Από το σημερινό Βήμα της Κυριακής (07/05/2006), το ίδιο απόσπασμα μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη:
Αλκίνου απόλογοι: Νέκυια
Όταν σε λίγο κατεβήκαμε στη θάλασσα, στο πλοίο,
πρώτη μας μέριμνα να σύρουμε το πλοίο στο αλμυρό, θείο νερό
Όπου και στήσαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας καράβι,
μετά τα πρόβατά μας φέραμε, τέλος κι εμείς βρεθήκαμε επάνω
στο πλεούμενο, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Για χάρη μας ωστόσο, πίσω στο κυανόπρωρο καράβι,
στέλνει τον ούριο άνεμο, που τα πανιά φουσκώνει, καλό μας σύντροφο,
η Κίρκη καλλιπλόκαμη, θεά που δέος φέρνει, με την ανθρώπινη μιλιά της.
Κι αφού πάνω στο πλοίο τ' άρμενα , ένα προς ένα, τα φροντίσαμε,
μείναμε καθιστοί - εκείνο γύρευε τον δρόμο μόνο του,
κυβερνημένο από τον άνεμο.
Όλη τη μέρα, μ' ανοιχτά πανιά, ποντοπορούσε,
ωσότου ο ήλιος έδυσε κι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι βούλιαξαν στο σκοτάδι.
Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού με τις βαθιές ροές,
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη -
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό,
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ' αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.
Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν κι εγώ τραβώντας μυτερό σπαθί απ' το μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τους νεκρούς
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθαράλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ' αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.
Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών
λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
το λαιμό τους - έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος του κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματωβαμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στο λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ' αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τους συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τους θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το ξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου
δεν είχε ακόμη ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,
το σώμα του εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο - μας πίεζε τ' άλλο βαρύ καθήκον.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
Με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα και το μαύρο μου καράβι.»
Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα,
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ' άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν σ' ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο, που μόνο του, μοναχογιό τον άφησες στο σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αφήσεις τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις
πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντά μου, να με θυμηθείς
μη φύγεις και μ' εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,
κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου
οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί με τ' άρματά μου,
τα δικά μου ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης - ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
Κι όταν μ' αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους.»
Μου μίλησε, κι εγώ στο λόγο του αποκρίθηκα:
«Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε.»
Οι δυο μας τότε, συναλλάσσοντας λόγια λυπητερά,
μέναμε αντίκρυ ο ένας στον άλλο: στη μια μεριά εγώ, με το σπαθί στο χέρι,
φυλάγοντας το αίμα στην άλλη η σκιά του εταίρου
μιλούσε κι έλεγε πολλά.
Κι ήλθε η ψυχή της μάνας μου - είχε στο μεταξύ πεθάνει
η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη η ψυχή μου
ωστόσο την εμπόδισα στο αίμα να σιμώσει,
μόλο που μ' έτρωγε ο καημός, προτού τον Τειρεσία
ρωτήσω για να μάθω.
Κι ο πρόλογος της έκδοσης από τον καθηγητή Μαρωνίτη:
ΛΟΙΠΟΝ τον ξεπεράσαμε τον κάβο. Περνώντας δύο φορές τις συμπληγάδες, η μετάφραση της Οδύσσειας άραξε επιτέλους σε ήρεμο ακρογιάλι. Όπου εντοπίστηκε και η πρώιμη, δειγματοληπτική, δοκιμή της, που την αναζήτησε ο Λίνος Πολίτης για την «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης το 1977. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1988, ο Θάνος Μικρούτσικος προσκάλεσε στο φεστιβάλ της Πάτρας μεταφρασμένη ολόκληρη τώρα ραψωδία: την πέμπτη, που την είπαμε «Οδυσσέως σχεδία» και που ακούστηκε ένα μαγευτικό βράδυ ψηλά στο φρούριο της πόλης. Από τότε άρχισε να φαντάζει η παράτολμη ιδέα: θα μπορούσε άραγε να μεταφραστεί ολόκληρο το έπος, ραψωδία ραψωδία, με το πρωτότυπο κείμενο στο πλάι και τα Επιλεγόμενα ως επίμετρο; Αυτό το ριψοκίνδυνο ταξίδι ξεκίνησε το 1990 και συντελέστηκε, με ενδιάμεσα πάθη, φθινόπωρο του 2001. Τόσα, υποθέτω, φτάνουν για όσους θέλγονται από σημαδιακές χρονολογίες.
Άλλοτε κι αλλού κατέγραψα «επτά διλήμματα», όσο ακόμη γύρευε η μετάφραση τον προσανατολισμό της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, θέλοντας να μείνει απεριόριστη από προκαταβολικές, εκβιαστικές, αποφάσεις. Παραφράζω εδώ το τέταρτο και το έκτο δίλημμα:
Το σημαντικότερο μεταφραστικό πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με τη μεταρρύθμιση του πρωτότυπου ρυθμού, που είναι συνάμα σταθερός και εναλλασσόμενος. Η σταθερότητα επιβάλλεται από τη συνέχεια της επικής αφήγησης, μετρημένης σε δαχτυλικό εξάμετρο από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Μοιάζοντας με τεράστιο φίδι που, καθώς εξελίσσεται, ποτέ και πουθενά δεν αλλάζει αρθρωτικό σχήμα. Όμως οι, απρόβλεπτοι πολλές φορές, ελιγμοί του παραλλάσσουν τον εξωτερικό σε εσωτερικό τώρα ρυθμό, καθώς η κίνηση του αφηγηματικού λόγου αλλού ευθυγραμμίζεται, αλλού καμπυλώνεται, αλλού επιταχύνεται, αλλού επιβραδύνεται, προσώρας αναστέλλεται. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός του έπους αναζητούσε τη δική του ελευθέρωση, κι έτσι προέκυψε ο απελεύθερος στίχος της μετάφρασης.
Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώρου και χρόνου στο κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χαμογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνία. Κι αυτό το πήγαινε έλα καταλήγει σε μια παράξενη φιλοξενία.
Τέτοια φιλόξενη υποδοχή αναζητούσε η μετάφραση της Οδύσσειας. Τη βρήκε, ευτυχώς, στη στέγη του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τύχη που μπορεί να ονομαστεί και νόστος, αν συνυπολογιστεί πως η νέα έκδοση εντοπίστηκε στη γενέθλια πόλη, στο Πανεπιστήμιό της, στον κόλπο της Φιλοσοφικής της Σοχλής. Έτσι εξηγείται και η οφειλή ευγνωμοσύνης προς τους συμβούλους, τον πρόεδρο και τον διευθυντή του Ιδρύματος, οι οποίοι υποδέχτηκαν πρόθυμα τον απόλογο της μεταφραστικής αυτής περιπλάνησης.
Όσο για τον αναγνώστη, θα πρέπει να γνωρίζει πως πιάνει στα χέρια του τώρα μια μετάφραση αυτόνομη δίχως την υποστήριξη του πρωτότυπου κειμένου και των Επιλεγόμενων, που κι αυτά με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν και κυκλοφορούν σε χωριστό τόμο. Συνάμα διαβάζει μια μετάφραση επιδιορθωμένη, αλλού στα κρυφά, αλλού στα φανερά. Ψάχνοντας, όπως λέμε, την οριστική μορφή της - όνειρο άπιαστο, παρήγορο όμως και ενθαρρυντικό.
Παγκράτι, Νοέμβριος 2005 Δ. Ν. Μαρωνίτης