφωνα χείλη, γίνονται ασπασμοί

Στο πρόσωπό σου, στο σεπτό σου εικόνισμα.

Γίνονται ασπασμοί, γοργά φιλιά,
Αποδημητικά, αεικίνητα, σαν χελιδόνια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άγαλμα
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 23:54:16
Γιώργος Θέμελης, Άγαλμα

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Αν δε σε περιγράψω στο βλέμμα μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν εικονίσω την εικόνα σου.

Αν δε σε σχηματίσω στα χέρια μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν ορίσω το σχήμα σου.

Αν δε σε γευτώ στα χείλη μου, πώς να υπάρξεις,
Αν δεν δοκιμάσω τη γεύση σου.

Πώς να υπάρξεις, να σταθείς
Στο φως ή μες στον ύπνο,
Άγαλμα ανάγλυφο, υπαρκτό.

Με τα μάτια σε πλάθω, με τα χείλη.

Στήνω στο σχήμα σου,
Οικοδομώ
Την ύπαρξή σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Μεσουράνιο φεγγάρι
Post by: wings on 26 Jun, 2018, 23:57:53
Γιώργος Θέμελης, Μεσουράνιο φεγγάρι

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι,
Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.

Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.

Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,
Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.

Θάλασσα διάφανη, βαθιά.

Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,
Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κοιμητήριο
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 00:00:46
Γιώργος Θέμελης, Κοιμητήριο

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Το σπίτι σου έγινε
Η κλίνη σου, το κοιμητήριο.

Η γυμνότητα, το απέριττο ένδυμα.

Δεν είσαι
Άλλο
Ξένο σώμα.

Απόκρυφη αναδίπλωση του σώματός μου,
Διανομή της σάρκας μου και της ψυχής.

Η κένωσή μου είσαι,
Η κένωσή μου και η πλήρωση.

Η πλησμονή μου,
Η ερημία μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κοινωνία
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 00:35:45
Γιώργος Θέμελης, Κοινωνία

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Αγαπιόμαστε εμείς οι δυο,
Αγαπιόμαστε, αγαπούμε τα έρημα πράγματα.

Μαζεύουμε χείλη, σταλαγμούς, σπάνια δάκρυα,
Κρίνα σπαρμένα στις όχθες των ματιών.

Ό,τι ξεβράζει ο έρωτας, το αίμα, η μοναξιά.

Αγαπιόμαστε: στολιζόμαστε, βάζουμε άφθονα
Λουλούδια, αρώματα, ανάβουμε κι άλλα κεριά.

Βγάζουμε το πέπλο από το πρόσωπο,
Το θαμπωμένο προσωπείο.

Κοινωνούμε το σώμα και το αίμα σαν τους ετοιμοθάνατους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Έξω από μας
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 00:59:35
Γιώργος Θέμελης, Έξω από μας

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Έξω από μας περνάει ο θάνατος,
Έξω απ’ τα παράθυρά μας.

Στεφανωμένος με κισσό,
Με μύρτο και κυπάρισσο.

Όχλος πολύς σέρνεται πίσω του.

Νεκροί και ζωντανοί,
Πεζοί και καβαλάρηδες.

Οι εκατόνταρχοι κι οι Λογχοφόροι.

Μια χλαλοή από κόκαλα,
Μια μουσική από τύμπανα.

Εμείς κρεμόμαστε απ’ τα χείλη μας.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης: Σιγά-σιγά
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 01:02:36
Γιώργος Θέμελης: Σιγά-σιγά

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Σκύψε ακόμα μέσα,
Κοίταξε.

Βλέπεις εκεί βαθιά
Τη θλίψη μου την αξερίζωτη;

Σιγά-σιγά
Απαλά
Κι ανώδυνα

Ξερίζωσέ την.

Σαν ένα καρφί, σαν ένα
Βότανο πικρό.

Με το φιλί,
Με το χαμόγελο.

Να μη ματώσουνε τα δάχτυλά σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Έπαρση
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 01:06:24
Γιώργος Θέμελης, Έπαρση

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Είμαστε
Μέσα στην έπαρση
Σαν τα πουλιά.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αποδημία
Post by: wings on 27 Jun, 2018, 01:10:00
Γιώργος Θέμελης, Αποδημία

[Ενότητα Το δίχτυ των ψυχών, II]

Όταν δεν θα ’μαι πια,
Όταν θα ’χω σκεπάσει το πρόσωπο
Μ’ ένα θαμπό πανί, μια προσωπίδα,

Καθώς οι μεταμφιεσμένοι, οι προσωπιδοφόροι.

Όταν θα ’χω περάσει πέρ’ απ’ τα βουνά,
Τα σταθερά αμετάτρεπτα σύνορα.

Εκεί που παν και χάνονται τ’ αγύριστα ποτάμια.

Όταν θα ’χω μακρύνει, θυμήσου με.
Πες τ’ όνομά μου, φώναξέ με,
Μην ξεχαστώ, μην ξαστοχήσω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης, Αναμονή
Post by: wings on 24 Sep, 2018, 17:49:51
Γιώργος Θέμελης, Αναμονή

[Ενότητα Αναμονή]

Παρά τη νύχτα που έρχεται και τη βροχή,
Παρά τον ακατάσχετο άνεμο,
Επιμένω να συνεχίζω το μαρτύριο
Ν’ ανασκαλεύω το πάθος μου, την τύψη μου,

Όπως τη στάχτη και τη χόβολη.

Ως ν’ αγωνίζομαι να κάμω
Την τελευταία μου προσευχή,
Εδώ που βρέθηκα και καρτερώ.

(Τι καρτερώ μέσα σ’ αυτή την έρημο του χρόνου, τι περιμένω).

Μονάχος, άυπνος,
Σαν κάτω απ’ τη σκιά μου,
Μ’ έναν παλιό χιτώνα από πορφύρα.

Το ’δωσα το έχει μου, το είναι μου,
Το ’δωσα, το πούλησα,
Για ένα κομμάτι ψωμί,
Για λίγη αγάπη, για μια λέξη.

Τα ’δωσα όλα, αποκενώθηκα,
τροφή στα όνειρα, ψίχουλα στα πουλιά.


Δεν το ’ξερα πως είχα απάνω μου
Τόσα κρυφά καρφιά,
Να μην μπορώ να κάμω τίποτα,
Να γεννηθώ ή να πεθάνω,
Ν’ αλλάξω αίμα, υπόσταση,
Τη μοίρα μου.

Πόδια ανυπάκουα, χέρια στιγματισμένα
Σαν τον γυμνό και τον κρεμάμενο.

Ως να μου παίρνουν τη μνηστή κάτω από τα στέφανα,
Κάτω από τα φώτα των πολυελαίων.

Ως να μου βγάζουν την ψυχή.

Πώς υπομένουν το βάρος του,
Αμίλητα κι αστέναχτα,
Τα πετρωμένα αγάλματα,
Τι καρτερούνε τα βουνά.

***

Σιγά-σιγά, στάλα τη στάλα
Λιγόστεψε το φως.
Μέσα μου λιγόστεψε.

Ισκιώσανε τα μάτια μου, τα χείλη μου.

Φάσματα γύρω μου, κάρβουνα,
Παλιές σβηστές φωτιές,
Που κάποτε έκαψαν τα χέρια μου,
Καπνίζουν ακόμα, ξεψυχούν.

Στάχτη πέφτει στην όψη μου,
Καπνιά μες στον καθρέφτη μου.

Θαμπώνει αργά το σώμα μου, νυχτώνει.

Κόκαλα το ’χτισαν
Και το σκέπασαν άστρα
Και στάζει μέσα και μουλιάζει.

(Λάσπη και καταστάλαγμα,
Λάσπη μες στην ψυχή μου.)

Και θέλω ν’ ανασηκωθώ μες απ’ το βράδιασμα,
Να βάλω μια φωνή να πάει απάνω
Ως τ’ άφταστα ψηλά μεγάλα παράθυρα.

