Ορισμένα στερεότυπα για την ποίηση (του Παντελή Μπουκάλα)

wings · 2 · 1599

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Ορισμένα στερεότυπα για την ποίηση

Είμαστε όντως «έθνος ποιητών»; Κανένας λόγος όμως δεν υπάρχει να νιώθουμε ότι ανταγωνιζόμαστε σε λογοτεχνικά καλλιστεία

Του Παντελή Μπουκάλα

Για την ποίηση και τους ποιητές κυκλοφορούν από παλιά κάμποσα στερεότυπα που η μακροημέρευσή τους διόλου δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι ορισμένα εξ αυτών είναι αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα. Με αφορμή την επερχόμενη Ημέρα της Ποίησης, την Παρασκευή 21 του μηνός, θα προσπαθήσω εδώ να προσδιορίσω και να συζητήσω με υποχρεωτική συντομία κάποια από αυτά, με τη σιγουριά ωστόσο ότι και του χρόνου για τα ίδια πάνω-κάτω θα μιλάμε· ό,τι εννοούμε ως κοινό αίσθημα δεν αλλάζει εύκολα, ιδίως όσο η εκπαίδευση συνεχίζει να μην καλλιεργεί την όρεξη της ποίησης ή, παρά το πάθος των «ταμένων» δασκάλων, να την αφήνει στου δρόμου τα μισά.

Δικαιώματα σε αισθήματα

Οι ποιητές, λοιπόν, σύμφωνα, με ένα από τα ανθεκτικότερα στερεότυπα, το οποίο συγκεφαλαιώνει μια πίστη που όπως κάθε πίστη αντλεί ισχύ από τον εαυτό της κι από τίποτε άλλο, είναι οι κατεξοχήν ευαίσθητοι, αν όχι οι πλέον ευαίσθητοι των ανθρώπων· από κάποια στιγμή κι έπειτα μάλιστα είχε γίνει πολύ του συρμού η λέξη «αισθαντικός», περίπου ως συνώνυμη του «ποιητή», η οποία μοιράζει πλέον τις εμφανίσεις της με την επίσης βαριά στον ήχο αλλά όχι οπωσδήποτε και στο νόημα λέξη «βιωματικός». Κανένας τίτλος, αν είναι καν τίτλος το «ποιητής», δεν χορηγεί αποκλειστικά δικαιώματα σε αισθήματα ή σε διανοήματα, το «αρχή άνδρα δείκνυσι» άλλωστε έχει και εδώ την ισχύ του. Αν σέρνεις στίχους στο χαρτί, δεν σημαίνει ότι αποκαθιστάς οπωσδήποτε άμεση επικοινωνία με τις μούσες ούτε ότι συγκαταλέγεσαι αυτομάτως στους «προφήτες», στους «διά γραφήν ιερούς σαλούς», στους «μάγους». Οποια κι αν είναι είναι η πόζα σου, που σε φέρνει υποτίθεται πιο κοντά στο «μοντέλο, η «δωρεά» δεν αρκεί ούτε καν για το ξεκίνημα σε έναν δρόμο μακρότατο και κοπιώδη, με σαφώς περισσότερες τις απογοητεύσεις του από τις ευφρόσυνες στιγμές του.

Αυτή λοιπόν η αριστοκρατικής σύλληψης ταξινόμηση και ιεράρχηση, όπου οι ποιητές λογίζονται αυτονοήτως ανώτεροι στο «άθλημα» της ευαισθησίας όχι μόνο από το «απλό κοινό» αλλά και από όσους επιδίδονται στην καλλιέργεια «πεζότερων» εκδοχών της τέχνης, δημιουργεί έναν μύθο, έναν κολακευτικό μύθο, που, καθόλου παράδοξο, συνυπάρχει και ενίοτε συνεκφέρεται με έναν κατεδαφιστικά απαξιωτικό μύθο: πως οι ποιητές είναι ψώνια, τύποι μάλλον και καρικατούρες παρά ανθρώπινα πλάσματα που φάγανε κάποια στιγμή την πετριά τους και έκτοτε διαβιούν εκτός πραγματικότητας, σ’ έναν παράλληλο κόσμο καμωμένο από χαρτί, μελάνη και ιδέες. Είναι λοιπόν κάτι σαν μέντιουμ στην υπηρεσία των μουσών, δεν κατατρύχονται από βιοτικές έγνοιες και μιλούν σε μια γλώσσα σκοτεινή - εξ ου και το «τι θέλει να πει ο ποιητής;», ένα άλλο κλισέ κι αυτό, που παραδίδεται από (εκπαιδευτική) γενιά σε γενιά.

