Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Poetry => Favourite Music and Lyrics => Poetry of Thessaloniki => Topic started by: wings on 19 Mar, 2007, 14:40:59

Title: Δημήτρης Καλοκύρης
Post by: wings on 19 Mar, 2007, 14:40:59
Δημήτρης Καλοκύρης

(https://thepoetsiloved.files.wordpress.com/2019/03/kalokyris-1-e1552749276461.jpg)

[Πηγή για τη φωτογραφία: εφημερίδα «Τα Νέα» (https://www.tanea.gr/2013/04/03/lifearts/o-dimitris-kalokyris-neos-proedros-tis-etaireias-syggrafewn/)]

Γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε το περιοδικό «Τραμ», καθώς και τις ομώνυμες εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης (1971-87). Στην Αθήνα εξέδωσε το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» (1982-87). Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης και καλλιτεχνικός διευθυντής του πολιτιστικού περιοδικού «Το Τέταρτο» (1985-87). Έχει κάνει εκθέσεις κολάζ και εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων.

Ποιητικές συλλογές:
«Ηλιάδες κοντά στη θάλασσα», ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1967
«Το Απόγεμα», ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1969
«Το πουλί και άλλα άγρια θηρία», εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1972
«Το νόμισμα ή Η παραβολή του φεγγαριού, εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1973
«Τα φανταστικά φουγάρα» εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1977
«Το μετέωρο σώμα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1980
«Η προκυμαία», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1984
«Ο κακός αέρας», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1988
«Χρώματα του υγρού ζώου», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1990
«Filioque» (ένα ποίημα με ένα σχέδιο του Σωτήρη Σόρογκα) στη σειρά «Άνδρα μοι έννεπε…», εκδ. Άλεκτον, Αθήνα, 1995
«ΕπέΚινα», εκδ. Φωτογράφος, Αθήνα, 1996
«Η Αργοναυτική Εκστρατεία» (fragmenta), Κέδρος, Αθήνα, 1996
«Είτε παίδες» (ένα ποίημα εκτός εμπορίου), 1997
«Λεξιλόγιο» (αυτοανθολόγηση), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1997
«Ελληνικά - πέντε κείμενα ποιητικής, περί ανέμων, υδάτων και τόπων», εκδ. Αντωνιάδης, Αθήνα, 1999
«Άτρακτος» (ποιήματα 1966-2001), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2004
«Το βιβλίο της Μελανθίας», εκδ. Άγρα, 2006

Πεζογραφία:
«Ποικίλη ιστορία», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1991
«Μπεθ - Ένα αρχείο για τον Μπόρχες» (διάφορα κείμενα), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1992
«Φωτορομάντσο» (argumenta), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1993
«Η ανακάλυψη της Ομηρικής και άλλες φαντασμαγορίες» (διηγήσεις), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1995
«Τα εξιλήρια της φωνής τους», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1997
«Ελληνικά» (κείμενα σε ελλαδικές φωτογραφίες με παράλληλη αγγλική μετάφραση του Ντέιβιντ Κόννολυ), εκδ. Αντωνιάδης-Ροδόπουλος, Αθήνα, 1999
«Πλώρη στον Εωσφόρο» (μυθιστορία), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2001
«Το μουσείο των αριθμών» (διηγήματα), εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2001

Μελέτες:
«Νεοελληνικά Λογοτεχνικά Περιοδικά», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1995
«Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου - Νίκος Καββαδίας», εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1995

Παιδικά:
«Το όνειρο του Ορέστη - ένα κείμενο του Τσουάνγκ Τσου από τον Μπόρχες», εκδ. Εστία, Αθήνα, 1992

Ανθολογίες:
«Λογοτεχνία και φωτογραφία», εκδ. Φωτογραφία, Αθήνα, 1980

Ανθολογημένα ποιήματα:


Συνεντεύξεις του Δημήτρη Καλοκύρη:

[ Επιστροφή στο ευρετήριο της ανθολογίας «Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα» (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0) ]
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (I)
Post by: wings on 26 Dec, 2007, 16:32:15
Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (I)

Δουλεύει κάθε νύχτα ευλαβικά
τα ηδονικά σκηνώματα
απάνω στο αμόνι των σωμάτων,
με αγυρτείες και γητέματα
τινάζοντας εδώ κι εκεί τη μαύρη χαίτη
και με το βλέμμα να σου συννεφιάζει το μυαλό
όπως διπλώνει ωραία το ρούχο
πάνω στο καπνισμένο ασήμι
και χωρίζει λιγάκι τα γόνατα
για ν’ ακουμπήσει το μηνίσκο δεξιά.
Την κοιτάς που κουρνιάζει περήφανα
στο Κριάρι ανάμεσα και στο κέρας του Ταύρου
ποντάροντας στα κρυπτικά αρώματα
που αναδεύει στην πυρακτωμένη σάρκα

καθώς ένας σκοπός
που ξέμεινε αργά έξω απ’ το τείχος
στρώμα μιας αιγύπτιας
γύρισε μεθυσμένος τα χαράματα
κι άνοιξε τις ανατολικές πύλες
να περάσει ο θεός.

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (II)
Post by: wings on 27 Dec, 2007, 14:50:22
Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (II)

Μύθοι των μάγων και των μυστικών.
Κατασκευές των αριθμών και της αστρολογίας
για να σκορπά το αίμα του αλέκτορα
στα βυσσινιά θεμέλια της αυτοκρατορίας:
χρυσάφι,
να πλημμυρίζει αργά αργά το σώμα
και ν’ ανταλλάσσει τα επιτόκια της ζωής
με τη δικαιοσύνη που το ξεπληρώνει
λιβάνι,
για να φωλιάζει σαν τη γλώσσα στη φωτιά
και να μεταμορφώνει το κενό
σε ζωογόνο αιτία
και σμύρνα,
μέσα στα έγκατα της ηδονής
ένα πικρό βοτάνι
για να δαγκώνεται το στήθος του θανάτου πιο βαθιά
με τον σπασμό της ξαφνικής ελευθερίας.

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (III)
Post by: wings on 28 Dec, 2007, 12:14:47
Δημήτρης Καλοκύρης, Η ερμηνεία των μάγων (III)

Κι άσ’ την να ζει σ’ ένα σοκάκι και να ονειρεύεται
ένα πλεχτό που το Σαββατοκύριακο θα τελειώσει
ένα λουσάτο νυφικό, πολύχρωμα λαμπιόνια,
τη βέρα, αιωνίως να της εξαργυρώνει το δάχτυλο
το καντηλάκι να διανυκτερεύει στα εικονίσματα
για τον νυμφίο του αντίπερα κόσμου
ένα ακριβό μυρωδικό
για να εξουδετερώνει τον ιδρώτα της
στις γόνιμες ολονυκτίες του Απριλίου
και την απέραντη και τρυφερή της ερημιά
που θα ποτίζει στο ζυμάρι,
το κονιάκ και τα μπαχαρικά

τη μαύρη κότα των Χριστουγέννων.

1979

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Χρώματα του υγρού ζώου (I)
Post by: wings on 07 Mar, 2008, 18:15:15
Δημήτρης Καλοκύρης, Χρώματα του υγρού ζώου (I)

Με κέρματα που αντηχούν σαν συζυγίες αστερισμών
(αν γίνεται να φανταστείς συναλλαγές
με αστρολάβους και πυξίδες
στα χρηματιστήρια)
εξαγοράζεις μια νύχτα στο αργυρό της σεντόνι∙

κι όπως λύνει την εύκρατη ζώνη της
να σε πάρει στη Γη του Πυρός που ανατέλλει
αναγνωρίζεις να βρέχουν το σώμα της πόλης
αρτηρίες ανέμων
μυριάδες κεραίες αναδεύοντας νήματα
μιας πυκνής επουράνιας υφαντουργίας
που τυλίγει τα υπέρογκα μέγαρα
τις φαιές χειροποίητες συμπληγάδες.

Κάποιας μορφής ελληνικά στις Δυτικές Ινδίες.

Ο Αρπακτίας, ο Λευκόνοτος Αργέστης,
καιροί της Ανταρκτίδας
στα παγωμένα ιδιώματα των Παταγόνων
στρυμονίες, ανεμόβροχα, ζέφυροι
κεκαυμένοι βοριάδες θροΐζοντας
ρούμι της Γουιάνας, μπαρούτι, γουταπέρκα
οροσειρές λιπαρά περιττώματα
των πουλιών γουανό ή κακάο,
ξύλο πολύτιμο μπακάμι βραζιλιάνικο
κοχλάζοντας να βάψει τα ιστία των κατακτητών,
καταιγίδες από τα δάση της Αμαζονίας:

Οι πνοές της Ιππολύτης και της Πενθεσίλειας
από τον Σκάμανδρο ν’ αναταράζουνε τον Ορινόκο. 

Από τη συλλογή Χρώματα του υγρού ζώου (1990)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Ελένη
Post by: wings on 30 Apr, 2008, 17:36:51
Δημήτρης Καλοκύρης, Ελένη

Τώρα, ανοίγει την πορεία
στην παγωμένη νύχτα.

Κάποτε
όπως γυρνάει ο άξονας της υγρασίας τον κόσμο
και η λεπίδα διασχίζει τη σάρκα της σελήνης
απ’ τον κρατήρα του Αρταξέρξη
μέχρι τη θάλασσα της Ιωνίας,

σαν ασημένια Χάρλεϊ που βυθίζεται
απ’ τις ταινίες στις αστραπές
και διανύει την άσφαλτο
ως τον πυθμένα του ηλιακού σημείου


(να πλημμυρίσει το χειμώνα η τροχιά
της μελανής σημαίας του Νοέμβρη)


Κάποτε
που ο λόγος κι η σιωπή
αντιδικούν πεισματικά το νόημα
απ’ τον ερημικό νυμφώνα της Ελέπτολης
ως την ελλειπτική του Δία –όποιος και να ’ναι–

και σταματά η διαδικασία της φθοράς
για να φανούν μες στο σκοτάδι καθώς έρχονται
και βγαίνουν κατακόκκινα στο αιθυλένιο και στο θειάφι
τα κινητά σημάδια της νύχτας


(κι ανάβουν και σκορπίζονται σφυρίζοντας
βαθιά, μέσα στην ορατή φύση της απελπισίας)


Κάποτε
που το χέρι ξαγρυπνά
και τριγυρίζει στην ακρόπολη αόρατο
μέσα στο ανθισμένο θερμοκήπιο της Κόρης 683
να σαρκωθεί ο νόμος στο μετάξι

όπως ο ύπνος ξεπηδάει απ’ τα σκεπάσματα
και χάνεται μες στις κεραίες και τις κουζίνες
στα μαγαζιά με τα πολύχρωμα υφάσματα
τα ενθύμια από τους μυστικούς πολέμους


(τις γυάλες με τις μέντες και το μαντολάτο
τα κομμωτήρια και τα μηχανουργεία) τότε


Ο έρωτας,
γυρίζει κι αντιστρέφει την πορεία του κενού
τη ζωντανή λεπίδα του θανάτου
που ταξιδεύει νύχτα μέρα σιωπηλά
στα σκοτεινά εδάφη των αγγείων

και του ανταποδίδει βήμα βήμα τη διαδρομή
στα ερειπωμένα δώματα της Λακεδαιμονίας
με τις μεταλλικές κινήσεις της πυξίδας που γυρνά

από τη νικητήρια εορτή
στο σύμπαν.

