Σοφία Στρέζου: Γυναίκα Β'
Χωρίς να το θέλει βρέθηκε σ’ ένα άλλο δρόμο,
κοίταζε απορημένη,
πρώτη φορά μόνη σε μια άγνωστη συνοικία,
άρχισε να κλαίει,
έψαχνε να δει πού βρισκόταν –
δεν τα κατάφερε∙
το βάρος δεν έλεγε να της φύγει,
φούσκωνε η καρδιά της.
Στήθηκε σ’ ένα τοίχο
άναψε τσιγάρο,
θα ’θελε να πιει έναν καφέ
αλλά δεν έβρισκε καφενείο.
Αν και βράδυ
φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά,
δεν ήθελε να βλέπουν τα δακρυσμένα της μάτια.
Αυτή η τεταμένη φθορά την κούραζε,
δεν μπορούσε ν’ αποβάλει ένα μέρος του εαυτού της,
δεν τολμούσε
κι όμως η καρδιά της χτυπούσε πάλι
σαν να περίμενε
τη σιγουριά των χτύπων μιας άλλης καρδιάς.
Δεν ήθελε να κυβερνήσει ούτε να κυβερνηθεί,
ήξερε πως ήθελε μόνο να ζήσει.
Άρχισε να περπατά,
κάποιος της πέταξε μερικές βρόμικες κουβέντες,
λύγισε –
δεν πρόλαβε να συνέλθει
και το πρόστυχο βλέμμα ενός δεύτερου
που την έγδυσε άπληστα
τη σκότωσε.
Έτρεχε γρήγορα,
φοβισμένη ήθελε κάπου να κρυφτεί,
ευτυχώς βρήκε ανοιχτό ένα μπαρ,
ζήτησε ένα δυνατό καφέ,
άναψε κι άλλο τσιγάρο.
Ληστεύθηκε, ληστεύθηκε αναπότρεπτα,
μια ασήμαντη φλόγα ανάβει τη σκέψη της,
προσπαθεί ν’ απωθήσει τη φωτιά
που της καίει το νου
τα τετριμμένα που τη σωριάζουν λιπόθυμη.
Εύθραυστη σαν σταγόνες βροχής
παρασύρεται απ’ τη μουσική,
μα πάλι δεν υπάρχει διέξοδος,
μια παραμορφωτική εικόνα
μπρος στον καθρέφτη του μπαρ
χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο,
μόνο τα χέρια παλεύουν με το ποτήρι
και το βλέμμα πέφτει στις ουλές όλου του κόσμου,
φυγοδικεί κάτω απ’ τα φώτα
μα αυτό δεν φτάνει.
Θα ’πρεπε να παραδοθεί συνειδητά
αντί να αγωνίζεται
για μια άφθαρτη αγάπη,
που όμως πεθαίνει
από μια προκλητική σιωπή.
Από τη συλλογή Νυχτερινό πρελούδιο (1987)
Είναι πατριωτάκι μας, όσα χρόνια κι αν περάσουν είναι και θα μείνει «βαθύτατα» Θεσσαλονικιά, είναι ένας ακόμα ακάματος εργάτης της γλώσσας, είναι μια ακόμα ποιήτρια της γενιάς μου και την υποδέχομαι με μεγάλη χαρά στην ανθολογία μου.
Σοφία Στρέζου, καλώς ήρθες στο αφιέρωμα του Translatum στους ποιητές της Θεσσαλονίκης!