Πίσω τον ήλιο τον αμετάτρεπτο, πίσω τον άνεμο,

Να γυρίσω πίσω πρόσωπο, να πάρω πίσω
Τα παλαιά χαμένα βήματά μου.

Να τα καλέσω μέσ’ απ’ τον ύπνο, να τ’ αναστήσω:

Σηκωθείτε, αλλοτινά φθαρμένα μου ποδήματα,
Χέρια μου πρωτινά φτερά ξαναφυτρώστε.

Ως να με κυνηγούν ζώα, σκυλιά,
Και δεν μπορώ να κινηθώ,
Να πάρω την κομμένη ανάσα μου.

Απλώνεται η σκιά μου, μεγαλώνει.

Σκεπάζει πίσω τα πράγματα,
Τα σβήνει αργά σαν άστρα,
Να μην υπάρχει φως.


Ντρέπομαι, ψυχή μου, ντρέπομαι να πεθάνω,
Να σ’ αποχωριστώ
Μέσ’ απ’ τη μοιρασμένη ενσάρκωση
Μέσ’ απ’ την κοίτη την κοινή.

Ντρέπομαι τη στερνή ντροπή, την παραμόρφωση.

Κάτι έχουμε κάμει, κάτι
Αγοράσαμε και δεν πληρώσαμε
Και μας χτυπούν την πόρτα.

Ως να ’μαστε ένοχοι πεθαίνουμε.

***

Μια αναπάντεχη επίσκεψη,
Μια έκπληξη σαν αστραπή
Μου τυφλώνει τα μάτια, με παιδεύει
Να ξαναϊδώ, να βγάλω άλλα μάτια.

(Από πού έρχεται, από ποιαν απόμακρην αναλαμπή.)

Καθώς αναμονή ενός θαύματος,
Που μέλλεται νά ’ρθει, εγκυμονείται.

Είναι παράλογη η ψυχή μου.

Μπορεί τάχα να γίνει ό,τι δε γίνεται,
Ό,τι δεν αναφαίνεται ν’ αναφανεί,
Μέσα σε μια αιφνίδια έκρηξη εκθαμβωτική.

Μα δεν ακούγεται σάλπιγγα, δεν αντηχεί καμπάνα
Στον ουρανό τον ανεκλάλητο, στην ξεχασμένη γη.

Σαλπίζει μόνο Σιωπητήριο, σημαίνει κλήση των νεκρών,
Να συναχτούν να θάψουνε τους εαυτών νεκρούς.

Χτυπάει η αξίνα, ξεριζώνει
Ρίζα βαθιά και μαύρη πέτρα.
Χτυπάει η αξίνα, δεν προφταίνει
Τους ζωντανούς που βιάζονται,
Τους πεθαμένους που περιμένουν.

Βουρκώνει επάνω το εγκόσμιο φως.


Ν’ ανοίξω μέγα πέτρινο βαθύ κιβούρι,
Αράγιστο, και να σ’ ενταφιάσω.
Να μη σε βρίσκει λάσπη και βροχή,

Πανέμορφε γυμνέ Εαυτέ μου περιπόθητε.

Να σου βάλω ρούχα ατίμητα, μαλαματένια δαχτυλίδια,
Μυρωδικά, ψιμύθια, λαμπρούς καθρέφτες
Με σκαλιστά πουλιά και φύλλα.

Να σου φορέσω μια χυτή μια διαμαντένια προσωπίδα.

— Έρχονται τάχα πίσω, ξαναγυρίζουν
Όσοι αγάπησαν και σώθηκαν.
Αγνώριστοι έρχονται και σαν λησμονημένοι
Μες σ’ άφαντα φορέματα και προσωπεία.

Χτυπούν τις πόρτες, χτυπούν τα στήθη.
Κανείς δεν τους ακούει μες στη βοή. —

***

Αισθάνομαι, μες στην αναμονή,
Μια μακρινή ευωδιά σαν από κρίνα.

Από κλειστούς έρημους κήπους, κοιμητήρια

Να ’χει τάχα κάπου βρέξει και νότισε
Η ανασκαμμένη γη; Να ’χει τάχα μουλιάσει
Η μνήμη μέσα η αποστεγνωμένη
Και μύρισε η ανάμνηση εντάφια μύρα;

(Ω γλυκύ μου έαρ...)

Η ευωδιά μας ευώδιασε, το μύρο μας το μελλοντικό.

— Το άρωμά σου απλώνεται, πολλαπλασιάζεται
Στα ρούχα μου, στη θλίψη μου, στα κόκαλά μου.
Γεμίζει μέσα ο ύπνος, ευωδιάζει, γεμίζει ο θάνατος.
Μέσα σε κρίνα και υακίνθους θα σ’ ανταμώνω. —

Κάπου αστράφτει, κάπου σβήνει.

Μια πάχνη πάνω στα χείλη μου,
Μια συγνεφιά στα βλέφαρά μου.

Μακριά, πολύ μακριά,
Μακριά γεννιέται η Άνοιξη.

Αργούν πολύ τ’ αμάραντα, ρόδα τα κλειστά,
Τ’ άφθαρτα σώματα.

(Ωσπότε η ρημαγμένη αναμονή.)

Τίποτα δεν εξαγοράζεται
Με τύψη με στάχτη στα μαλλιά,
Με το αίμα του εσφαγμένου Αμνού.

Κάθε ψυχή σηκώνει την πέτρα της.
Κάθε Άγγελος σέρνει το ζώο του.

Πλένεσαι, ξεπλένεσαι,
Τρέχουν τα βρόμικα νερά.

(Πώς τα χωράει και τα χωνεύει
Τόσα θολά ποτάμια η θάλασσα)

Ύπνος, φαγί, και μοναξιά,
Αδιάκοπα, αναπόφευχτα.
Σωριάζονται τα τσόφλια και τα ψίχουλα.

Ξαναβγαίνουν τα νύχια, ξαναφυτρώνουν τα μαλλιά.

(Να τα μαζέψουμε, να τα φυλάξουμε,
Τούφες, ξεσκλήδια κι αποκόμματα.)

Δεν θα πάψει ποτέ
Η αντηχημένη χλαλοή,
Ποδοβολή από πόδια και άλογα.
Πολύ μακριά, πολύ κοντά.
Ως να βουίζει μέσα ο χρόνος,
Ως να κραυγάζει η συγνεφιά,
Χίλια χέρια, χίλια στόματα.
«Σταύρωσον... Σταύρωσον...»

Ακούς τον χτύπο του σφυριού.

Στάλες σπιθίζουν στον αγέρα,
Αλαργινά λαμπρά μηνύματα.

Λαμπηδόνες σταλάζουν στα μαλλιά.

Ας έρθει το αναμενόμενο σύγνεφο, ας ρίξει μια βροχή,
Ανήλεη, ακατάσχετη, ας κατεβάσει ποτάμια,
Να καθαρίσει τον ουρανό, να ξεπλύνει τη γη,
Όξος, χολή, σκουλήκια, τσόφλι και ψίχουλο,
Άλογα, ξύλα και χαρτιά.

***

Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.

Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.

Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.

Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.

Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.

Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.

Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.

Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.

Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,

Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.

Ετοίμαζε την ψυχή σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)
Title: Γιώργος Θέμελης: Έξοδος (I)
Post by: wings on 28 Jun, 2019, 20:03:48
Γιώργος Θέμελης, Έξοδος

I


Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο
Δενδρόκηπος


Φεύγει το σώμα το νεκρό, το πράγμα∙
Φεύγει να εγκατασταθεί, να λείψει από το φως.

Το παίρνουν και το παν, το σέρνουν άλογα.

Σκιές το συνοδεύουν, το ξεπροβοδούν
Αλλοτινά φαντάσματα και λυπημένα.

Ως να πενθεί το φως, ως να ερημώνεται.

Το ’ντυσαν το πράγμα το νεκρό,
Το ’ντυσαν, το στόλισαν να ’ναι ωραίο.

Η εικόνα μου ήταν, η ομοίωσή μου.