Κλείνει τα μάτια της
βάνει το ράδιο δυνατά
τυλίγεται στο αλουμίνιο και τη βενζίνα
κοιτάει βαθιά στο φωτισμένο πίνακα
παραβιάζει ήρεμα
τα όρια και τα σήματα των ανθρώπων,
πατάει το γκάζι και ξεχύνεται
βαθιά, στην πυρωμένη σάρκα της σελήνης

κάπου ανάμεσα στο ροκ
και στο χαμένο πια παιχνίδι των αγίων.

1979

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το αρχικό θεώρημα
Post by: wings on 10 May, 2008, 19:39:45
Δημήτρης Καλοκύρης, Το αρχικό θεώρημα

Ανάλαφρη, ακίνητη ανάμεσ’ απ’ τις φυλλωσιές
πίσω από τα κλωνάρια και τα τριαντάφυλλα
στέκεται στο μπαλκόνι να κοιτάξει χαμηλά
την πολιτεία που ανάβει την πλεξίδα της στα φώτα,
κάθεται λίγο, να μου πει καπνίζοντας για τα παλιά
τις αγρυπνίες στις ακτές της Σιθωνίας

–ένα τετράδιο ανοιγμένο στα νερά
εκείνων των καιρών–

κι ένας αέρας αναδεύει στα μαλλιά
φερμένος πέρα από τα τοπία του Χορτιάτη
μες στο χλιαρό οινόπνευμα που αποστάζει ρυθμικά
στις έλικες και στις καμπύλες του μυαλού
όπου ανθίζει σιγανά το φλογισμένο χορταράκι
της σελήνης.

Έβλεπα κάτι στίγματα παράξενα στα χέρια της
κάτι χαρτιά κακογραμμένα, με πορείες, αριθμούς,
σχεδιαγράμματα στον τόπο του κενού
αντιδικώντας με τις συζυγίες των σωμάτων.

Κι ήθελα να κρατήσω ανερμήνευτα
τα σχήματα που χάραζε ανασαίνοντας
πάνω στο μαξιλάρι με το νύχι:
κάτι κατάρτια που ανεβαίνουν κατακόρυφα
στους κεντημένους κήπους των νοημάτων
και σημειώνω τα ψηφία με το μήνυμα
σε κώδικα συλλαβικό
για φίλους νοητούς, που ανταμώνουν κάθε τόσο μυστικά
στους φωταγωγημένους διαδρόμους των ονείρων.

Μια σιωπηλή αναμέτρηση στα σκοινιά της ψυχής.

Κι ίσως να είναι αυτό εδώ
το αρχικό θεώρημα
κι η μυστική του απόδειξη ταυτόχρονα
στην παρουσία των άλλων,

κάτι που ξεκινάει απαλά
να διαγράφει τις περιπολίες των ανθρώπων
πάνω στο μαύρο δαχτυλίδι του Θεού
κι είναι γραμμένο για μια ζωντανή γυναίκα τελικά
που ερμηνεύει από την κόψη τον αιώνα μου
ανοίγοντας τα σκέλη
του διαβήτη και ορίζοντας
τις μοίρες που συντάσσουν τη ζωή
στα μυθικά σημεία που χωρίζεται
από τη μήτρα των αγγέλων ο αριθμός
και καθορίζει μες στη ρίζα του
τη στάχτη.

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Τα σκοτεινά σημεία των ματιών
Post by: wings on 06 Aug, 2008, 22:06:44
Δημήτρης Καλοκύρης, Τα σκοτεινά σημεία των ματιών

Πάλι η γλώσσα τριγυρνάει μες στο αίμα της∙
να ελευθερώσει τα νερά
από του νεραντζιού τη μυροφόρα δωρεά∙
να ψάξει τις συναγωγές, τις ευκαιρίες.

Επειδή σήμερα
που η αμοιβή του λόγου είναι ο νόμος
και η αιτία του ανθρώπου που σωπαίνει
είναι η σιωπή,
γαντζώνεται η ζωή σου απελπισμένη στο σημάδι αυτό
γιατί άλλο τίποτα στον κόσμο δε θυμάται
έξω από τούτο το συλλαβικό περβόλι
όπου σκαλίζεις με το νου ψιθυριστά
και στα κλωνάρια της μηλιάς ανθίζουνε τα λόγια
που απλώνουν τις ακίδες τους απότομα στο φως
ως την κατάμαυρη, υπνωτισμένη πεταλούδα
των ματιών σου.


Ο κόσμος βέβαια είναι πια τώρα αλλιώς,
κι η γλώσσα σου ξεντύνεται
από του καθενός τα δόντια περασμένη∙
μα ακόμα κι αν του σχεδιάζει, όπως λένε,
ο λόγος
μέσα του τα υφαντά του απείρου
έτσι γοργά
που ούτε καν προφταίνει να διαλέξει τη στιγμή
ανάμεσα στο νήμα και τους κόμπους που το δένουν
εντέλει         τι νομίζεις είναι ο ποιητής;
κανείς που ξενυχτάει αγναντεύοντας οράματα
ή ένας έμπορος
που γέρνει προς τα πίσω την καρέκλα του
και χάφτει μύγες περιμένοντας
να του ’ρθει χρυσοφόρα η μοίρα
με τα ρούχα του πελάτη;


Τόποι της παρουσίας σου ερημικοί
αφημένοι στους Κέλτες και τους Κατελάνους
που διαβαίνουν αρδεύοντας με μελάνι το χώμα

–μια σιωπηλή καβαλαρία που ξημέρωσε
παιδεύοντας το παράξενο κορμί της Καλυψώς,
στα κατώγια της Κίρκης–

και σχηματίζει τους αιωρισμούς της μαντικής
τις όχθες και τις ξαφνικές στροφές του Αξιού
με τα στολίδια και τα επιρρήματα
τα σύνεργα του ταπεινού και του ανάξιου,
που διαρκώς τα ανεξιχνίαστα επινοεί
στις αχειροποίητες εικόνες, του ύπνου.

1979

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το πλοίο
Post by: wings on 30 Aug, 2008, 20:32:39
Δημήτρης Καλοκύρης, Το πλοίο

Ο Μάης γύρισε στο πλάι αγριεύοντας∙ το ψάρι αντανακλώντας το λιοπύρι. Η λάμα ξεσηκώθηκε σαν έντομο.
Να βρέξει!

Κόβω μια βόλτα στο γιαλό: που έστησε τα βήματά μου ο ύπνος και στάζει το αφιόνι από το μάρμαρο, χύνεται κομματιάζοντας σ’ ανατολίτικο και πλουμιστό σαντούρι, σαπίζοντας στη στέγη και στα μπράτσα τους...

Αλλοπαρμένος ο περαματάρης, βιαστικός, τραβώντας το τοπίο στο κρικέλι του ίσκιου και πλανιέται, ό,τι και να γενεί θα ξημερώσει, λέει.
Λέει
_______________________________________________________________________

Τώρα μέσα στη χύτρα τα κομμάτια του, σηκώνεται να σβήσει την ένταση του τόξου μες στο ψάρι, λοξεύει το φανάρι με το ένδυμα βαρύ νερό γι' αυτά τα μάτια στο σκοτάδι, –Ό,τι μου κατεβαίνει κάνω, λογαριασμό δε δίνω κανενός! Γυρνάει. Απλώνουν οι ξανθιές φτερούγες της, σφίγγει τ’ αστραφτερό τοπίο στη μασχάλη, ψάχνει το φουντωμένο της κορμί, ούτε θα βρέξει ούτε τίποτα∙ φωνάζει κάτι για τα χιόνια, σέρνει φωνή και στο παιδί, φέρε τ’ αλάτι, κόψε το ψωμί, βίρα το φοβερό μου μεροκάματο.

Τράβηξε το τοπίο με το κίτρινο απ’ τον ώμο, αγριεύει,
ο Μάης γύρισε στο πλάι το κατάρτι του, ξέπλενε τα στρωσίδια στο πηγάδι, στραφήκαν στο φανάρι τα εγκαύματα, ο Μάης ξαναγύρισε στο πλάι,

Από τη συλλογή Το νόμισμα ή η παραβολή του φεγγαριού (1973)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το ασήμαντο νόμισμα
Post by: wings on 23 Sep, 2008, 12:13:50
Δημήτρης Καλοκύρης, Το ασήμαντο νόμισμα

Σε θυμάμαι να μπαίνεις με οργή
παραμερίζοντας με το χέρι
τις οθόνες της χαλκογραφίας
και να κόβεις τα περάσματα αγέρωχα
τινάζοντας με τη λεπίδα μια παράξενη αστραπή
που χαμήλωνε τρίζοντας τα δίκαια
στα πλευρά των ανθρώπων. 
Ύστερα πάλι να ανάβεις απότομα
και μες στις λάμψεις να σου ξεμακραίνει ο κόσμος
κοιτώντας τις σημαίες να ζυγιάζονται στο φως
κι αδειάζοντας αργά αργά μες απ’ το βλέμμα σου
το βουητό και τις ανάσες των ταγμάτων.
 
Και σε θυμάμαι να ξεμένεις παγωμένος
κι ολομόναχος
πεσμένος στο άσπρο φύλλο
γεμίζοντας το στήθος σου
μ’ ό,τι απόμενε κάθε φορά
από το λιγοστό κενό σου στον αέρα
κι από μέσα σου λέγοντας:
να μην είναι ούτε και τούτη η φορά η τελευταία   
 
ώσπου ήταν. Και άφησες ξαγρυπνώντας τον Λέοντα
να χαράξει το γένος σου στα θηρία της μοίρας
τα χαμένα κοιτάσματα (το λαχνό της γενιάς μου)
να τυπώσει στην όψη σου το ασήμαντο νόμισμα
που γυρίζω στα δάχτυλα ένα ένα μετρώντας
τα λεπτά που μονάχα σ’ απόμειναν
στο ρολόι να χάσεις του κέρδους,
εδώ πέρα που κάθομαι στα σκαλιά και μαζεύω
μες στο τάσι τα κέρματα
των νοημάτων που μ’ ελεούσαν τόσα χρόνια οι άλλοι,
ίσως ο τελευταίος που σε προκαλώ
στη γλώσσα αυτή που τελειώνει
κι ελπίζω κάπου να συναντηθούμε
στα πεζοδρόμια της ιστορίας τελικά,
να καθίσεις στο πλάι μου και ν’ απλώσεις το χέρι
να μαζεύουμε αμίλητοι τα τριζόνια του λόγου
–συλλαβές και οράματα–
μυστικέ Μαρκομπότζαρη,
στρατηγέ των Ελλήνων.

1981

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Ανακαλύψεις
Post by: wings on 18 Oct, 2008, 19:26:54
Δημήτρης Καλοκύρης, Ανακαλύψεις

1
Η Κόλαση είναι οι (Γ)άλλοι.

2
Η ιστορία του πολιτισμού
είναι μια αλληλουχία μεταφράσεων.

3
Η Τέχνη περιίπταται στις αγορές

4
Ο λόγος υπάρχει για να εξαργυρώνει τη σιωπή.

5
Ο μύθος
εκφράζει τις αναγωγές της απρόσωπης Ιστορίας
σε προσωπικό γεγονός.

6
Η ζωή, ως λογοτεχνικό είδος,
απαρτίζεται κυρίως από αστραπιαίες
μεταφορές.

7
Ο Θεός
είναι απλώς
το πρόσχημα της μοναξιάς.

Από τη συλλογή Η Αργοναυτική εκστρατεία (1996)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το ανθρώπινο κτήνος
Post by: wings on 29 Jan, 2009, 22:42:02
Δημήτρης Καλοκύρης, Το ανθρώπινο κτήνος

1

Η ζωοφιλία είναι μία εύλογη πράξη
μισανθρωπίας.

