Για την Ανθούλα τα έχουμε πει. Τραγική φιγούρα. Σε μια εποχή που η φθίση θέριζε, η κοπέλα ήταν θύμα των καιρών.
Ο Βαφόπουλος εκδίδει «Τα ρόδα της Μυρτάλης» στα 28 του και για πολλά χρόνια θρηνεί την απώλεια της Ανθούλας.
Όταν επανέρχεται το 1948 με νέα ποιητική συλλογή φροντίζει να εκφράσει όλη του την ευγνωμοσύνη προς την Αναστασία, τη δεύτερη γυναίκα του, που την αγαπούσε βαθύτατα, αλλά τα ποιήματα αυτά σίγουρα δεν έχουν την ερωτική φλόγα της προηγούμενης συλλογής. Άλλωστε, ο ίδιος είναι πια 45 χρονών.
Κρίμα για την κοπέλα που χάθηκε τόσο νέα, κρίμα για την αγάπη τους που βασανίστηκε τόσο...
Θα πρέπει να πούμε ότι ο Γρ. Ξενόπουλος, που προλογίζει τη συγκεντρωτική έκδοση του έργου της Ανθούλας, θεωρεί σημαντική την απώλειά της. Ο Ξενόπουλος την θεωρούσε φερέλπιδα νέα ποιήτρια. Το κορίτσι ήταν πολύ νέο και οποιαδήποτε εικασία για το πώς θα εξελισσόταν στη λογοτεχνία μάλλον θα ήταν ατυχής. Το μόνο που ξέρουμε, και πάλι μέσω του Ξενόπουλου, είναι ότι είχε πηγαίο ταλέντο και μεγάλη ζέση για τη λογοτεχνία. Έγραφε διαρκώς και ένιωθε ταγμένη στο γράψιμο. Στα ποιήματά της αλλά και τα πεζογραφήματά της, που είναι πάρα πολλά για τα 26 της χρόνια, είναι φανερό ότι η έμπνευσή της ήταν αστείρευτη, αλλά τα περισσότερα γραπτά της είναι αδύναμα, ακριβώς λόγω της ηλικίας της. Μάλλον θα γινόταν γνωστή ποιήτρια, αλλά προτιμότερο θα ήταν να είχε ζήσει κι ας μην ξανάγραφε ποτέ.
Πάμε τώρα στον Γιώργο Βαφόπουλο. Ίσως δεν πειράζει που δεν ξανάγραψε ερωτικά ποιήματα προορισμένα για μια συγκεκριμένη γυναίκα. Γιατί ο πόνος του τον έκανε πιο στοχαστικό, τον ωρίμασε και μας έδωσε μια σειρά από πολύ καλά «υπαρξιακά» ποιήματα που έχουν τη δική του σφραγίδα. Ο Βαφόπουλος τον γνώρισε τον θάνατο από πολύ νέος και εξαιτίας της Ανθούλας και δείχνει να μην τον φοβάται στα μεταγενέστερα ποιήματά του. Τον μνημονεύει τακτικά, αλλά χωρίς δέος, απόλυτα συμφιλιωμένος μαζί του και η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι σε καμιά στιγμή δεν γράφει «μαύρα ποιήματα» - απλώς δίνει στο θάνατο την πραγματική του διάσταση, πάντα μέσα από τη ματιά του ποιητή και του στοχαστή. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, αν όχι το καλύτερο, «
Ο μέγας ων».