Είχε τα μάτια μου, τα χείλη μου,
Τα ηλιοφώτιστα παράθυρά μου.
Το μέτωπό μου, το σχιστό πηγούνι.
Τον καθημερινό κρυφό καθρέφτη μου.

Το κάλλος μου ήταν, το είδωλό μου το άγρυπνο.

Σώμα μου, πράγμα μου κι ανάστημά μου,
Μισοφώτιστο, ανεκπλήρωτο και ραγισμένο,
Σχήμα αγγελικό.

Υπόστασή μου και θλίψη μου.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Έξοδος (II)
Post by: wings on 28 Jun, 2019, 20:08:14
Γιώργος Θέμελης, Έξοδος

II


Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο
Δενδρόκηπος


Το υμνούν το πράγμα το νεκρό,
Το υμνούν, το δοξάζουν
Στέφανα, όργανα.

Ήρθε, φάνηκε στο φως,
Ήρθε φάνηκε, δε θα φανεί,
Δε θα γυρίσει μάτια να κοιτάξει.

Δε θ’ αγαπήσει, δε θ’ αγαπηθεί,
Δε θα ζητήσει αγάπη και ψωμί.

Ακίνητο κείτεται, σεμνό,
Σαν αποκοιμισμένο.
Μες σε έναν ύπνο αξύπνητο.

Χωρίς φώτα και όνειρα,
Χωρίς αντανακλάσεις,
Σαν εκμαγείο χυτό.

Κλειστό κι απαρασάλευτο
Εντάφιο πρόσωπό μου.

Αποκοπή πικρή
Και δίχως αίμα

Ανάγλυφο στερνό μου ομοίωμα,
Καθρέφτη μου αδιάφανε, αδειανέ.

Έπεσε σκιά θανάτου,

Έπεσε και το σκέπασε.
Το μεταμόρφωσε.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Έξοδος (III)
Post by: wings on 28 Jun, 2019, 20:14:30
Γιώργος Θέμελης, Έξοδος

III


Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο
Δενδρόκηπος


Θρηνήστε το πανέμορφο εικόνισμά μου.

Εγώ δεν είμ’ εδώ,
Εγώ, ο άλλος μου ο γυμνός,
Ο αποξενωμένος.

Δεν είμ’ εδώ, μη με ζητήσετε,
Μη λυπηθείτε τη φυγή μου.
Έχω ανέβει πιο πάνω:
Σαν πάνω σε μια κλίμακα
Απ’ την εικόνα στην αντανάκλαση.

Άλλη λάμψη,
Άλλη τάξη πραγμάτων.

Ως ν’ άνοιξεν ο χρόνος όλος,
Ως ν’ άνοιξε και φάνηκε,
Σαν ένας άλλος ουρανός.
Ένας απέραντος καθρέφτης.

Βλέπομαι,
Φανερώνομαι.

Ο απόμακρος είμαι, ο ερχόμενος.

Έξω νου,
Έξω ήλιου.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (I)
Post by: wings on 07 Jan, 2020, 01:27:45
Γιώργος Θέμελης, Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

I


Ως να ’ρθε από μακριά,
Ως να ’ρθε και να μ’ άγγιξε
Μια σκοτεινή γραμμή,
Μια έξαφνη εξαφάνιση.

Μαύρη φτερούγα σχίζοντας το φως.

Ως να ’πεσα και χάθηκα μες σ’ ένα θαύμα.

Να μη με ιδεί το φως, να μη μ’ αγγίξει
Ο άνεμος, φτερό πουλιού, χέρι ανθρώπου.

Το πράγμα το εύθραυστο
Σαν από πορσελάνη.

Ένα δοχείο από πηλό,
Ένα αδειανό κοχύλι.

(Μέσα μου μια άγνωστη θάλασσα αντηχεί,
Μέσα μου σφυρίζει ένας αγέρας.)

Βλέφαρα, χείλη κλειστά,
Το κόσμημα της ερημίας,
Το έμβλημα της σιωπής.

Προσωπείο στο πρόσωπο του ανέμου.

Είδωλο γλυπτό μιας ειδωλολατρίας,
Ωραίου θεού νεκρού θλιμμένο ομοίωμα.

Σιγά σιγά σηκώστε το,
Να μη σχιστεί, να μη ραγίσει.
Προσέχετε το φωτοστέφανο.

(Εικών ειμι...)

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (II)
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 03:31:26
Γιώργος Θέμελης, Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

II


Κανένας χτύπος δεν ακούστηκε,

Χτύπος φτερού,
Χτύπος Αγγέλου.

Κανένας άνεμος δε σηκώθηκε
Να ξυπνήσει τους κοιμισμένους.

Τι έγινε;

Ποιος πήρε ξάφνου το κλειδί
Και μας άφησε έξω,

Έξω στην άπειρη ερημία;

Μπήκε μέσα και κλείστηκε,
Δε μας αφήνει πια να μπούμε

Πίσω στην πόρτα την κλειστή, στην άδεια κατοικία.

Τι έγινε
Και σταμάτησε ξάφνου
Το αίμα του ο καιρός.

Μείναμε άστεγοι, άφαντοι, γυμνοί.

Εδώ που μπήκε ο θάνατος και πλέκει τη φωλιά του,
Δίχως φτερούγα και κλαδί, το ακοίμητο σκουλήκι.

Εδώ που η ακίνητη ομορφιά ρίχνει την αμφιλύκη της.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Παραλλαγές στο ίδιο θέμα (III)
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 03:39:20
Γιώργος Θέμελης, Παραλλαγές στο ίδιο θέμα

III


Εκεί που κείτονταν
Και σάπιζαν
Στοίβες τα φύλλα του Καιρού.

Κρίνα χλωμά
Και μαύρα ρόδα.

Το πιο πυκνό Φθινόπωρο.

Ήλιοι νεκροί
Και σκελετοί πουλιών.

Κι η αποκαμωμένη Αγάπη
Σιγανασαίνοντας ακόμα,
Σαν την ηχώ μες στο κοχύλι.

(Πώς κόβεται και πέφτει ξάφνου ο αγέρας
Και γίνεται παύση, γίνεται μεγάλη σιωπή.)

Εκεί που σβήναν όλες οι φωτιές

Και το πιστό σκυλί μου ο Φύλακας
Και τ’ ακριβό μου ζώο ο Άγγελος
Μες στο βαθύ λαγούμι του.

Ήρθε μεμιάς και χτύπησε
Σαν αστραπή,
Σαν μαχαιριά στεγνή και ράγισε

Το καταπέτασμα.

Κανείς δεν είδε τον ήλιο που έπεσε κι έσβησε
Πίσω απ’ άφαντα βουνά και μαραμένα βλέφαρα.

Κανείς δεν απαντήθηκε με ζωντανούς νεκρούς
Να περπατούν σηκώνοντας τ’ αναστημένα σώματά τους.

Δεν έσταξε αίμα ούτε νερό.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Οι προσωπιδοφόροι
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 03:48:03
Γιώργος Θέμελης, Οι προσωπιδοφόροι

Πριν πέσουν
Όλα τα φτερά,
Σαν πτίλωμα ενός κύκνου.

Πριν κλείσει η μεταμόρφωση

Από σώμα στο πράγμα,
Απ’ την υπόσταση στην αποσύνθεση.

Μες στο πυκνό σταματημένο φως.

Όπως στην άφωνη θλίψη και στη μοναξιά,
Όπως μες στ’ όνειρο, στην έξαφνη απουσία.

Ακούς που έρχονται οι Προσωπιδοφόροι,
Σαν σκοτεινοί άφαντοι Άγγελοι ή θαμπωμένοι Νυχτοφύλακες
Και σε τρομάζουν, σκύβουν επάνω σου,
Γυρεύοντας τ’ ανομολόγητα μυστικά σου.

Ψάχνουν τη σάρκα, αγγίζουν την ψυχή.