2 [ενώ]

Η καλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τα ζώα
είναι οι ανθρωποθυσίες.

Από τη συλλογή Η Αργοναυτική εκστρατεία (1996)
[/center]
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Μελανθίας επιτύμβιο (8)
Post by: wings on 27 Apr, 2009, 16:31:38
Δημήτρης Καλοκύρης, Μελανθίας επιτύμβιο (8)

[Ενότητα Μελανθίας επιτύμβιο]

8

Το σκοτάδι Αιγόκερως
ηπειρώτης ποιμένας∙

αν λέγεσαι Μαρία γύρνα αριστερά:
μια στριγκλιά πορτοκάλι
θα σου ραγίσει απότομα τον τοίχο.

Μήπως τεντώνει μέσα σου το αίμα σαν συρμάτινο;

Η γαστέρα σου θα ’ναι που μαγειρεύει το αύριο
με αλάτι και κλάματα απεγνωσμένα.

Μαύρο φύλλο ελλέβορο
στην κουζίνα κοντά απαραίτητο
και σαν πάχνη χειμέρια
του αχάριστου λέξεις
θα τελειώσουν για χάρη σου καταγής.

Στο λαιμό, αν ευκολύνεσαι,
θα κρεμάσεις ζιρκόνιο, σ’ εξορκίζω,
γιατί ο φόβος σπέρνει κόλλυβα
κι η πίκρα σκουριασμένα δαχτυλίδια.

Αν βροντή ξημερώματα ακούσεις
αντιδικίες ξαναέρχονται στα μέρη μας
και άρον άρον εγκαταλείπουν τη χώρα
οι γραμματείς.

Όσα βήματα κάνεις αυτή τη στιγμή
τόσες οι αμαρτίες των προγόνων σου
που σβήνονται.

Μείνε τώρα ακίνητη
και μην ξαπλώσεις χτενισμένη επ’ ουδενί∙

τα στριφτά φιλιά του Δεκεμβρίου
να φοβάσαι όπως θα ’ρχονται
από τα δόντια του αγγέλου το εικόνισμα
που γυμνή σε σταυρώνει το βλέμμα του
και στο σπασμό σε παρασέρνει με χαρές.

Στα πολλά τα φώτα το μάτι τυφλώνεται
και τα λόγια αφόρητα στο βάθος τους θολώνουν.

Όλα γίνονται από ένα κι από τα πάντα τίποτα.

– Και ποιος ο Κόσμος;

Ο κόσμος είναι δεντράκι κατασκότεινο
ζωγραφισμένο σ’ ένα μαύρο δάσος
που στα κλαδιά του μανταρίνι
δε φυτρώνει ή κάστανο
παρά νύχτες μονάχα σταχτοπράσινες
και πολύφυλλες σιωπές.

Από τη συλλογή Το βιβλίο της Μελανθίας (2006)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το πέρασμα
Post by: wings on 06 Jun, 2009, 22:48:48
Δημήτρης Καλοκύρης, Το πέρασμα

Η λιγνή καμπύλη του μετώπου
καθώς ο μήνας μπαίνει ένοπλος
τεντώνοντας το στόρι
στη βρεμένη αχτίδα
του ήλιου,
που λέει,
και βλέποντας
ο μήνας ένοπλος – στρατιώτης το σχήμα
που τινάζεται ο νους μες στο φύλλο
και ότι σπαράζει∙
κι ο μήνας ήταν ένοπλος στρατιώτης
και περνούσες το φεγγάρι
κατεβαίνοντας

Από τη συλλογή Το νόμισμα ή η παραβολή του φεγγαριού (1973)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Τα φανταστικά φουγάρα
Post by: wings on 10 Jul, 2009, 02:42:50
https://www.youtube.com/watch?v=E3dnweoM_UQ

Lluis Llach & Πάνος Φαλάρας, Όλα τα ’χει ο μπαξές
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1978))


Δημήτρης Καλοκύρης, Τα φανταστικά φουγάρα

Παραμορφώσεις σ’ ένα ζώο στις εξορίες του νερού.

Μπαίνοντας το νερό στα κατώφλια και στις βιτρίνες της αγοράς, καθώς αστράφτουν τα θαλασσινά φαινόμενα στις τζαμαρίες, το άλλο, που έρχεται ένα σκυλί και προσπερνά, ανάμεσα στη ναυμαχία, ύστερα που ουρλιάζει ξαφνικά μια άλλη πλατεία, όπως χτυπιέται με τα μέγαρα το φως μέσα στο δρόμο.

Και πώς ξεφεύγεις τώρα τούτες τις φωτιές, που δε θα χαμηλώσουνε ποτέ, η τεχνική των μαχαιριών με το τραπέζι άβαφτο κι απάνω το χοντρό προσευχητάρι –χειμώνας στο άλλο τοπίο, που δε θα γίνει να το δει, πως από τούτο το κελί δεν έχει μείνει πέρασμα,

δάσος γεμάτο γλάρους ξαφνικά, χωρίς αιτία.

Κλωνάρι τα φουγάρα, με αρώματα του πεύκου και του ανυπόμονου θανάτου τα αρώματα, χωράφια, σπίτια, στάβλοι και καπηλειά όπως τις γυάλες με το χιόνι
με παγωμένα τα κεντήματα πάνω στο κίτρινο κλαδάκι του μυαλού, ένα παράξενο φυτό, που γύρισε το λαμπερό σημείο δεξιά, σαν τη χωρίστρα κοριτσιού που γέρνει από ώρες στους γιατρούς και που αρχίζει να νυχτώνει–

Ένα παράξενο φυτό που τριγυρνάει όλη τη μέρα έξω απ’ το σπίτι∙ κάτι που φαίνεται φωνή που τελειώνει σιγανά μες στον καπνό και που σε φτάνει, για μια στιγμή σιωπή απέραντη, για μια στιγμή, κι απάνω οι φιάμολες! φανάρια, κόρνες, διαταγές, φρούτα της αγοράς, καρότσια και σακούλες και Σειρήνες καρφιτσωμένες στις σκιές, σαν ξεραμένα έντομα στη σάλα καλογέρων που ξεγυμνώσαν τα ποδάρια και πλευρίζουν μανιασμένοι στο παράθυρο: οι εικόνες.

Ο νυχτοφύλακας που γράφει για να μην αποκοιμηθεί, πώς αποβιβαστήκανε χαράματα στην Πάτμο, βουίζοντας το ράδιο κουβέντες και απόμακρες χειρονομίες –μοιάζει να τελειώσανε πολλά καθώς γυρίζω, μέσα σε ώρες που ’χουν πια τελειώσει, και με προσπερνούν, μαζί με τις φορές που δεν αρχίνησαν ακόμη, ήχος του νυχτοφύλακα από φωνές μιανής που πέθαινε στο άλλο σπίτι, ένα κουτάκι με φωτογραφίες, θυμητάρια από βαφτίσια, γάμους συγγενών, αρραβώνες που μια φορά ήθελα,

τώρα,
κάπου εδώ ήτανε κάτι που δεν είναι πια, ένας συλλογισμός κενός που γέμισε σιγά σιγά με πολυθρόνες και με βάζα και ταπετσαρίες, το σπίτι όλο ένα πέρασμα στην άκρη του ματιού απ’ τα χαμηλωμένα φώτα και τα κάδρα, ο ύπνος λίγος που απομένει, μια καντήλα με παχιά βελούδα του λαδιού στ’ απανωχείλι, κομμένη σαν και σήμερα, καποιανού άγιου, μεριές μεριές να τρέχει να ξεχύνεται στ’ άσπρα σεντόνια, στα χαλιά, μέσα στα σπίτια και στις αγορές και τις βιτρίνες με τα θαλασσινά φαινόμενα στις τζαμαρίες, κι εκατομμύρια φανταστικά πηχτά πουλιά μ’ ένα τεράστιο κουρέλι μαύρο στις δαγκάνες –οι άγιοι, και τα ξωτικά, σειρήνες άγιες και Παναγιές πλατύτερες και στους πυκνούς καπνούς και τις στριγκλιές, οι κουστωδίες.

Μ’ αποφεύγουν τα πρόσωπα που περιμένω στο μύθο–

ένα δεντράκι ασβεστωμένο ως τα μισά, παίρνει τις φλόγες και σηκώνεται ψηλά, οι φωτογράφοι τα μαζεύουνε και φεύγουν, σαν τα ποντίκια, που θα πει, πως καβαλήσαν οι σπαθάριοι κι οι λογοθέτες το καράβι και πως σηκώσανε τα χέρια πάνω στα φτερά, στα ψέματα και στις αλήθειες για τους άλλους, για τη βουή που ξαναπάει και φέρνει βόλτες, πάλι μέσα στην ίδια φυλακή, στο σπίτι που έρχεται, για ν’ αποκοιμηθώ και να μείνω.

Και κάνει να γεμίσει αυτό το ζώο, τις σημαίες, τις αυλές και τα σταματημένα τροχοφόρα στους ιπποδρόμους και τα στάδια και τους στρατώνες, και βγάζει έξω την αγρύπνια στο λουρί πρωί πρωί, που σου ξεσήκωνε όλη τη νύχτα τις φωνές μες στους καπνούς, την παγωνιά και την αιτία, σα δυο φανταστικά φουγάρα ανεμίζοντας στο φως, θεόρατα ανοιγμένα μες στο βράδυ, καθώς κατηφορίζουν μες στα σύννεφα οι φρουρές, κι αστραποβολημένο πέφτει μες από τη νύχτα, μια για πάντα, το φεγγάρι.

Από τη συλλογή Τα φανταστικά φουγάρα (1977)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Λευκά είδη
Post by: wings on 29 Sep, 2009, 22:18:55
https://www.youtube.com/watch?v=QjN1iaTvNxc

Φοίβος Δεληβοριάς, Η Bossa Nova του Ησαΐα (δίσκος: Η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία (1995))

Δημήτρης Καλοκύρης, Λευκά είδη

Αφήνεις το σκοτάδι χλιαρό
να διαδραματίζεται αυτόνομο στα χείλη σου.

*

Η αλληγορία ενός σεληνιακού τοπίου
μέσα της.

*

Στα δόντια γυαλικά του ευκάλυπτου.
Παγωμένες μυρσίνες.

*
 
Φρούτα μαύρα, έως τότε μαρμάρινα.

*

Σιγά σιγά εμφανίζεσαι
σαν στιγμιαία φωτογραφία:
κομμάτια φως στα δέντρα.

[1967]

Από τη συλλογή Η Αργοναυτική εκστρατεία (1996)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Είτε παίδες
Post by: wings on 05 Jan, 2010, 14:21:23
https://www.youtube.com/watch?v=O6xzPpveorE

Μάνος Χατζιδάκις, Παίδες (δίσκος: Μάνος Χατζιδάκις 2000 μ.Χ. (1999))


Δημήτρης Καλοκύρης, Είτε παίδες

Ώστε ανεβήκαμε, θέλεις να πεις, στην πεντηκόντορο!
Στο καράβι του Φιλοκτήτη με το έκπληκτο μάτι στο έμβολο
σαν τα εξαγριωμένα βλέφαρα που ζωγραφίζουν στα πολεμικά
για να φοβούνται τις τουρμπίνες τα πουλιά
όταν ξεχύνονται προς τα ύψη του θέρους
έντρομα στα φυλλώματα των πρωινών ευκαλύπτων
διαβάζοντας την αλφάβητο του φωτός

Αττικοί μελανίες κελάδοντες
στα πανιά βοιωτίες ομίχλης
ορύγματα σαρωνικά
θερμαϊκοί πτωχολέοντες
στο λασίθι του καιρού
ανεμώνες της Κίχλης.