Με το «τι θέλει να πει ο ποιητής» συναρτώνται δύο άλλα στερεότυπα, αντιφάσκοντα και μολαταύτα συνυπάρχοντα. «Γιατί σιωπούν οι ποιητές;» είναι το πρώτο (οι ποιητές, εδώ, νοούνται ως τμήμα της ασαφούς κατηγορίας των «διανοουμένων», η «σιωπή» των οποίων συχνά-πυκνά καταγγέλλεται χωρίς ουσιώδη αιτία), «γιατί δεν ακούμε τους ποιητές;» το δεύτερο, όπου συνήθως η απάντηση (η διάγνωση του Φρίντριχ Χέλντερλιν, «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;», κατά τη μετάφραση του Σεφέρη) δίνεται πριν καλά καλά τεθεί το ερώτημα· κάθε φορά που κατηγορούμε τον «μικρόψυχο καιρό», αρπαζόμαστε από κάποιον άλλον, «γενναιόψυχο», μόνο που δεν τον προσδιορίζουμε.

«Σιωπή των ταγών»


Αν έχουν να πουν οι ποιητές, το λένε με τα γραφτά τους, τα ποιήματά τους, καλά ή κακά, εγκοινωνισμένα ή αναχωρητικά. Ακόμα κι αν μια στο τόσο αθροίζουν την υπογραφή τους σε κάποιο κείμενο διαμαρτυρίας, επί παραδείγματι, ή και προεκλογικής-προτρεπτικής χρήσης, ή παρεμβαίνουν με την «πρόζα» τους, σποραδικά ή συστηματικότερα, στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα ή στα θεωρούμενα εθνικά, ο λόγος τους και η υπογραφή τους δεν βαραίνουν, δεν πρέπει δηλαδή να βαραίνουν περισσότερο από των άλλων· τίποτε το ευγενέστερο δεν διαθέτουν εκ προοιμίου και εξ ιδιότητος οι κινήσεις τους αυτές, δεν βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια εξαιτίας της «ποιητικογένειάς» τους και μόνο, ούτε και είναι οπωσδήποτε στοχαστικότερες. Για να μιλήσω συγκεκριμένα, ο Οδυσσέας Ελύτης ως πολίτης αναγνωρίζεται και εντοπίζεται (και μέσα στις αντιφάσεις του) πρωτίστως στο «Αξιον Εστί», στη «Μαρία Νεφέλη» κτλ. παρά στο «μήνυμα» που εξέδωσε κάποια στιγμή υπέρ του ήδη εξαχνωθέντος και λησμονηθέντος κόμματος του κ. Αντώνη Σαμαρά, της «Πολιτικής Ανοιξης». Και για να κρίνουμε αν ένα ποιητικό έργο, που απλώθηκε με τις εσωτερικές του αντινομίες και ανατροπές στη διάρκεια δεκαετιών, του Γιώργου Σεφέρη ή του Γιάννη Ρίτσου, λόγου χάρη, δεν θα το περάσουμε βέβαια από την κρησάρα των δικών μας πολιτικών ή ιδεολογικών προτιμήσεων και εμμονών, ώστε να το επαινέσουμε (με όρους εξωλογοτεχνικούς που ώς έναν βαθμό υποκρίνονται τους αυστηρώς φιλολογικούς) στην περίπτωση συμφωνίας και να το μειώσουμε αν βρίσκεται σε απόσταση ή και σε εναντίωση με τις δικές μας πεποιθήσεις.