Στο ’να τους χέρι τον στερνό Ζυγό,
Στ’ άλλο τους το Κλειδί και το Μαχαίρι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Όταν κριθούν τα σώματα
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 03:56:54
Γιώργος Θέμελης, Όταν κριθούν τα σώματα

Φάνηκες, φανερώθηκες στο φως, σα μια εικόνα.

Είδες ήλιους πολλούς
Και δεν τους μέτρησες.

Το βράδιασμα και το ξημέρωμα.

Άνοιξες μάτια, ψυχή μου,
Μάτια μεγάλα, εκπληχτικά.

Έβγαλες χέρια στη ρίζα των φτερών.

Άγγιξες λογής καρπούς,
Μήλα πολλά, κρίνα και τριαντάφυλλα.

Έχεις τα ίχνη απ’ τα καρφιά.

Περπάτησες πάνω στη γη, αντιλάλησες
Μες στο κενό, στην ερημία του χρόνου,
Έβγαλες ήχο, έκαμες θόρυβο πολύ.

Σε είδε ο ήλιος, σ’ άκουσε ο άνεμος και σ’ αντηχεί.

Το αίμα σου ποιος θα το μαρτυρήσει,
Το αίμα που κύλησε κι έβαψε
Τον ύπνο, τα πράγματα, το φως.

Όταν κριθούν τα σώματα,
Η μάταιη σκόνη σου θα ζυγιστεί,
Η φτώχεια σου, η γυμνότητά σου,

Η άπειρη θλίψη σου, και θα βαρύνει.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Το σώμα της απουσίας
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 04:04:30
Γιώργος Θέμελης, Το σώμα της απουσίας

Έμεινε μόνη, αποκομμένη,
Έμεινε μόνη, σέρνεται η σκιά μου.

Το μέγα ασήκωτο σώμα της Απουσίας.

Ως να ’πεσε πίσω το φως,
Ως να ’χει πεθάνει, να κηδεύεται

Ανάμεσα άδεια σπίτια, δέντρα ερημικά.

Ακούγονται τ’ αδέσποτα βήματά μου,
Ακούγονται οι παλαιές βαθιές φωνές.

Τ’ αλλοτινά μου λόγια τα ειπωμένα.

Ως ν’ αντηχούν ξανά, να πέφτουν
Επάνω στους τοίχους που αντιλάλησαν.

«Ψωμί...», «Αγάπη...», «Φως...», «Θ’ ανταμωθούμε».

Τ’ ακούει ο ακίνητος άνεμος,
Τ’ ακούει η λιμνασμένη σιωπή.

Ένα κομμένο κεφάλι ανασηκώνεται,
Ως το γυμνό παράθυρο και κρέμεται,
Ως τον παλιό καθρέφτη και κοιτάζεται.

Όπως μια λάμπα αχνοσβησμένη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σώμα και άγαλμα
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 04:08:42
Γιώργος Θέμελης, Σώμα και άγαλμα

Απογυμνώνοντας το σώμα και το άγαλμα
Απ’ την πυκνή σκιά του, απ’ το καθρέφτισμα,
Το χοϊκό του ένδυμα, το απατηλό περίβλημα,
Τη σάρκα γυρεύοντας και τον καρπό,

Την πιο βαθιά πληγή στη ρίζα της πληγής.

Δάχτυλα φτάνοντας ως την καρδιά,
Ως την απόκρυφη φωτιά της πέτρας.

Η στέρησή μου ήτανε σα μια λεπίδα.

Η αγάπη μου σα μια κρυφή σφαγή.

Τ’ όνειρό μου ένας απέραντος σιτοβολώνας.

Άγγιξα, αγάπησα, έσκαψα,
Σύναξα θλίψη, γέμισα βοή.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πέτρινη κατατομή
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 15:58:00
Γιώργος Θέμελης, Πέτρινη κατατομή

Ποια χέρια μπορούν ν’ αγγίξουν τα χέρια μου,
Αλλότρια χέρια, ξένα, αλλότρια σώματα.

Φτερά πουλιών ή δέρματα ζώων.

Τα χέρια μου τ’ αλλοτινά, τα παιδεμένα
Από πικρούς χαμούς, άδειους ανέμους.

Τώρα που μ’ έχει κλείσει από παντού,
Σα μια θαμπή νεφέλη, η Απουσία.

Καμιά αγάπη, καμιά σταύρωση.

Ποιες εκπλήξεις μπορούν να πλήξουν
Τ’ άφεγγα μάτια μου και τα στεγνά.

Τα χείλη που κόπηκαν πάνω στα χείλη μου,
Το κομμένο ψωμί, το μυρισμένο ρόδο,
Φύλλα νεκρά και κρύσταλλα του ήλιου

Καταρρέουν μες απ’ την πέτρινη κατατομή μου.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Τίποτα δεν απόμεινε
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 16:09:44
Γιώργος Θέμελης, Τίποτα δεν απόμεινε

Τίποτα δεν απόμεινε
Απ’ τα πολλά μας υπάρχοντα,
Απ’ όσα ήρθαν, μας δόθηκαν,
Δώρα πολύτιμα, εκπληχτικά.

Ατίμητα κοσμήματα της Ωραιότητας.

Στέμματα, διαδήματα, σκήπτρα,
Απ’ ουράνιο μέταλλο και ήλιο,
Πέτρα και φως, την ύλη του κόσμου.

Ενώτια.

Περιδέραια.

Τίποτα από ένδυμα και σκέπη
Της αιώνιας γύμνιας.
Από καθρέφτισμα και δαχτυλίδι.

Λυχνία του έρωτα ή λάμψη του κορμιού.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πείνα και δίψα
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 16:16:00
Γιώργος Θέμελης, Πείνα και δίψα

Ως να γυρέψαμε και δε βρήκαμε
Ψωμί να φάμε, νερό να πιούμε.

Το ψωμί της γης, το μάννα τ’ ουρανού.

Ήπιαμε
Και διψάσαμε.

Χορτάσαμε
Και δε χορτάσαμε.

Αγαπήσαμε, μείναμε
Ανέραστοι, κλειστοί.

Πείνα και δίψα
Ψυχών
Και σωμάτων

Ακόρεστη,
Αξεδίψαστη.

Πεινούν τ’ ακοίμητα κόκαλά μας.

Πώς να τα θρέψουμε,
Να τα κοιμίσουμε.

Γυρεύουμε τον άρτο και τον οίνο που δεν κοινωνήσαμε,
Την αγάπη που δεν αγαπήσαμε,
Τον καθρέφτη που δεν κοιταχτήκαμε.

Γυρεύουμε, σκάβουμε τη γη, κοιτάζουμε τον ουρανό,
Άγρυπνοι, ακαθρέφτιστοι και πεινασμένοι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Άπειρα ωραίος
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 16:32:59
Γιώργος Θέμελης, Άπειρα ωραίος

Δεν άφηνα σκιά στην όψη μου,
Σκοτάδι στο πρόσωπό μου.

Ίχνος ζώου μες στην καρδιά μου.

Ήθελα να ’μαι
Ωραίος,
Άπειρα ωραίος.

Έκπαγλος,
Εκθαμβωτικός.

Γυρεύοντας να φτάσω να εκπληρωθώ,
Γυρεύοντας να φτάσω την ψυχή μου,
Την άφταστη ψυχή μου, την ακατάδεχτη.

Από κλίμακα σε κλίμακα,
Από διάστημα σε διάστημα.

Σαν ένα μυθικό φυτό ή ένα όνειρο
Μες στην ατέλειωτην εκπλήρωσή του.

Απ’ τη σπορά στην άνθηση, στον θερισμό.

Για να ’μαι και να υπάρχω,
Να φέγγω μες στη νύχτα.

Να ’μαι στο ύψος της ψυχής.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Δε γίνομαι πια
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 17:14:28
Γιώργος Θέμελης, Δε γίνομαι πια

Δε γίνομαι πια – έγινα,
Δεν ωριμάζω – ωρίμασα.

Δεν είμαι πια ο αγίνωτος,
Ο ακόρεστος για φως, για θλίψη, για ουρανό,
Από φτερό και πόθο, απ’ ωραιότητα.