Ώστε ανεβήκαμε οριστικά στην πεντηκόντορο!
Στο κωπήλατο εύδρομο του φυλλόδεντρου Ορφέα
που πέταξε το σκουφί της εφηβείας ανατολικά
ν’ ανθίσει η άμμος κατά ριπάς με αμπέλια ψευδάργυρα
και κάθισαν να τα τρυγήσουν αγραυλούντες οι διώκτες του
στοχαστικά στη ζωφόρο του απείρου ριζωμένοι.
         
Κυνός Κεφαλαί, Αιγός Ποταμοί
Αρκτούρος, Πελασγία, Αρετούσα
εδάφη χαμένα, υγροί αριθμοί
μια κρυφή ρυμοτομία που αγνοούσα.


Αυτή είναι, λοιπόν, η πεντηκόντορος;
Το καράβι των έξι χρωμάτων που εξαντλήσαμε
στου καθρέφτη τις αχανείς Μελανησίες
ποντισμένοι στη νάφθα του νερού
στα περίστροφα ηλιοτρόπια μηδαμινών γραμμάτων;

(Πότε τα κίτρινα πυκνά θα κυανείς
άλλοτε μέσα σου θα ερυθρώ και θα τυρβάζω
και πότε πάλι μόνη θα πορτοκαλείς
στο φλογερό σου θαλασσί να σε πλαγιάζω)


Φυτολογία της γλώσσας όπως πάντα –θα μου πεις–
διάλεκτοι που εγκλιματίζονται
σε μια λιμνούλα βλέμματος οξειδωμένη
με δροσερά γαλακτώματα
καύματα υπεριώδη
ένα πάθος υδράργυρο
και κάτι ακραίες, δαίμονες ιδέες:

σ’ ένα πλωτό οπωροφόρο εξαπτέρυγο
με μια θεόρατη μηλιά μελανόμορφη για κατάρτι
γεμάτη κρότους και αόρατες τροχοπέδες
με σημαίες ανύπαρκτες ενός άκαρπου θρύλου
στο σκάφος των σημαιοφόρων φλεγόμενοι ουραγοί
είτε παίδες!


Μιλάς για το καράβι του Υμεναίου και του Γρανικού
των εμπορίων και των αρωμάτων
των κάτω κήπων και των νικηφόρων ουρανών
της Οδησσού, της Μάλτας και της Ροδεσίας

Νησιά του Πάσχα και των εθνικών μας εορτών
όπου υπηρέτησες ναύκληρος
ερασιτέχνης του Μουσείου θερμαστής
Βάσκο ντα Γκάμα της Ηδονησίας.

Αν αρρωστήσει παιδί με αρχαιότερο όνομα
θα το βαφτίσεις στα μαύρα Σαρακηνό ή Βικτώρια
προτού αλλάξει τους τριάντα γαλαξίες του στο στόμα.
Ότι αλλιώς θα μαθαίνει τα νεώρια
των ονείρων μεγαλώνοντας από στήθους.


Ώστε ανεβήκαμε στην κατάφωτη πεντηκόντορο!
Με φωνές συγγενών και ποτήρια υψωμένα
απαγγέλλοντας κατηγορίες για το παρελθόν
και με αντιφάσεις τριποδίζοντας του μέλλοντος τη χλεύη
μια ζωή μισθωμένος μες στου χρόνου την τρόπιδα
όπως μυρίζεται ο σκύλος τη φευγαλέα ανάμνηση
όπως σκυλεύει τις πρωτεύουσες η νεότητα
κι όπως αφομοιώνονται οι απόστρατοι στις επαρχίες της οθόνης.

Βιογραφίες ληξιπρόθεσμες
δάνειες σκέψεις, υπερημερίες
έντοκες αναλήψεις και υπαπαντές
παίρνοντας προκαταβολή
ακόμη και από τον οβολό του Αχέροντα.
Λόγια που θησαυρίζεις καταχρηστικά
ρευστοποιώντας ρήματα σε μηνιαίες δόσεις.


Μα τι λέω;
Ως πότε θα σ’ εξορίζουν σε τόπους τυραννικούς
και με τους νόμους νικημένων αγίων θα καταθέτεις
στις Τράπεζες της Πίστεως τις λυρικές επιταγές σου;

Οι πεινασμένοι του Θεού ψυχές ονειρεύονται
και οι θεοδόλειχοι ψίχουλα λάμψης.


Στο πλοίο αυτό, τουλάχιστον, δεν ξεχωρίζουν πια
τους ποιητές σε εθνικούς και χριστιανίζοντες.

Και φαντάσου σιωπηλά να ξετυλίγονται
από την αρτηρία της Ιστορίας ένα ένα
τα θηρία των ουρανίων και να σταυρώνονται
τα ζώδια στη λάμψη του νερού
και να πλευρίζουμε μια Γαία σαρδόνια αύριο
σε μια χώρα αλλιώτικη φθάνοντας:
μια Ελλάδα με τρία Λάμδα.


Ένας στόλος χελάνδια, δρόμωνες
τρικάταρτα, ναρκαλιευτικά ή καραβέλες
φρεγάτες, πετρελαιοφόρα, καταδρομικά
η «Έλλη», ο «Βαλκανικός», ο «Βασιλεύς Αλέξανδρος», η «Απληστία»
ολόκληρο το πλόιμο των ναυαγίων
δρουγγάριοι και πληρώματα
ναυτολογημένα με συμφωνίες ημιτελείς
ορκισμένοι σε αλλόκοτα λάβαρα
να ποτίσουν στη γλώσσα τους, τάχα, την οικουμένη...

Πικραλίδα απ’ τον Πάνορμο
παραμεθόριο μακεδονήσι
μ’ ένα αιθέριο σκότος χαμηλά
γλεύκος του μαραθώνα ποικιλόθερμο
της ήβης μυρωμένο κυπαρίσσι.


Άκου τα παραγγέλματα:

Πηδάλιο στον καιρό!
Πτέρωσον!
Το ιστίο στα φώτα!
Πτέρωσον.

Πλέουμε στη Μεσόγειο της ηλικίας.

[1997]

Από το ποίημα Είτε παίδες (1997)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, [Αλλά και ο τίγρης, ακούω...]
Post by: wings on 11 Mar, 2010, 17:23:47
https://www.youtube.com/watch?v=ukjgrIkLFms

Μάνος Χατζιδάκις & Γιάγκος Αραβαντινός: Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς
(τραγούδι: Ηλίας Λιούγκος & Μάνος Χατζιδάκις / δίσκος: Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά (1986))


Δημήτρης Καλοκύρης, Ο κακός αέρας (Αλλά και ο τίγρης, ακούω...)

[Ενότητα XVIII. Πώς γίνεσαι όμως αόρατος; Η ιλαρή ιστορία των απογείων.]

Αλλά και ο τίγρης, ακούω,
είναι ζώο που ευφραίνεται
στα πεδινά της Ινδικής.

Κάτω από τα δασύφυλλα, μυρεψικά αετόξυλα
βαδίζει στη χλόη και αφουγκράζεται
το τρίξιμο του τροχού
στους θυσάνους ανάμεσα
των αιμοφόρων αγγείων
του αμέριμνου περαστικού
Κυρίου Θεόφιλου Κάνθερ
που περιφέρεται βαθμοφόρος και ενδεής
θηρεύοντας ορεκτικές μαϊμούδες,

και ιχνηλατεί στο νου του φέρνοντας
ο Περιηγητής
την παράξενη διήγηση
της ανήλικης, τότε, συζύγου του
ότι στα μέρη της υπήρχαν εντολές
από την εποχή των δεσποτάτων
να μη χτενίζεται γυναίκα
έξω από το σπίτι της
γιατί σηκώνεται νοτιάς
και με το φύσημα αλλάζουν
τα πρόσωπα των περαστικών
και οι εκδοχές της αλήθειας.

Από τη συλλογή Ο κακός αέρας (1988)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν
Post by: wings on 19 Jun, 2010, 14:14:38
https://www.youtube.com/watch?v=45cYwDMibGo

John Lennon & Paul McCartney, Come together (by The Beatles)

Δημήτρης Καλοκύρης, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν

Αν φυλάξεις σκοπιά, νύχτα Φεβρουαρίου
στις υπώρειες της Ροδόπης
οπλίζοντας σε κάθε ψίθυρο

ή μ’ ένα ρίγος στο θρόισμα του χόρτου
πετάγεσαι απ' ’τον λήθαργο –
κοίταξε να αποστηθίζεις διαδρομές:

πως οδηγείς σε άγνωστες τοποθεσίες
με την έξαψη του ενόχου που αθωώνεται,
πως παλεύεις επιδέξια το φόβο
δαγκώνοντας τα χείλη με υπομονή,
πως αναλώνεσαι μέσα στο φως
όπως ο αργυρός κομήτης του Ξέρξη,
πως κολυμπάς πάνω από τα όρη της Γαδειρικής
στα καταποντισμένα ομόκεντρα βασίλεια του Αμφήρη,
πως βρίσκεις συγγενείς μας σε τόπους απόμακρους
κι έχουν ανοίξει στιλβωτήρια, τυπογραφεία
σε καλούν στο τραπέζι τους, σε κερνούν, τραγουδάνε
και σε παίρνουν παράμερα
να σου δείξουν το κτίριο εμπιστευτικά
που υψώθηκε τρία μέτρα πάνω απ’ το έδαφος
κινημένο, όπως λέγεται, από τις δεήσεις του πλήθους
για πρώτη φορά όταν εκτελέστηκε ο Τσε
και τελευταία στην αγρυπνία για τον Λένον∙

και ν’ αφήνεσαι σ’ ένα μέλλον απροσδιόριστο
τα θεμέλια έστω της γέφυρας ότι ψάχνεις,
κοντά σ’ εκείνο το αχαμνό δεντράκι
που ακόμα ψηλώνει στο Μπρούκλιν,
πως κατεβαίνεις στα υπόγεια δίκτυα
να διαβάσεις μηνύματα για αυτονομιστές ή εξωγήινους
πάνω σ’ αλουμινένια βαγόνια,
πως αντέχεις ανάμεσα σε αλλόκοτα πρόσωπα
σε αλλοτροπικές μορφές απελπισίας
πως ανεβαίνεις ξανά
στην άλγεβρα του ερυθρού φθινόπωρου:

η πολιτεία∙ άλυτη εξίσωση πολλών αγνώστων.

*

Δεν ξέρω να σου πω παρακάτω
πώς θα είμαστε τάχατε αύριο
αν θα σκοτίζεται κανένας για το τι έχουμε κάνει
ή καν αν θα συνεχίζουμε
να λεηλατούμε το λόγο
μία προς μία τις αποκλεισμένες συλλαβές
απ’ την τραχεία του ζώου ανακαλώντας
ούτε αν μάθουμε ποτέ ποιος και γιατί
ξετύλιξε τα νήματα
πού πρωτοπάτησαν οι Καστιλιάνοι
πού ξημερώνονταν οι Ολλανδοί
από πού μπήκαν οι Εγγλέζοι
και από πού, κυρίως, έφυγαν
αλλά και ποιοι σηκώνουν αδιάκοπα στους ώμους τους
διακόσιους τόννους σφυρήλατο χαλκό

το Υπερωκεάνιο της Ελευθερίας

με λάβαρα, τρομπέτες και βεγγαλικά
ένα ξέφρενο λίμπο μες στα πλήθη χορεύοντας
στην Πέμπτη Λεωφόρο του Άδη.