Έπαψα πια να πεθαίνω – έχω πεθάνει.

Έπαψα – δεν έχει πάψει η μουσική
Να με καλεί, δεν έχει πάψει ο έρωτας,
Ο μέγας άνεμος να με γυρεύει.

Του έλειψα,
Του άνοιξα πληγή.

Πίσω με κράζει η θάλασσα η πολύφωνη,
Πίσω, σα μια κραυγή, πίσω η νύχτα

Στο άδειο φως, σ’ έρημους τόπους.

Άγαλμα θα μπορούσα να ’χα μείνει,
Άγαλμα ασάλευτο μες σ’ έναν κήπο
Πολυσύχναστο, γεμάτον περάσματα και κρύπτες.

Άγαλμα, κλίμακα, στημένη γέφυρα
Από τη μια στην άλλην όχθη.

Να με διαβαίνουν οι ψυχές που φεύγουν, οι ψυχές που έρχονται.

Βαθύς καθρέφτης, να περνούν
Αγαπημένα πρόσωπα και να κοιτάζονται.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Παρομοιώσεις
Post by: wings on 03 Dec, 2022, 17:27:54
Γιώργος Θέμελης, Παρομοιώσεις

Όπως στον ύπνο, όταν περνάς
Στην άλλη λάμψη τη νυχτερινή.

Το σώμα, το ένδυμα, ο καρπός.

Όπως στον ύπνο, όπως στον έρωτα,
Όταν αφήνεσαι μ’ όλο το σώμα.

Μένεις ασώματος, γυμνός.

Η μέρα, η νύχτα, ο χρόνος,
Μια ιστορία φανταστική.

Ως ν’ ανοίγουν μέσα οι τοίχοι, να πέφτουν
Οι απατηλοί καθρέφτες που μας σκεπάζουν,
Περνούμε μέσα σ’ ένα όνειρο,
Όνειρο αδιάκοπο και νυχτωμένο

Χωρίς καμπάνα και ξημέρωμα.

Ως να περνούμε στον κύκλο των Ασωμάτων
Μες σε μια τέλεια κλειστή αποξένωση.

Όπως μια λάμπα, που λησμονήθηκε
Μες σε μια κάμαρη άδεια και κλειστή,
Μόνη, κατάμονη στην ερημία.

Ποιος θα μας ξέρει, ποιος θα μας υποπτευθεί;

Άλλα μάτια, άλλα μυστικά
Πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους,
Πίσω από τους φύλακες.

Άλλες σκιές θα τριγυρνούν μες στα δωμάτια
Αγγίζοντας τα πράγματα, τα πράγματά μας,
Πιο εύθραυστα και πιο πυκνά γεμάτα απ’ την αγάπη μας.

Μαθημένα, υπάκουα, και μόλις αφημένα,
Θ’ αναζητούν χέρια σφιγμένα σαν τα χέρια μας.

Θ’ αναζητούν τα μάτια μας τα καρποφόρα.

Καθώς καρποί, που ωρίμασαν
Και μένουν ακόμα, κρέμονται στον ήλιο,
Καρτερώντας το πουλί, το χέρι και το δρέπανο,
Εδώ θα στέκει το δέντρο της αυλής,
Μονάχο, στείρο, απελπισμένο,
Χωρίς φτερό και γύρη,
Σε νηνεμία τρομαχτική.
Εδώ θα γέρνει το παράθυρο μες στο κενό,
Μετρώντας τον άνεμο, να πέσει – να μην πέσει.
Η στέγη μας πάντα νωπή, όπως την άνοιξη.

Ο ουρανός επάνω της ερημικός.

Ώσπου να φτάσει ο Απρίλης μες στο αργό του μέλλον
Μ’ όλη τη λάμψη και τη δόξα, ώσπου να ’ρθει το Μέγα Πάσχα
Με τους καινούριους υάκινθους, με τους αναστημένους,
Να σε ντύσω βασιλική πορφύρα στη μεγάλη σου εορτή,
Βαρύτιμα κοσμήματα:
Να ’σαι ωραίος μες στους ωραίους.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Σαν τις εικόνες
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 17:15:21
Γιώργος Θέμελης, Σαν τις εικόνες

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Πού γνώρισαν τον θάνατο και πεθαίνουν,
Και ξέρουν να πεθαίνουν τα μικρά παιδιά,
Διπλώνοντας στη μέση τους το τρυφερό φτερό τους,
Με μια θλιμμένην έκπληξη πάνω στο στόμα.

Γαληνεμένα, ανύποπτα, σαν τις εικόνες.

Ως να ’ρθε ο θάνατος μ’ ένα φιλί,
Χωρίς βοή και πέταλα ασημένια,
Για να τα κρύψει απ’ τα κακά πουλιά,
Απ’ τ’ άγρυπνα σκυλιά τη νύχτα π’ αλυχτούν.
Ως να ’ρθε και τα κοίμισε μέσα σ’ ένα κοχύλι.

Ούτε σπαθιού μαύρη γραμμή ούτε φτερού.

Τα περιστέρια εξακολουθούν να γράφουν αριθμούς έξω στο φως,
Μα τα χεράκια έχουν σαστίσει,
Μη ξέροντας να γείρουν και να σταυρωθούν πάνω στο στήθος.
Τ’ ανήξερα βλέφαρα ξεχάστηκαν στο θαύμα του ύπνου
Και τα μικρά μικρά χαμόγελα κρύφτηκαν στους καθρέφτες.
Τ’ ολόγιομο φεγγάρι χάθηκε πουλί στον ουρανό.

Όταν τ’ αποδημητικά βιάζουν την άλλην άνοιξη,

Όταν τα μάτια τα κλειστά γυρίζουν προς το φως,

Τάχα θα ξαναρθούν ποτέ; Θάβρουν τον πίσω δρόμο
Κάτω από τόση θάλασσα, μες από τόση νύχτα;

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ας μιλήσουν οι νύχτες
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 17:35:55
Γιώργος Θέμελης, Ας μιλήσουν οι νύχτες

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Ας μιλήσουν κάλλιο οι νύχτες που μας γνώρισαν,
Οι φλόγες που έκαιγαν στοχαστικά στις κρύπτες του ύπνου,
Η θάλασσα π’ αγκάλιαζε τη γύμνια μας, τη σιωπή,
Φίλε, που έφυγες πρωί να συναντήσεις το άλλο σου είδωλο,
Ν’ αναπαυτείς στην ίδια σου την ομορφιά σαν Ενδυμίων.

Ωραίο είναι το πρόσωπο μες σε κατοπτρισμούς,
Ανοίγει, πολλαπλασιάζεται, σαν αριθμός.

Ως να μην είχα πρόσωπο, ύπαρξη, ήμουν
Το άγνωστο σχήμα το ερχόμενο,
Δε με γνωρίζαν οι άνθρωποι, μονάχα εσύ
Με δεχόσουν μέσα στον κύκλο σου από βλέμματα,
Ως μια σου εικόνα, αναδίπλωση, σκιά.

Θάλασσα, σώμα, φως, ως να ’μαστε απ’ την ίδια ουσία,
Του υγρού, του πέτρινου, του εκθαμβωτικού.

Πού τελειώνουν τα όρια, πού αρχίζουν τ’ απρόσιτα;

Ως να πληθαίνει ξάφνου ο χρόνος, να μοιράζεται την ομορφιά,
Χίλια κομμάτια, χίλια αντιφεγγίσματα,
Σειρά καθρεφτισμένα αγάλματα, φυτά και ψάρια,
Μαζί με τον ήλιο που ερωτεύεται τον εαυτό του,
Το ίδιο του το είδωλο το πολλαπλό,
Γιατί επάνω είναι το φως και κάτω η αντανάκλαση.
Φως η ατέρμονη ύλη, φως η σάρκα, φως ο Θεός.

Ως να ’χες κάτι απ’ τα φυτά και τον βαθύ καημό των αγαλμάτων
Όταν τα κλειούν μες σε μεγάλες αίθουσες
Μονάχα, ακίνητα και λυπημένα,

Και περιμένουν μάτια να τα ντύσουν που ’ναι γυμνά,
Και χέρια να τα κρατήσουν να σηκωθούν,
Να πάρουν σκάλες, να γεμίσουν τις κάμαρες των μητέρων,
Σα μια γενιά από πέτρινη ηλικία,
Σα μια φυλή από στερεότητα που δε ραγίζει.

Ας ήσουν ραγισμένος δεν ξέρω από ποια αιχμή
Κι είχες σαν ένα φτερό ριγμένο πίσω σου.

(Ήσουνα κάποτε μεγάλο πουλί;
Ήσουνα κάποτε Άγγελος,
Πρωτοστάτης, Πανέρωτας, φέρνοντας το άγγελμα;)

Γύρευα να μεταμορφωθώ και να περάσω
Στη θλίψη σου μέσα, να γινώ το άνθος σου της Περσεφόνης,
Να μ’ έχει και να με φορείς κι εδώ κι εκεί, στον ύπνο και στον θάνατο.

Σαν όταν ψάχνεις να βρεις ένα όνομα, που γύριζε στον νου,
Και δεν μπορείς, ως ν’ αχνοσβήνει στο σκοτάδι.
Ή να ξεχνάς ν’ ανάψεις το φως και κείτεσαι στα σκοτεινά.

Ως να ξεχνιόμαστε,
Ως να ξεχνιέται το φως
Και μας ξεχνά.

Τάχα θα μείνει τ’ όνομά μου στα χείλη σου, γεύση αιωνιότητας;
Τάχα θα με σώσουν τα μάτια σου; Θα μου ’χουν φυλάξει
Το σχήμα, σα μια σκιά, μια μαρτυρία;

Κάθομαι εδώ και σ’ αναπλάθω,
Κάθομαι εδώ και προσδοκώ
Ανάστασιν νεκρών.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Ανάμεσα στα μάτια και τα είδωλα
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 18:52:17
Γιώργος Θέμελης, Ανάμεσα στα μάτια και τα είδωλα

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Αν δεν υπήρχε η σκεπή από βλέφαρα
Ανάμεσα στα μάτια και τα είδωλα·

Αν δεν υπήρχε η Νύχτα,
Το ένδυμα της Απουσίας·

Δεν θα υπήρχε η Φαντασμαγορία του ήλιου που χάθηκε
Στα μάτια των πουλιών που βιάζουν τον κύκλο της Αυγής,
Στ’ άγρυπνα μάτια των κοιμισμένων.

Θύμηση, ανάμνηση, άπειρη θλίψη των νεκρών.

Έφυγες κι άφησες πίσω μιαν αδιάλειπτη σκιά,
Για να υπάρχεις μη υπάρχοντας,
Για να θυμάμαι την έκπληχτη γύμνια σου
Και να ’χω το χέρι μου στο χέρι σου,
Το στήθος μου μες στους καρπούς.

Για να μετρώ που είχαμε ξάφνου χαθεί μες σε μια θύελλα.

Τα σημάδια στο στήθος του χιονιού
Χαράζουν τους δρόμους που περάσαμε
Μες στη φυγή την αναπόφευχτη,
Ανταμωμένοι, ακράτητοι, σώμα με σώμα.

Ήτανε ένα και χώρισαν από γυμνή ρομφαία.

Ακούω τ’ ανάκουστα βήματά σου
Που πάνε σβήνοντας
Σε κάποια βυθισμένη εσπέρα.

Ενώ μακριά πίσω θρηνεί το εγκαταλειμμένο περιστέρι.

Φυλάγω τη λάμψη του προσώπου σου,
Σαν μακρινό μετέωρο,
Στο βάθος μιας πεθαμένης λίμνης.

Ο χωρισμός του απόμακρου που απομακρύνεται.

Ταξιδεύουν οι δρόμοι του καιρού, ταξιδεύουν οι πεθαμένοι,
Αδιάκοπα, ανεπίστροφα,
Εξόριστοι, γυμνοί, καταδιωγμένοι απ’ αστραπές,
Μη αφήνοντας πίσω
Στους χώρους, που άνοιξε το πέρασμά τους,
Ήχο ή φως,
Παρά σκιές,
Παρά μια συνοδεία από άδεια φορέματα.

Σειρά καρφιά στους τοίχους που φύλαξαν τη μοναξιά τους.

Μη αφήνοντας πίσω,
Παρά μονάχα
Μια φούχτα κόκαλα σε άσπρη οθόνη
Μες στους σωρούς από τ’ απομεινάρια της παρουσίας.

Μεγαλώνουν, μεγαλώνουν σαν λόφοι από συντριμμένα τρόπαια.

Μια φούχτα οστά που γδύθηκαν κι από το τελευταίο τους ένδυμα
Για να συνάπτουν λευκές αγάπες στους κήπους του αιώνιου ύπνου.

Τ’ απομεινάρια της αρχαίας στολής περιμένοντας την έλευση.

Σήκω και γύρισε με τη στολή μιας άλλης ομορφιάς,

Έτσι, όπως σε είχε κυοφορήσει η γονιμότητα της αγάπης
Σα μια μητέρα,
Ταράζοντας τις φλέβες του ύπνου.

Μην καρτερείς να ηχήσει η σάλπιγγα η στερνή.

Ίσως μιλήσει πάλι ο ουρανός, όπως μιλούσε
Κάποτε, τότε,
Πριν απ’ την πτώση των ψυχών,
Φορτωμένος βροχή και θύμηση, σαν ένας πατέρας,
Κατεβαίνοντας με σιωπηλά βήματα μέσα στους κήπους,
Χωρίς βοή και κρότο να κρύβονται οι γυμνοί,
Ανάβοντας τα μυστικά χρώματα των πραγμάτων
Να φωτίζουν τους δρόμους των υμεναίων.

Ίσως η άλλη σάρκα της γιορτής θα ’ναι σαν άγαλμα.

Πού θα ’σαι έτσι γυμνή κι ωραία, εκπληχτική
Ανάμεσα σε τόσους υπνωμένους κύκνους,
Για να σε βρω όταν θα ανοίξει η νύχτα στη λάμψη του φωτός.

Τα οστά μου αναπαύονται στους κόλπους σου, όπως αγέννητα παιδιά.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Πυκνή σκιά μου
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 19:01:02
Γιώργος Θέμελης, Πυκνή σκιά μου

[Ενότητα Οι απόντες]

Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Βγάζει τη σκέπη απ’ τη μορφή, την παραμόρφωση,
Σαν άλλη πάχνη που τον σκεπάζει.
Παίρνει ξανά τα μάτια του και με θρηνεί.

Ως να ’ρχεται μες απ’ το μέγα θάμπος του άλλοτε.

Βουβά θρηνεί, βουβά σκύβει στην όψη μου,
Ως να θρηνεί τον εαυτό του,
Ν’ ασπάζεται τα ίδια του τα βλέφαρα,
Τα χείλη του τα πετρωμένα.

Πανέμορφη πυκνή σκιά μου
Ενός ακέριου εφήβου.

Αγγελικό μου αρχαίο ανάστημα δίχως φτερά.

Από ποια κρύπτη, ποιο βυθό
Παλαιού νεκρού καθρέφτη ανασηκώθηκες,
Σαν μες σε πρώιμη ανάσταση,
Φορώντας τον λαμπρό χιτώνα σου.

Φυλάγοντας στα βλέφαρα μια παγωμένη λύπη.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (I)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 19:08:31
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (I)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Όσοι δεν έχουν
Αγάπη,
Έκσταση και τρόμο·

Δε βλέπουν
Ψάρι
Στον ύπνο·

Δεν έχουν μυστικό.

Έχασαν το σώμα
Και το θρηνούν.

Έγιναν ίσκιοι.