1989-1990

Από τη συλλογή Χρώματα του υγρού ζώου (1990)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Ωδή στον εικοστό αιώνα
Post by: wings on 07 Oct, 2010, 14:45:51
https://www.youtube.com/watch?v=9Bx49tpQ_SA

Αφροδίτη Μάνου, Βαβέλ (δίσκος: Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό (1994))

Δημήτρης Καλοκύρης, Ωδή στον εικοστό αιώνα

Α'


Είμαστε, βέβαια, οι αρχαιότητες του μέλλοντος.
Και από ένα μέλλον που διαγράφεται απρόσμενα ερημικό
σε μαγνητικές καταιγίδες διάσπαρτο που θα σβήνουν
λέξη προς λέξη, εν ριπή, τα συντάγματα του Νόμου,

Μια γυναίκα κοιτάζω απόμακρη να γελά στις οθόνες

σ’ ένα γέλιο ανατέλλοντας ένρινο, σχεδόν παράφορα στιλπνό
με τάματα κατάφορτη ψηφιακά
στις ερχόμενες να με ξεναγεί μουσικές αρχαιότητες.

Μια γυναίκα βαμμένη με αόρατα χρώματα:

Φωνή λευκή, σαν υγρασία και τροχαία προσπεράσματα
σε αρτηρίες ενός αίματος τεχνητά φλογισμένου
διάχυτη στα αφρισμένα οξύποτα, εριστική
με νυχιές και σπινθήρες σαρώνοντας τις ακραίες κινήσεις
σε κρυστάλλους υφάλμυρους
του ιδρώτα αρδεύοντας τα υπέρυθρα χείλη
το αχόρταγο βλέμμα του αθέατου εραστή
στο τοξικό της –έφηβο– βυθίζοντας χελιδόνι,

Μια γυναίκα ντυμένη αστραπιαία αρώματα:

Ψευδεπίγραφο κόσμημα, χωρίς γένος και γλώσσα,
φωτοβόρο παράδοξο, υπερήχων νεφέλη
στην κυψέλη του μέλλοντος χρυσαλλίδα ηλέκτρα
να ροκανίζει ρυθμικά το κεράσι της νύχτας
και τα πάμφωτα έγκατα των δικτύων αλιεύει
του σπασμού το μετάξι –σαν δροσερό βεγγαλικό
ανάβοντας τον Ευαγγελισμό του άλλου αιώνα.

Μια γυναίκα αφημένη σε αόριστα σώματα.

Από τη συλλογή ΕπέΚινα (1996)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Η προκυμαία
Post by: wings on 18 Mar, 2011, 16:26:44
https://www.youtube.com/watch?v=9puxoJ1f6YU

C.P. Cavafy, Ithaca (http://www.vangelismovements.com/ithaca.htm)
(recitation by Sean Connery, music by Vangelis (2004))


Δημήτρης Καλοκύρης, Η προκυμαία

Μες στους συλλογισμούς ανεβαίνει ο τοίχος
δεμένος μ’ ένα φύλλωμα
που μυρίζει σκουριά και κατράμι.
Το νερό χαρακώνει τον ασβέστη
ανάμεσα από τις κλειδώσεις του Αιγαίου.
Μια γυναίκα τυλίγει το σώμα της με τον αγέρα
και στρίβει τρέχοντας προς τα καράβια.

Η νύχτα περιπλέκει την απελπισία.

Ανάμεσα από τα παράσιτα και τους πειρατικούς
τις ξαφνικές διακοπές και τα ραδιοκύματα
έρχεται από μακριά
στο δέκτη που περιπολεί και ανιχνεύει το νόμο
με μια φωνή βραχνή
και παραμορφωμένη από τις λυχνίες
κάπου από την ορεινή πλευρά του γαλαξία
ελκόμενος στο πάθος και καταπατώντας το θάνατο
καθώς καρφώνεται στ’ αστραφτερά καρφιά
της Ιστορίας

ο ποιητής
Κωνσταντίνος Καβάφης.

Από τη συλλογή Η προκυμαία (1984)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης: Δέντρα αρσενικά, άπτερα δάση
Post by: wings on 08 Apr, 2013, 23:09:09
Δημήτρης Καλοκύρης: Δέντρα αρσενικά, άπτερα δάση

[Ενότητα Επίμαχα σημεία]

της Ελένης

Οι γυναίκες κοιμούνται μέσα στο σώμα τους∙
οι άντρες στις σκιές των ρευμάτων.

Υπάρχει μια τοποθεσία στα βόρεια που ονομάζεται Ζένε
λέξη που σήμαινε στα περσικά Γυναίκα.
Στη στροφή ακριβώς όπου σήμερα περνά ο ποταμός
βρίσκεται ένας μονοκόμματος βράχος που βυθίζεται στο νερό
και υπάρχει πράγματι, χαμηλά, ένα γυναικείο πρόσωπο
πάνω στην πέτρα.

Πίσω του διακρίνεται ένα ανεξίτηλο πουλί.

Ποιος τη ζωγράφισε δεν ξέρουμε∙
κάποιος από το στράτευμα του Ξέρξη, έχουν πει,
κάτι καλόγεροι απελπισμένοι, λένε άλλοι∙
μάλλον όμως σχηματίστηκε από τις διαβρώσεις
και τα μέταλλα των στρωμάτων.

Ο τόπος είναι γεμάτος συκιές και κόκκινο αέρα.
Έλεγαν ότι αυτή η εικόνα δείχνει
πως μέχρι εκεί πάνε τα παλαιά σύνορα της Ελλάδας.
Γιατί όλοι ξέρουν πως τα ελληνικά μέρη φτάνουν
ως εκεί που φυτρώνει η άγρια συκιά.
Και γύρω από το σημείο που βρέχεται
η πέτρα της γυναίκας εκείνης
στο νερό υπάρχουν συκιές,
χωρίς να ωριμάζουν τους καρπούς τους
γι’ αυτό και τις λέμε αρσενικές.

Αυτούς τους καρπούς τους τρώνε πτηνά οξειδωμένα
με φτέρωμα λεπιδωτό, από χρώματα σκοτεινά ζυμωμένα
και τη γεύση στη γλώσσα του άνθρακα
πουλιά που ανεβαίνουν στα σύρματα, στιβαρά και ανάλαφρα
με το βλέμμα στη νύχτα τους νικηφόρο.

Διαβάζουν με το ράμφος τούς παλμούς των ρευμάτων
αρπίζοντας τις εναέριες χορδές
και με το πέλμα συλλαβίζουν ρυθμικά
τα απεγνωσμένα τηλεγραφήματα.

Όπου πυκνώνουν οι ζωγραφισμένοι κρότοι
τα ιπτάμενα ζώα εξαφανίζονται
και συρρέουν σε τόπους με πράσινο βαθύτερο του τοπίου.

Ο κόσμος πλάθεται με το σφουγγάρι.
Σκουριασμένα φυλλώματα πυρακτώνουν αργά τον καθρέφτη.

Κάποιος λένε πως έδειξε τη γη σα λερωμένο πανί
βουτηγμένο στο κρασί και στο αίμα
ενώ τον ουρανό στις αποχρώσεις
του ζωγραφισμένου κεραυνού.

Από τότε, στους τόπους της ζωγραφικής
υπάρχει μια περιοχή βαμμένη με λάδι
σχεδόν τρεις μέρες δρόμο περιφερειακώς
όπου φυτρώνουν άφθονα τέτοια δέντρα αρσενικά
και μαύρη άμμος.

Ο τόπος αυτός καλύπτεται σχεδόν από σκοτάδι
τόσο που όσοι είναι απ’ έξω δεν μπορούν
να δούνε μέσα τίποτα
και κανένας δεν τολμά να προχωρήσει
από το φόβο του σκοτεινού.

Αυτοί που κατοικούν στα γύρω τοπία μαρτυρούν
πως ορισμένες φορές ακούγονται ομιλίες και γέλια
χλιμιντρίσματα αλόγων και λαλήματα πετεινών
μηχανές να γυρίζουν αδιάκοπα και βαπόρια να έρχονται∙
έτσι καταλαβαίνουν πως κάποιοι ζούνε πράγματι στα σκοτεινά.

Μερικοί πιστεύουν πως τα πουλιά των χρωμάτων
είναι οι αγέννητοι εξάγγελοι ενός τοπίου που πλησιάζει∙
στο νότο θεωρούνται αναλαμπές της θάλασσας
κινήσεις από φώτα που συνέβησαν στο παρελθόν
ιπτάμενες ρίζες από φυλλωσιές που μια μέρα θ’ ανθίσουν.

Προσέξτε τις σκιές αυτών των πουλιών.
Πηγαίνουν πάντοτε αντίθετα από τη δέσμη τού φωτός∙
στρέφονται διαρκώς προς την ανταύγεια του νερού κάτω απ’ το χώμα.

Το θηλυκό είναι που χτίζει τη φωλιά.
Το αρσενικό καταστρώνει την ιστορία.
Αν είναι να χαθεί το φως, θα χαθεί κι από τη ζωγραφιά
όταν έρθει η ώρα.

Σ’ αυτούς τους κόσμους όλα γίνονται στο τέλος φτερωτά.

Άπτερη παραμένει μόνο η νίκη του θανάτου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το μετέωρο σώμα (16)
Post by: wings on 12 Oct, 2014, 16:57:26
https://www.youtube.com/watch?v=OV8uZ6N3Qvs

Λίνος Κόκοτος & Αργύρης Βεργόπουλος, Μικρό παιδί σαν ήμουνα (με τον Γιώργο Ζωγράφο)

Δημήτρης Καλοκύρης, Το μετέωρο σώμα

16

Όταν ήμουν μικρός
ο κόσμος αρχινούσε και τέλειωνε
στα βορινά διαζώματα της πυξίδας.

Πάνω στον τοίχο ανεβαίνανε φυτά
και σημεία φωτεινά
σε μυστική μεσοτοιχία με το σύμπαν.

Κείνα που ήθελα να πω και δεν μπορούσα

για τα ιπτάμενα συστήματα
της τρικυμίας
το σύρμα του αστερισμού
που τέντωνε μες στο αίνιγμα
το άνοιγμα ενός αόριστου έρωτα
στο μπλάβο χείλι της επιθυμίας
(που συνεχώς αδημονεί και παραφέρεται
ξεσπώντας σ’ ένα πυρωμένο στόμα
και καταγράφει με μια λέξη τους διάττοντες
από την κοφτερή μεριά του ουρανού...)

Κείνο που ήθελα να πω
και δεν τα είπα:
                     
η φύση των ονείρων
και οι καταδύσεις μες στην αρμονική της ηλικίας
περιπλέοντας
μ’ αγγίγματα ψιθυριστά, μ’ ένοχα βλέμματα
τα νεφελώματα και τους σχηματισμούς
τα δάση και τα μεταξένια ορεινά
τον Διάκοσμο απ’ τον Κρατήρα ως την Υδρία

για το μετέωρο σώμα της αγάπης.

Με το κέρμα στα δόντια.

Από τη συλλογή Το μετέωρο σώμα (1980)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Δημήτρης Καλοκύρης | Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το μετέωρο σώμα (1)
Post by: wings on 03 Oct, 2015, 01:53:05
https://www.youtube.com/watch?v=9DbvHHfC1U4

Σταύρος Λάντσιας, Το παιδί και το φεγγάρι (δίσκος: Το ταξίδι μιας νότας (2002))

Δημήτρης Καλοκύρης, Το μετέωρο σώμα

1

Εκείνο που θυμάμαι
ήταν τα λόγια
που τριγυρνούσαν στον αέρα άσπρα και ζεστά
–γιατί μιλούσα μπροστά στα τζάμια της τραπεζαρίας
και κοίταζα τα φουγάρα.

Και σα να ξενυχτούσα στο τιμόνι λεβαντίνικου εμπορικού
με λαμαρίνες δουλεμένες από χρόνια
στη σκουριά και στο μίνιο ή στο αλάτι
και κοίταζα τη θάλασσα που περνούσε τους μύθους
και πλημμύριζε την προκυμαία, τα πρακτορεία
το μέγαρο του δημαρχείου
και τις αποθήκες.

Έφτανε
ως τα κάγκελα του μπαλκονιού
και άκουγα –καθώς έπιανε το μήνα– το φεγγάρι
που στριφογύρναγε φωτεινό πάνω στις ζώνες
να σημάνει τις ώρες:

Δεν ήθελα να ησυχάσω∙ μιλούσε
και χαράκωνε τις ξαφνικές εικόνες στον αιθέρα
κι έστριβε πυρωμένο
κι ας μην ήξερα
αν ήτανε ρολόι ή μεταξωτό πουλί
που ξέφευγε αγριεμένο από το κέντημα
και πάλι
πώς χτύπαγε απάνω στα κουμπάκια του παλτού μου
και αντιφέγγιζε εδώ κι εκεί,
δεν το ήξερα.

Μες στις κουβέρτες,
άκουγα όλη τη νύχτα τις φωνές στην κουζίνα από πέρα
κι ένα καράβι
με τη γαλανή λουρίδα
που απλωνόταν ως την άλλη άκρη και περίμενε
δεμένο σε κυματισμούς στη γλάστρα με τα φύλλα
κι έπαιρνα ν’ αποκοιμηθώ
κι εκείνο ξεκινούσε
με την προπέλα τώρα στον αέρα αθόρυβο
και το πανάκι ακίνητο, λασπωμένο απ’ το δρόμο.

Εγώ στο κατάρτι και στη μάλλινη κουβέρτα
ένα παιδί με την ψυχή βαμμένη στη σκουριά
και την Παρθένα γυρισμένη από τον Αιγόκερω
στο εικόνισμα της αγίας – με πυρετούς
και τη Σελήνη μες στις διοπτρίες που πλησίαζε
να με σκεπάσει απαλά, κάτι να ψιθυρίσει και να ταξιδεύουμε
στις διαδρομές και τις φωταγωγίες του ύπνου
πάντα δεξιά
και κομμένη με το ψαλίδι του ράφτη.

Το φεγγάρι των ύπνων, καθρεφτάκι του αγνώστου
ένα αστραφτερό θηρίο που μύριζε ναφθαλίνη και υφαντά
και μπορούσα σχεδόν να το αγγίξω πριν κοιμηθώ
και μου γελούσε.
                       
Από τη συλλογή Το μετέωρο σώμα (1980)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Δημήτρης Καλοκύρης | Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το πουλί
Post by: wings on 04 Feb, 2016, 02:02:06
Δημήτρης Καλοκύρης, Το πουλί

[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

1. Το πουλί
στον Γιώργο Χουλιάρα

Εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών∙ χρώματα κρεμασμένα μες στο φως, σέρνουνε μια γραμμή, την άμμο μες στην περιπέτεια. Τη νύχτα, στον ύπνο, μια άγρια τριανταφυλλιά απ’ όνειρο σε όνειρο που μεγαλώνει. Τρέχει και τώρα, ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, μια την κολόνα, μια το άλμπουρο που ξεπετάγεται πίσω από το χειμώνα.

Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται
φτεροκοπώντας στον αγέρα.


Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περιβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της.

Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα στην ατελή συνοικία.

Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδυ. Σηκώθηκε αργά απ’ την πολυθρόνα της –μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά– και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού.

Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στην άργιλο,
ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως
και κόκκινο, από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.

Ξανά. Κάθισε στην πολυθρόνα∙ η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα: στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ’ ένα άλλο φιλμ

(ανάμεσα σε κοπέλες νεραντζιές μ’ αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας
φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια
τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα βαθιά σε μιας γούρνας το νερό, που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν
ένα φλογάτο φρούτο).

Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ’ το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο αλλάζοντας πάλι πλευρά στο προσκεφάλι της.

Χαθήκανε τα όρνεα από τούτο το λιβάδι.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το κάδρο
Post by: wings on 17 Feb, 2016, 18:03:06
Δημήτρης Καλοκύρης, Το κάδρο

[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

2. Το κάδρο

Κατεβαίνανε την πλαγιά με τις εγκαταστάσεις. Έκανε ζέστη. Ο θάνατός σου κατεβαίνει το ποτάμι, σέρνοντας πάνω στο τοιχάκι με τα χρώματα τις αναμμένες λάμπες, τα αργυρά στολίσματα, τα χημικά, ανάκατα με μέταλλα πολύφωτα, ατμοί, σιγοσφυρίζοντας παλιούς σκοπούς στα βορινά φυλάκια, μάτια που την περιγελούν∙ παγώνει. Τούτη την ώρα, εδώ, πονάς∙ δεν σε χωράει ο τόπος. Κατρακυλώντας στα λουριά, τα χάμουρα –πολύ αργά, να στιγματίζει η πράξη τον αέρα– μπρος στον καθρέφτη που γυαλίζουνε τα ξεφτισμένα μπλάβα νύχια στα λαμπιόνια, ξαναμαζεύει απ’ το σκοτάδι μυστικά τους αριθμούς, και τούτες τις πατημασιές, για να προλάβει να γεμίσει το χώρο.

Αυτά εδώ τα σήματα, τα σχήματα του βήχα στο περβάζι, μ’ ένα πουλί που ρυθμικά ισορροπεί στην άκρια των δαχτύλων, να περάσει. Αριστερά από την πόρτα, η αυτοκρατόρισσα, με γυριστά πλουμίδια και κορδέλες, αντιπαλεύοντας στα ονείρατα με το αγριεμένο φύλο, σ’ ένα ουρανό που ξεκινά να γίνει πέτρα κάθε βράδυ, ξύπνησε, κοίταζε λοξά στο πλάι μου το κορίτσι, με τη μασχάλη ανοιχτή και την ανάσα σε μια περασμένη της φωνή δοσμένη, σπάζει κομμάτια, κόβεται απαλά, μ’ ένα σφυρί να θρυψαλλίζει νοερά το παγωμένο σώμα της Εκάτης κι άξαφνα όλο το αλώνι ξεχειλάει, φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα –προικιά– και τρεις σωρούς γυαλιστερά φλουριά, σκούδα ή τσεκίνια.

Κοιτάζω ένα κάψιμο από αχνό
μια ένταση που διαλύεται σε ηχητικά πελώρια στίγματα
και μια φωνή που εξασθενεί στο νόημά της
μέσα σ’ αισθήσεις αμβλωμένες μες στο άσπρο
που όσο πάνε λιγοστεύουν
και γυρίζουνε.


Τρέχει, ανεμίζει το σεντόνι της, πότε γοργόνα πότε μάγισσα, πότε βακχίδα σ’ ένα περασμένο αγκίστρι, τα μέλη σου που σε κρατούν στη μέση του δωματίου, του ταβανιού το φως, σπάζουν τα δάχτυλα –τροφή στην υγρασία, πέφτει το κουρντιστό πουλί που τώρα καίγεται κατρακυλώντας απ’ τη σκάλα, μαζεύω τα γρανάζια μου, τα περιβόλια...

Κοιμάται μεσημέρι στον ύπνο της, και κάθεται ανεμίζοντας μέσα σε έρημη αίθουσα, όπως παλιού μοναστηριού, με πάγκους και τραπέζια από μαύρο ξύλο, σκόρπια, εδώ κι εκεί∙ μια απότομη δροσιά μπαίνει από τους γύρω διαδρόμους κι ένα βουητό, σαν ψαλμωδία από μακριά που όλο σκοντάφτει στην κύρια πλάκα του πατώματος και στον ασβέστη, αγγίζει παραπόρτια και εξόδους θολωτές, βαραίνει και το πρόσωπο και το κορμί και η φωνή της βραχνιασμένη, από μεγάφωνο σκισμένο και πνιχτό έχει κουρνιάσει και ακούγεται το κενό, κάθε σταγόνα που γλιστράει απ’ το φεγγίτη, πέφτει, ξασπρίζοντας τα πάντα και γερνάει

γυρνάει
σελίδα


Βλέπει τον εαυτό της σ’ αναγνώσματα παλαιικά να ξεπηδάει απ’ το βυθό και ξάφνου να γελάει, τα μέλη της κομμένα, μουλιασμένα στη δροσιά και στον ύπνο που έρχεται κυλώντας κατά πάνω της, την παίρνει ο φόβος –πρώτα λίγος– ξαφνικός, αρπάζεται σ’ ένα δοκάρι ν’ αμυνθεί ενάντια στον ίσκιο της και στην απέραντη εξουσία που την πλακώνει ασθμαίνοντας μέσα στον ίδιο, παγωμένο τώρα, ύπνο.

Πέρασε η βραδιά
ξεγλίστρησε η ζωή μου από τα θαύματα
δάγκωσε τα τριφύλλια και τις ρόγες του πελάγου.

Κοιτάει αλλού: Το σώμα του θεού στο αλκοόλ, να σπαρταράει τινάζοντας τα χέρια και τα πόδια του, να διασχίζει λιτανείες, τελετές και να ξεφεύγει μια στιγμή απ’ τις στοές, τα καντηλέρια που αναβοσβήνουν και τα θυμιατήρια, και να ξεσκίζει την κουρτίνα του κενού με μια στριγκλιά και τ’ αλμυρό σπινθήρισμα του ιδρώτα στα ηλεκτρικά της χείλια. Η τρυφερή Περσέπολη με τη σαΐτα στο μυαλό, και —

ΠΑΥΣΗ

Τ’ άλογο περπατά επάνω στη φωτογραφία: Μετά τον ήλιο που τροχίζεται και που σκορπάει φέτες, χούφτες φως, και λάσπη γύρω τριγύρω στον αέρα, στέκεται μια στιγμή σαν πίσω από πρίσμα, με το χέρι του κόβοντας την αλληλουχία του χρόνου στα οχτώ και κατόπιν στα δώδεκα και απλώνει το πρόσωπο μες σε οξέα και τρεχούμενα νερά —

Τέχνασμα τούτο μαγικό. Κατασκευή και πλάσμα όπως υποτροπή από ασθένεια παλιά, που ’γινε φαγωμένο κορδελάκι σε ακρογιαλιά (όλη τη νύχτα δουλεμένο στο αλάτι) και ανεβαίνει απότομα με τη βροχή –όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι βροχές– το τρομερό μελάνωμα στο φοβισμένο μάτι, μαζί με τα πουλιά που ξεσηκώνονται αργά αργά, όλα μαζί, σε κάποια λασπουριά του Δούναβη και μες στο πρωινό το φως, που ξεχειλίζει τα παντζούρια και τις χαραμάδες, αρπάζουνε τον πυρετό και τον σκορπάνε.