Οι πολύ ωραίοι, οι πολύ στιλπνοί,
Αυτάρεσκοι, εύθραυστοι,
Μη βλέποντας έξω από τη θλίψη τους,
Κοιτώντας στον κλειστό καθρέφτη τους
Τ’ άλλο τους πρόσωπο το μακρινό,
Την καταφαγωμένην όψη τους.

Οι παραμορφωμένοι από σκοτάδι.

Οι αδικημένοι από λειψό Ζυγό ή από Κανόνα.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (II)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 19:37:36
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (II)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Δεν έχουν πού να σταθούν
Δεν έχουν σπίτι και πατρίδα
Οι κυνηγοί του ίσκιου, του γυμνού φτερού.

Οι χτυπημένοι από ντουφεκιά ουρανού,
Φτερούγα Αγγέλου ή λάμψη ονείρου.

Και τους καψάλιασε η φωτιά του Αόρατου,
Τους πήρε τα βλέφαρα και τα μαλλιά.

Κι οι άλλοι, εκείνοι, μες στην πάχνη της νυχτός
Ως το ξημέρωμα, ως την άλλη αυγή,
Με το φτενό κορμί, με την ψυχή στα δόντια,
Στήθος με στήθος και λειψό φτερό,
Τον Δαίμονα παλεύοντας, τον μαύρο Άγγελο.
Το απόκρημνο τους παίρνει φως, τους στέλνει στο σκοτάδι.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (III)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 20:03:08
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (III)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Σαν τα πουλιά που πιάστηκαν
Στους χιονισμένους κήπους του θανάτου,
Μετρούν τους κύκλους των, τους ήλιους που βασιλεύουν.

Όσοι αγάπησαν και δεν αγαπήθηκαν.

Όσοι πείνασαν και δίψασαν
Τον εαυτό τους, την ψυχή τους.

Δόθηκαν και δεν ανταποδόθηκαν,
Απογυμνώθηκαν και δεν ντυθήκαν.

Γυμνοί, λιπόσαρκοι και σταυρωμένοι.

Ανάμεσά τους ο άλλος εκείνος,
Άγνωστος, έρημος, σαν ένας από μας.
Ένας ζητιάνος του θανάτου,
Με το καλάμι του, με το σκοινί του.

Ο πιο νεκρός, ο πιο γυμνός.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (IV)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 20:11:03
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (IV)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Αυτά τ’ άλιωτα σώματα,
Σαν από πέτρα,
Σαν ακατάλυτοι σκελετοί

Δεν ήταν ζώα μεγάλα
Ή σκοτεινοί, άπτεροι Άγγελοι.

Δρασκελούσαν τη γη κι ο ίσκιος τους έπεφτε,
Καθώς το θάμπωμα, όταν εκλείπει ο ήλιος.

Και δάκρυζαν οι εικόνες, ουρλιάζαν τα σκυλιά.

Ψόφια πουλιά και ζώα,
Σώματα αγύρευτα λειψά,
Ψυχές βγαλμένες απ’ τη σάρκα τους,
Δεν έβρισκαν ανάπαυση
Στους λάκκους, που στοιβάζονταν.
Πεθαίναν χωρίς να πεθαίνουν,

Στάζοντας θλίψη, στάζοντας αίμα και νερό.

Τους είχανε κόψει τον θάνατο,
Τους είχανε κόψει το ψωμί,
Τον ύπνο, το φως και την αγάπη.

Αυτά τ’ άλιωτα σώματα
Σαν από πέτρα.

Πολλοί έβλεπαν κάθε πρωί
Στο τζάμι του παραθύρου
μια ματωμένη λόγχη,
Πολλοί μες στον καθρέφτη τους
Μια διάφανη μορφή,
Περίλυπο πρόσωπο χλωμό
Ανάμεσα στ’ αγκάθια του ήλιου,
Και γύρευαν καρφιά να καρφωθούν.

Πολλοί βάλθηκαν να θάβουν τα πτώματά τους.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (V)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 20:17:21
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (V)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Δεν έχουν σήμα θανάτου
Οι λησμονημένοι.

Οι πιο νεκροί μες στους νεκρούς.

Θύμηση,
Ανάμνηση.

Μια λάμπα τη νύχτα να τους φέγγει.

Δεν είναι φωνή στη γη
Να τους καλέσει, να τους ονομάσει.

Ως να ’πεσαν και χάθηκαν
Μέσα στην ίδια τους ανωνυμία.

Όπως τ’ αδέσποτα σκυλιά,
Όπως τ’ απορριγμένα πράγματα.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ' το δείπνο (VI)
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 20:56:25
Γιώργος Θέμελης: Οι απόντες απ’ το δείπνο (VI)

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Γενεά λειψή, ανυπόστατη, σακατεμένη από την άρνηση.

Αρνήθηκαν το αίμα τους,
Αφάνισαν το πρόσωπό τους,
Δεν βλέπουνε να ονειρευτούν.

Τυφλοί στο φως, τυφλοί στον θάνατο.

Όσοι κλειστοί στον εαυτό τους,
Όσοι αδειανοί,

Ανέκφραστοι,
Ακαθρέφτιστοι.

Η στιλπνή επιφάνεια, η φριχτή ερημία.

Δεν έχουν να κάμουν,
Να πουν ή να ζητήσουν
Ψωμί, φωτιά, ή ένα «χαίρε».

Δεν περιμένουν τίποτα δεν καρτερούν.

Όσοι αποκοιμήθηκαν ύπνο βαθύ
Μες στην τυφλή, την αξημέρωτη
Μέσα τους νύχτα του αιώνιου ζώου,
Εκεί που λύχνος δεν φέγγει.

Στοίβες σαρκών και θημωνιές κοκάλων.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Έτσι πλαταίνει ο ουρανός
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 21:21:14
Γιώργος Θέμελης, Έτσι πλαταίνει ο ουρανός

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Ας καρτερούν εκεί που κείτονται
Μες στην ατέλειωτην αναμονή.

Μπορούμε να τους θυμόμαστε
Εμείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι.

Η μνήμη τους, μια ζωτική πολυτέλεια,
Στολίζει το πρόσωπο, παρηγορεί την ψυχή.

Μπορούμε ν’ αναφέρουμε τ’ όνομά τους.

Τα ονόματα προεκτείνουν τον ήχο τους
Στη σιωπή, στη νύχτα, στην Ωραία Πύλη.

(«Και πάντων και πασών και ών
κατά διάνοιαν έκαστος έχει.»)

Ν’ ανακαλούμε την έκπληξη στο πρόσωπό τους,
Την απορία στα μάτια, το χαμόγελο,
Την τελευταία υπόσχεση στη σιωπή.

Όπως μια μουσική που κόπηκε μέσα στον χρόνο.

Άγρυπνοι κείτονται μέσα στον κίνδυνο,
Σαν τα παιδιά τα φοβισμένα,
Σαν τους αγαπημένους πο’ ’χουν μείνει
Μόνοι, γυμνοί, μες στο σκοτάδι.

Θέλουνε φως να κοιμηθούν.

Άγρυπνοι κείτονται, γυμνές ψυχές,
Δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν μπορούν.

Αναθυμούνται το ατέλειωτο όνειρό τους.

Κάτι είχαν να πουν ακόμα, κάτι να κάμουν,
Τ’ άφησαν σ’ εμάς: μια λέξη, ή μια χειρονομία,
Λίγη αγάπη ακόμα, λίγη ανάμνηση,
Το τελευταίο αγνάντεμα, το τελευταίο φιλί

Καθώς γύρισαν κι έμειναν κλειστοί για πάντα.

Έτσι γεμίζει ο χρόνος πίσω και βαραίνει,
Σαν ένας κήπος, έτσι πληθαίνουν οι καρποί,

Και προκαλούν τη βροχή και την αγάπη.

Πρέπει να εκπληρώσουμε ό,τι δεν πρόλαβαν εκείνοι,
Εμείς που μείναμε πίσω και κοιτούμε τον ήλιο που άφησαν,
Εμείς που μάθαμε να περιμένουμε.