Βρήκα τραπέζι. Έπιανε τόπο μας της χρειαζόταν για τη μεθεπόμενη σκηνή. Εκεί που τρέχει αναμαλλιασμένη ανεμίζοντας στις άκριες των δαχτύλων το σεντόνι.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το μαργαριτάρι ή περί οροφής
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 20:19:00
Δημήτρης Καλοκύρης, Το μαργαριτάρι ή περί οροφής

[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

3. Το μαργαριτάρι ή περί οροφής

Λόγια με λόγια περασμένα στο σκοτάδι ανάμεσα με μια φτενή κλωστή∙ απόψε κοιμήθηκα σ’ ένα μουσείο. Μέσα στα πέτρινα καμπύλα χέρια της, περνά από τη μια χαραμάδα στην άλλη ένας περίεργος ήχος στεγνός, ένα κομμάτι στερεό από φως, καθώς προβάλλει μέσ’ από το νερό και χτυπάνε απ’ το τουρτούρισμα τα δόντια του, ένα κεφάλι θαλασσί –ο Ποσειδώνας, ή ένας μαύρος κομήτης που διασχίζει τις ραβδώσεις του ύπνου, σαν αναταραχή, για μια στιγμή, στη σφηνωμένη άρθρωση του κόσμου; Ανασηκώνεται λιγάκι, βάζει τη σάρπα της, κάνει μια βόλτα σ’ ένα κάδρο με την άνοιξη που πεταρίζει σαν τρυγόνα μες στην πυρκαγιά, Είμαι ντυμένη ελαφρά, κρυώνει, έχει ακουμπήσει την παλάμη της στο κρύο σανίδι, έτρεξε ξαφνικά έξω απ’ το μύθο κι ανοίγει το παράθυρο. Προχωρώ στο λάθος με σιγουριά.
Παγωνιά
λέει.

Το τρένο της στη χιονισμένη πεδιάδα, γεννοβολώντας αδιάκοπα, ανάμεσα στα σκυλιά του Ερμή και το Βέγα του Κόσμου, κι ένα τεράστιο ψάρι στον ουρανό, στολισμένο λουλούδια, όπως μεγάλος επιτάφιος στον αέρα. (Έχει την εντύπωση πως είναι ανάποδα, σκέφτομαι. Έχω την εντύπωση πως είμαι ανάποδα, σκέφτεται, κι ένα μικρό πετράδι που τριγυρνάει τα δάχτυλα –κοίτα πως σφίγγει η κλειδωνιά το δαχτυλίδι παντάνασσα– «χέρι του Νικολάου, Ιερέα», στα ’99. Ένας τεράστιος πεθαμένος αρχάγγελος με το δικέφαλο στην κοιλιά: ο θάνατος που κατεβαίνει το ποτάμι. –Κανένας δεν πεθαίνει στο μυθιστόρημα. Με το τσιγάρο που της θαμπώνω τα μάτια νευρικά, ξεπουλάει τα πάντα. Και το μυθιστόρημα. Τα χίλια πρόσωπα που σε φωτίζουνε για μια στιγμή... Διώχνεις σε μια στροφή του ύπνου σου το ρεύμα των κυμάτων∙ και χαμογελάς∙ και σωπαίνεις.

Κοιτούσε πίσω από τα τζάμια κείνο το πουλί
σύνεργο ονείρου και θανάτου
και του ’δειχνε τα καινούρια της έπιπλα
κι ένα παλιό ντουλάπι που ξανάβαψε προχτές.

Εγώ, ο Ξενοφών, ήρως ηλίθιος, ποτίζω κάθε νύχτα το περβόλι. Ο κόσμος πηγαινοέρχεται στ’ αστιγματικά μάτια της. Γύρισε και κοιμήθηκε σ’ ένα σεντούκι βουλιαγμένου καραβιού που κόβει βόλτες στα καρνάγια και τις αγορές, βυθίζοντας το έρμα στο κατράμι. Κάπου κοντά, καίει η φωτιά έναν τενεκέ με πυρωμένο ξυλοκάρβουνο, λογιών λογιών σκουπίδια, φλούδια, μαύρο ψάρι.

Εγώ, ο Ξενοφών, ήρως ηλίθιος, νομίζω πως άρχισε να βρέχει. Η άλλη κόψη του νομίσματος: φαντάζεται.

Μου λέει να πιω κάτι, να καπνίσω∙ στεκόμουν και κοιτούσα τα πουλιά να πετούν και να ξεφεύγουν βιαστικά με λίγο αίμα στα δόντια τους. Μέσ’ απ’ τους μύθους, ύστερα, να έρχονται ξανά χύνοντας απαλά στου βασιλιά απάνω το κλινάρι ένα κελάηδισμα κοφτερό, ένα ποτήρι ξεχειλισμένο με πρασινωπά, υγρά τζαμάκια.

Την πρόλαβα κι εγώ τα χρόνια κείνα την ταφή του βασιλιά, χνούδι δεν είχα βγάλει ακόμη, τον είδα ξαπλωμένο
και γερτό, με το πρόσωπο γδαρμένο και θαμπό, και μόνο τα πλουμίδια της γαλάζιας φορεσιάς και τα χρυσά
υποδήματα ένιωσα πως το ρήγα τούτοι εδώ κηδεύαν.


Ο χρόνος παίρνει τούτη την πομπή και την καμπύλη από το δρόμο, και την τεντώνει, όπως σηκώνει τα πουλιά του από τα ράφια, τα ξαμολάει στην πλατεία, στο λούνα παρκ, λεπίδες και αρώματα, ατμόπλοια παλιά, σκουριά της αποβάθρας, λουκουμάδες, καΐκια...

Η έννοια αυτή είναι ο χώρος.

Κι ο χώρος
ήταν ένα ράγισμα μικρό, νιώθοντας πως ο έρωτας τελειώνει.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το παράθυρο
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 20:39:03
Δημήτρης Καλοκύρης, Το παράθυρο

[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

4. Το παράθυρο

Σαράντα καλοκαίρια μ’ ένα σφύριγμα, σηκώνουν την αρχή της περιπέτειας∙ σπασμένα ξεβαμμένα γυαλικά, πράσινες λαμαρίνες, στοίβες αλατιού, αγγεία πήλινα θανάτων. Βαθαίνει το σκοτάδι και η ζωή μου μοιρασμένη σε κουδούνια και στριγκές διαταγές, που στάζουν στα χρυσόψαρα της στέρνας.

Μένει ώρα πολλή στη θέση αυτή, πίνοντας μπόλικο ντόπιο γλυφόνερο, με μια αψάδα μπίρας στο λαρύγγι, και το ’να μάγουλο στο τζάμι κολλητά, έτσι που αρχίζει να μουσκεύεται, να χαρακιάζει αργά αργά, μια μπρούτζινη σφυρίχτρα που προσπέρασε από πέρα, χωρίς να βλέπει τίποτα, χωρίς ν’ ακούει τίποτα, μονάχα πότε πότε μηχανές, κάπου μαζί με τη βροχή στα μέσα της χυμένη, μέσα στο νοτισμένο τζάμι, κάποια λάμψη εδώ κι εκεί, κοιτάζει απ’ το παράθυρο κι ανοίγουν τα φυλλώματα στο δαχτυλίδι της βεγγαλικά, σχίζοντας μέσ’ στις αστραπές και τους σωλήνες, ένα σώμα: Το σώμα του Θεού (ένα μικρό, μεταλλικό πουλί, που τ’ ακουμπά προσεχτικά στο τραπεζάκι και φτιάχνει τα μαλλιά της προχωρώντας στην πόρτα).

Μα τι ζητάνε τώρα τούτα εδώ, ποιοι είναι, ρήγα, αυτοί που μπαινοβγαίνουνε με καλάθια τυλιγμένα και σακούλες πλαστικές, ψάχνονας μες στο σύρμα, στα τυφλά, κορίτσια όμορφα πότε πότε, άνθρωποι εργατικοί, παιδιά, μανάδες κι ο κράχτης τούς ξεσκίζει τα μηνίγγια με το ουρλιαχτό;

Πως ταξιδεύουμε (φαντάζομαι) σκέφτεται, μ’ όλον αυτό τον κόσμο∙ και τα μαλλιά της παγωμένα, ακίνητα, δίχως να τα στριφογυρνά πάνω στο πρόσωπο ο αέρας, η άνοιξη δεμένη στο πρυμνήσιο να στάζει βήμα βήμα και να προσπαθεί να προσπελάσει το αμίλητο κράτος, καθώς τοπίο από τρένο που σαλπάρει∙ κοιτάζει μες στου αγγέλου το ποτήρι κείνο τ’ άλογο, στα δυο του πόδια, ορθό, να μασουλάει ένα σύννεφο∙ κοίταξε πώς αγκομαχούν τα δόντια τα πικρά και οι οπλές, απάνω στους αστραφτερούς ώμους της ευάλωτης εξουσίας, με κόλπα, με φωνές, με αναθυμιάσεις, με κατάρες.

Στριφογυρνάνε τα συνθήματα μέσα στα λάδια και τα φαγητά, τα λόγια πνιγμένα στα τσιγάρα, στον καφέ, πάνω στη νύχτα που βηματίζει έξω απ’ το σπίτι, αγγίζοντας πού και πού τα σημάδια απ’ το κρύο.

Και βγαίνουν νεφέλες και όνειρα, λουτρά ρωμαϊκά, στοές υπόγειες, ζώα παράξενα, ανθρώποι, λόγια απόμακρα από λαγούμια κι από αντικρινά κελιά, ένα ανέβασμα περίπλοκο, σφιχτό, θυμάται που θυμάται τα περάσματα αλλοτινών (ας πούμε ένα νόμισμα με επιγραφή: Κωνσταντίνος Δέκατος, ο Δούκας), την κάνω να σκεφτεί τις ιδρωμένες χούφτες που ζυγιάζουνε δαγκώνοντας με πυρετό αυτό το κέρδος, καταπίνοντας τον άνοστο καφέ ενός επαρχιακού σταθμού. Έφτυσε βήχοντας να ξεμοντάρει τ’ αυτιά της από τον ήχο του τρένου∙ με περιπαίζουν και τα όνειρα ακόμη!

— Σκέφτεται.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το ταξίδι
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 20:48:03
Δημήτρης Καλοκύρης, Το ταξίδι

[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

5. Το ταξίδι

Και όμως δεν πετώ∙ κολυμπώ. Ανάμεσα σε φουντωμένα πρωινά λιβάδια, ερειπωμένα, κι ένα πολύχρωμο ήλιο τυπωμένο στον αέρα, τρέχει ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κι εγώ, ο Ξενοφών, ήρωας τούτης της ποιητικής ηλίθιος, βαδίζω όλη μέρα ανάμεσα στα σύρματα να προλάβω το μύθο που με ξεπληρώνει. Κοιτάζω το κενό που τρυπώνει στο χώρο σας, το βάρος που σας ξεγλιστρά, σημαδεύει το τοπίο και με κυκλώνει.

Έρχονται οι παπάδες με τα φλάμπουρα, με τις φωνές γονατισμένες στο γρασίδι του Θεού και τις ακρίδες βουτηγμένες στο λιμάνι, τα εγγόνια μου σφυρίζοντας μέσα σε κίτρινα και θαλασσιά μπαλκόνια, κορίτσια μουσκεμένα στο μελάνι και στο παραμιλητό, φέρνει η γιαγιά τα κουταλάκια της, τα σκονισμένα κρύα λουλούδια απ’ το φεγγίτη∙ το φως τριγύρω κουδουνίζει βαθύ στο μάτι σου∙

γιατί εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών και τα λόγια που λένε για τις παράξενες γιορτές, για τα περίεργα στόματα που του προσφέρουνε του κράτους τα λουριά, και πήρανε αντίδωρο και τάμα
ένα κόμπο του ανέμου αλοιφή,
ένα πηγμένο βιολετί μεταξωτό μπαμπάκι

από ύπνο.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Τα σκαλιά
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 22:43:31
Δημήτρης Καλοκύρης, Τα σκαλιά

[Ενότητα Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα (αλληγορίες του συντελεσμένου χρόνου)]

Χαράζει το μεταξωτό της πρόσωπο, βάζει ψηφίδα στα ματόφυλλα, στο φρύδι, και κάνει μοιρασιά ακριβή τα μαύρα της μαλλιά, βάζει πετράδια στο γυμνό της το κορμί –μπας και δεν πιάσουν οι γητειές– να ξεφουσκώσει...

Μέχρι που, λένε, τρίβεται οξείδια, να δείχνει αλλιώτικη στα σκοτεινά, να ξεγλιστρούν τα ξωτικά στο παραθύρι της...

Ξέρω κι εγώ; Πάντως τόνε κατάφερε τον κόντε. Και λένε ακόμα, πως τον έσερνε, σα βράδιαζε, στην άκρια του χωριού, στις ερημιές, κι έσταζε κόμπους το κερί στα ξεροπήγαδα και πως κατέβαζε τ΄αστέρια∙ και πως, μια νύχτα, τον τραβήξανε από τη στέρνα του χωριού, κι ίσα που πρόφτασε ν’ αδειάσει από το λαρύγγι του έναν μαυροκίτρινο ποταμό∙ και πάει...

Ο άλλος πέρα στα βουνά όταν, βεβαίως, δεν τον σπάραζε ο βήχας, συμμάζωνε τα νέφελα και τις φωτιές και τις ξαμόλαγε πάνω στα σπίτια και στα ζωντανά, αυτός τον σκούντηξε απ’ το φρύδι του βουνού να πέσει στο νερό και να τον χάσουμε.

Τίποτε δε θυμάμαι από κείνο το βράδυ∙
εκτός που έριχνε χαλάζι∙
χοντρό.

Λέγανε πάλι, τα χρόνια τα κατοπινά, πως πήγαν στο γιαλό, και πως μπαρκάρισαν, ενώ άλλοι είπαν πως μείνανε εκεί, στις ερημιές, και πως τους φάγαν τα θηρία∙ η εκδίκηση του κόντε ήταν, τάχατε, πως δήθεν βουληθήκαν το έχει του να φάνε.

Μα ένα είναι το σίγουρο: χαθήκανε. Και λέω: σκοτούρα τους τώρα ο κόντες και το λογάρι του... Η στέρνα να γεμίσει θέλανε!

Με τον καιρό, τους έπαιρνε το μάτι σου πού και πού στη γειτονιά, να κατεβαίνουνε στη βόλτα, το βραδάκι: ο κόντες και η κοντέσσα∙ μια ομορφιά! Μα ξέχωρα αυτή, όταν κατέβαινε μονάχη, τα πρωινά, τα σκαλοπάτια, μ’ ένα φουστάνι ζαφορά, ίσαμ’ εδώ... τι λέω∙ παραπάνω...

Κανείς μονάχα δεν κατάλαβε (μ’ όλο που λιποθύμησε και μια φορά) πώς η Κασσάνδρα –έτσι την έλεγαν– έγινε ξαφνικά γυναίκα σωστή, άρχισε να ψηλώνει, να στολίζεται, κι εγώ, κρυμμένος μες στη φυλλωσιά, βαστώ το κανοκιάλι μου και τρέμω καθώς ζυγιάζει τις καρδιές της που φουντώνουνε, χαράζει το μεταξωτό της πρόσωπο, βάζει ψηφίδα στα ματόφυλλα, στο φρύδι,

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Τα κρόσσια
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 23:22:50
Δημήτρης Καλοκύρης, Τα κρόσσια

[Ενότητα Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα (αλληγορίες του συντελεσμένου χρόνου)]

Αυτός που ψήνει το πουλί, που ξενυχτάει το φάντασμα, περνώντας με το δάχτυλο την αρμαδούρα του σκαρμού, γυρίζοντας στο έρμο τούτο σπίτι, και φιλώντας στον ύπνο του ωραίες γυναίκες που θα χτυπάει στο μέτωπο ο Σιρόκος, σαν θρυμματίζοντας ζεστά μικρά φιαλίδια, αυτός που ψήνει το πουλί μες σε σημάδια γυναικών –άλλων γυναικών– που περπατάνε το χειμώνα σφίγγοντας στρογγυλά κουδούνια στο σελάχι τους, στραγγίζοντας μεταξωτά σταφύλια στη μασχάλη, αυτός που ξενυχτάει το φάντασμα πίνοντας σε μια κρήνη παλαιά την κόψη βουλιαγμένου καραβιού, τα δόρατα της έρμης Ευρυδίκης, βογκώντας κοπανάει το τουμπελέκι του, τράγου δορά πάνω σε πήλινο λαιμό

Dου Dαπ
Dου Dαπ

να σπαρταρίσει ο μπροστινός του βαποριού ο καθρέφτης, κάτω απ’ το μάτι της καδένας το ανάστροφο, που ξεπροβαίνει ένα χέρι κλαδωτό, χλωρό, χορταριασμένο, σφυρίζοντας το θάνατο του πειρατή, με τη θαμπάδα του γυαλένιου του ματιού, και με τον δείχτη αγγίζοντας το κατά πού σταλάζουνε τα κρόσσια τους οι ανέμοι, ωραίες γυναίκες που περάσανε μια νύχτα φοβερή, αδειάζοντας την άμμο χούφτες χούφτες, πριν και σπαράζοντας το χέρι τους (στο χέρι και το μάτι του καιρού), τα γόνατα του πελαργού, στο δαμασκό, στο νεραντζόφυλλο και στο πορτόφυλλο, φυσώντας μες στον ύπνο τους ένα πουλί που σιγοκαίει τον ίδιο μύθο στο γιαλό, κει ακριβώς που αλλάζει το φανάρι του πελάγου για το πράσινο, και ξεκινάνε μάνες, χήρες και γριές, να ξενυχτήσουν στον αέρα τα φαντάσματα —

Αυτός που ψήνει το πουλί,

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Συμπαγής μοτοσικλέτα
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 23:38:56
Δημήτρης Καλοκύρης, Συμπαγής μοτοσικλέτα

[Ενότητα Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα (αλληγορίες του συντελεσμένου χρόνου)]

Ξαναμοντάρισα τον κινητήρα.
Παρηγόρια το γκρίζο δοκάρι, στα δύο κομμένο που γέρνει ξαφνικά και βουτά στο βαρύ, στο πυκνό και στο κρύο.

Παρηγόρια το χνούδι που ανθίζει και περνά και ξυπνάει κρατώντας (καθώς ανεμική στου αγγέλου την άκρη), χαράματα του βαποριού την καρίνα.

Χαρακιά του πινέλου στο χρώμα, καλντερίμι του νου, της μασχάλης:
κατοικίδια όψη!

Μες στη δαντέλα –ξόμπλι το φαρμάκι του– στάζοντας κατά λάθος, η αφή του, τ’ αερικά, και τα παλιά του ονείρατα, το πικραμύγδαλο και η μαστίχα, στάζοντας κόμπο κόμπο στο μπαλκόνι του.

Γέρνεις στο άλλο μπράτσο να ξεκουραστείς: καθένας όπως του βολεί αποκοιμιέται. Και ήθελα να πω για τα σφυρίγματα του καθενός τα μυστικά, για τη γωνιά όπου διαλέγεις να ησυχάσεις∙ τον κόλπο της, που αναταράζει τον Αχέροντα.

Ξερός ο τόπος μ’ άφρη άσπρη. Σταλαματιές απ’ το μπαλκόνι πέφτουν πράσινες: κομμάτια γλίτσα και φυτά του βάλτου, που αρμενίζουν. Και παραδίπλα τα κορμιά τους ξετινάζονται: εδώ ένα χέρι, εκεί ένα άγκιστρο...

Μα πάνω στο τενεκεδένιο τραπεζάκι, ανάμεσα στον ήλιο και το κρύσταλλο, σαν αστραπή κλεισμένη σε ποτήρι, βγαίνουνε νίκελ και βεγγαλικά, μπάλες πολύχρωμες, ατμοί πορτοκαλιοί, άγγελοι με τρεχούμενα φτερά, αγίες με βυζιά συρρικνωμένα, χαρταετοί που ξεχείλιζαν βενζίνη...

Η άλλη νύχτα
με τ’ αστραφτερό το σώμα της
τα φλογωτά της δόντια και τα νίκελ της
τη χαρακιά στη μέση σα δρεπάνι...

Η άλλη νύχτα ένας αραιός αχνός
ένας αχός με κατακίτρινο φουστάνι.

Η άλλη νύχτα πέρασε δίχως ονείρατα∙
ώσπου να σηκωθεί πρωί πρωί
σφίγγοντας στο ’να χέρι τσακισμένη την καρίνα
και στ’ άλλο το κορμί της),
 

ξεχύνεται στο δρόμο
με σκισμένο μεσοφόρι,
σπαράζοντας στο νότιο άκρο της

και πάει∙

η φθινοπωρινή μοτοσικλέτα μου.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)
Title: Δημήτρης Καλοκύρης, Το κρόταλο
Post by: wings on 27 Mar, 2016, 23:50:31
Δημήτρης Καλοκύρης, Το κρόταλο

[Ενότητα Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα (αλληγορίες του συντελεσμένου χρόνου)]

Δεν είναι ξεφάντωση τούτη η νύχτα... Οι άνθρωποι φεύγουν φορτωμένοι πανέρια, φεγγάρια ιδρωμένα κραδαίνουν τη νύχτα, παιδιά τριγυρνάνε με μάτι γουρλωμένο, άλογα κάνουν να σηκωθούν για χλιμίντρισμα κι αμέσως σωπαίνουν, που θα ’λεγες, ήρθε σημάδι μυστικό και τους ξυπνάει σα λυγμός: να τα βουβάνει.

Όμως δεν είναι ξεφάντωση τούτη η νύχτα. Αν ανάβουν τα φώτα στα σπίτια, αν διακρίνεις φωτιές στα υπόγεια, αν φωνές –πού και πού– σκίζουν νότια τη νύχτα, είναι κόσμος που σκύβει μαζεύοντας ό,τι απόμεινε γύρω αφημένο, τα παιδιά, που λιχνίζουν τον άγγελο, τα κουρέλια από το σκοτεινό παιγνίδι.

Και ο θόρυβος ξαφνικά μεγαλώνει. Θα ’λεγες μπήκαν – πριν μπουν. Σπασμένες γλάστρες, στρωσίδια
αχνίζοντας ακόμη, κρεβάτια παλιά σιδερένια, χλομοί ζαρωμένοι ανθρώποι.

Το καράβι που ταξιδεύει. Και ξεμπαρκάροντας κοίταγα πλάι, απάνω στα πλευρά μου που γυάλιζαν. Δικά μου είναι τούτα τα πανιά που κουδουνίζουν; έλεγα. Δικός μου είν’ ο ύπνος αυτός που πλησιάζει;

Δεν άκουγα πια μήτε λαγούτο μήτε κρόταλο. Κανείς δεν έτρεχε να με προφτάσει μήτε τη σιωπή πολλές φορές δεν άκουγα μήτε τα βήματά μου στα πλακάκια.

Η νύχτα τούτη, μια ξεφάντωση. Όπως κι η χτεσινή μου νύχτα.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)