Έτσι πλαταίνει ο ουρανός.

Πρέπει ακόμα να μάθουμε να χαιρετούμε
Τον άνεμο που πνέει για όλους και για κείνους
Και τη σελήνη που μοιάζει να ’ρχεται αποκεί,
Από τ’ ανήλιαγα βουνά των πεθαμένων.

Ντροπαλή από αθωότητα, σεμνή από πένθος.

Μια άλλη όψη εκεί, μια πολιτεία
Κλειστή απ’ τον κρότο και τον θόρυβο του ήλιου,
Χωρίς φεγγίτες, παράθυρα και κλειδωμένες πύλες.
Κόσμος βαθύς που ανήκει σε όλους.

Ένα κοινό παμπάλαιο όνειρο ή ένα τέλος
Αιώνιου ταξιδιού σε μια γαλήνη λησμονιάς.

Όμως μπορεί να γίνει το θαύμα,
Το αναμενόμενο άρρητο μυστήριο,
Που μοναχά μέσα στον έρωτα
Και μες στη μουσική αναφαίνεται.

Σαν ένα άλλο φως και μακρινό, σα μια υπόσχεση.

Μπορεί να θυμηθούν ξανά οι νεκροί, μπορεί
Να σηκωθούν μες απ’ τον ύπνο,
Καθώς όταν ξυπνάς μες στα μεσάνυχτα
Από ’ναν άγνωστο χτύπο στην πόρτα σου ή κάποιο αντίλαλο
Και κόβεις τ’ όνειρο, ανάβεις το φως
Και φανερώνονται ξανά τ’ αφανισμένα πράγματα
Παρήγορα και φεγγοβόλα, ως να θυμήθηκαν,
Ως να γεννήθηκαν ξανά μες απ’ τη νύχτα.

Μπορεί να ’ναι ένας άλλος ήλιος που θ’ ανατείλει.

Κρατείτε τη λάμπα τους αναμμένη,
Τον αδειανό καθρέφτη τους κλειστό.

Στο μεταξύ, μας περιμένουν οι άνεμοι
Και δε φυσούν χωρίς εμάς.

Κι η ανυπόμονη γη γεμάτη δέντρα κι ελπίδες.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Κατά το Μέλλον
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 21:28:56
Γιώργος Θέμελης, Κατά το Μέλλον

[Ενότητα Οι απόντες]
Εμείς είμαστε οι απόντες απ’ το δείπνο
Φωτοσκιάσεις


Γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω
Κατά την άλλη μεριά, την πέρα,

Την πέρα απ’ τον στερνό τον τρίτο θάνατο.

Κατά την αμφιλύκη που έρχεται,
Τη γέννηση που θα γεννηθεί.

Μες απ’ τον ύπνο τον βαθύ θ’ αναφανεί
Μες απ’ τον θαμπωμένον ουρανό.

Ανάμεσα ήχο και φτερό πουλιών αναστημένων.

Άγγελοι πέφτουνε στη γη
Μες σ’ αστραπές και λάμψεις.

Εκεί πέφτουν, κατά το Μέλλον.

Ως να γκρεμίζονται
Κάτω στην Άβυσσο.

Καίγονται τ’ άφθαρτα φτερά.

Απ’ αγάπη πολλή,
Απ’ αγάπη και θλίψη,
Αγγελική περιπέτεια.

Μέσα στους κύκλους του Καιρού.

Πέφτουν στη γη, την άλλη γη,
Πέφτουν στη γη να πάρουν
Χώμα, πηλό, ενανθρώπιση.

Ν’ αγαπήσουν, ν’ αγαπηθούν,
Να θρέψουν σώμα να πεθάνουν.

Να πεθάνουν: ν’ αναστηθούν.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)
Title: Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα
Post by: wings on 07 Dec, 2022, 21:50:24
Γιώργος Θέμελης, Τα πράγματα

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1898.msg62498#msg62498)
Συνομιλίες


Αργά πεθαίνουν
Σιγά κι αθόρυβα
Σαν τα βουνά.

Άδεια καθίσματα παλαιά.

Τα τέσσερα ξύλα,
Τα τέσσερα καρφιά.

Αργά έρχεται ο θάνατος.

Σταμνιά στεγνά, πήλινα αγγεία,
Πήλινα χείλη ραγισμένα.

Τα σαπισμένα από σιωπή,
Κατάκλειστα παράθυρα.

Κλίμακες.

Δάπεδα.

Γκρεμοί.

Το άχρηστο φως έχει ταφεί στην τρύπα του Κενού.

Φορέματα γυμνά από σώματα,
Απόκληρα παλιά υποδήματα, χειρόκτια ξεγυμνωμένα
Από τ’ απόντα χέρια, από τα κόκαλα.

Όπως το άσαρκο δέρμα, το ασώματο πουκάμισο.

Εσώρουχα της γύμνιας, καλύπτρες της αγάπης
Στηθόδεσμοι αδειανοί και λυπημένοι.

Άμωμα όλα,
Άμωμα, αναίμακτα,
Κρεμάμενα

Σ’ έναν ήλιο θαμπό, σ’ έναν άνεμο σταματημένο.

Σε ποια κρίση θα πέσουν,
Κρίση στερνή, εξαφάνιση,
Τα φτερά, τα κρύσταλλα, τα κρίνα.

Στέφανα υμεναίων,
πέπλα νυμφικά.

Υάκινθοι
Και φιόγκοι.

Κρίνοι τεχνητοί.

Θρύψαλα καθρεφτών,
Σβηστά κεριά.

Αχρηστεμένα όργανα του έρωτα.

Σάβανα, ενδύματα
Ωραίων θανάτων

Πολύκλαυστα,
Πολυφίλητα.

Νυχτώθηκαν οι μυστικοί ουρανοί
Και θάμπωσαν τα φωτοστέφανα.
Σεπτές Εικόνες Αγίων,
Άχρηστες, απορριγμένες.

Νεκρά φτερά, σκαμμένα πρόσωπα,
Σχήματα αγγελικά ξεθωριασμένα.

Σκεύη
Και σύμβολα ιερά:

«Τα άγια των αγίων».

«Τα σα εκ των σων»

Ο Άρτος, ο Οίνος, ο Αήρ,

Κάτω από ίσκιους σκοτεινών πουλιών, πατημασιές αλόγων.

Δεν έχουν κοιμητήρια
Τα ομοιώματα, τα εικονίσματα.

Ανθρωπόμορφα είδωλα γλυπτά,
Ανδρείκελα, πλαγγόνες, πτώματα ωραία.

Αγάλματα νεκρά στα φέρετρά τους.

Λείψανα, που δεν έλιωσαν, νεκρών από καιρό,

Ανάσκαφτα, ανακόμιστα, γεμάτα ψόφιο σκουλήκι,
Ως να ζητούν ταφή, ξανά στον θάνατο.

Άλλο δεν είδε ο ήλιος πράγμα πιο φριχτό.

Δεν το ’ξερα πως ήτανε τόσο πολλά
Τα είδωλα της Ματαιότητας.

Τόση θλίψη,
Τόση τέφρα και σποδός·

Φωτιά στον θάνατο, φωτιά στο μέγα ψέμα


Επάνω από τα είδωλα
Και τα τρομαχτικά
Σημεία και σύμβολα
Του καθημερινού θανάτου.

Επάνω απ’ την κραυγή,
Επάνω από τον άνεμο

Ένας άδειος Σταυρός.

Το ξύλο του Μαρτυρίου δίχως μαρτύριο,
Χωρίς το άγιο χρίσμα του αίματος.

Σηκώνοντας επάνω του, στη σταύρωσή του,
Μιαν άσαρκη σκιά, μιαν απουσία.

Πένθιμο σχήμα μιας θυσίας που πήγε μάταιη.

Κάτω ακούγονται ξεφωνητά πνιχτά και βόγκοι
Από τα είδωλα, σώματα, πράγματα, φωνάζοντας:

ανάσταση.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)