Για να επανέλθω στη «σιωπή των ταγών», στα μαθηματικά τού πραγματικού κόσμου η εξίσωση ποιητής = στοχαστής (ή, γενικότερα, λογοτέχνης = στοχαστής), μολονότι εισάγεται σαν αυτονόητη, είναι αναπόδεικτη, μεροληπτική, άκριτα τιμητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μόνο ή το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι τεχνίτες του λόγου είναι να αποσυρθούν στον χρυσελεφάντινο πύργο τους, για να μη «λερωθούν» από τον όντως κόσμο. Κάθε άλλο. Ως πολίτες όμως υπάρχουν έξω από οποιοδήποτε καθεστώς «τιμοκρατίας» νέου τύπου, χωρίς συντεχνιακά διάσημα. Δεν συντρέχει λοιπόν λόγος (άλλος, τέλος πάντων, από την «ανάγκη πατέρων» που υποτίθεται πως έχουν οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας) να αντιμετωπίζονται λατρευτικά, σαν να αποτελούν κάποιο άτυπο συμβούλιο σοφών ή «γερόντων», και τούτο είτε τους απασχολεί το ερώτημα του ομότεχνού τους Παλλαδά του Αλεξανδρέως, «την πόλη πώς ωφέλησες γράφοντας στίχους», είτε όχι.

Δύο επιπλέον στερεότυπα, από τον χώρο της μυθοπλασίας το ένα, παραμυθητικό το άλλο. «Είμαστε έθνος ποιητών» λέμε από παλιά, από τότε που ο «κανονικός» ακόμα έμμετρος στίχος έδινε μια ήδη δουλεμένη μορφή μέσα στην οποία μπορούσαν να «τρέξουν» (ή να βαλτώσουν) ρητορικές και αισθηματολογίες (η «ευκολία» αυτή έγινε ακόμα μεγαλύτερη με τον λεγόμενο ελεύθερο στίχο, όπου σε πολλές περιπτώσεις, και λόγω της απουσίας της φόρμας, τίποτε δεν λειτουργεί σαν σταθμός αυτοκριτικού αναστοχασμού ανάμεσα στην «έμπνευση» και το γράψιμο). Στατιστικές που να επιβεβαιώνουν ότι γράφουμε στίχους σε αναλογία μεγαλύτερη από την παρατηρούμενη σε άλλες χώρες και λαούς δεν γνωρίζω. Τα τελευταία χρόνια πάντως, το «πνεύμα της εποχής» καθοδηγεί προς τη συγγραφή μυθιστορημάτων: αυτά προκόβουν στην αγορά, και γι’ αυτά υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι εκδοτικοί οίκοι· «ιδίοις αναλώμασι» μόνο ποιήματα συνεχίζουν να εκδίδονται.

Πέρα από τους μύθους

Δεν υπάρχουν επίσης στατιστικές, ή τέλος πάντων ζυγαριές που να μας αποδεικνύουν ότι αληθεύει η πίστη μας πως «η ελληνική ποίηση είναι από τις καλύτερες του κόσμου» (αυτό το πιστεύουμε με το ίδιο πάθος που πιστεύουν οι πολιτικοί μας ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας»). Τα δύο Νομπέλ ή η οικουμενική δημοτικότητα του Κ. Π. Καβάφη έχουν το βάρος τους, αλλά σχετικό. Η ελληνική ποίηση έχει να παρουσιάσει λαμπρούς ποιητές (είτε τους συμπεριλαμβάνουν στους «κανόνες» τους οι γραμματολόγοι της Δύσης είτε όχι) αλλά και λαμπρά ποιήματα μέσα στο άνισο έργο άλλων ποιητών. Κανένας λόγος όμως δεν υπάρχει να νιώθουμε ότι ανταγωνιζόμαστε σε κάποιας μορφής λογοτεχνικά καλλιστεία και να χρησιμοποιούμε επικουρικά, σαν τίτλο ευγενείας, το γεγονός ότι σε τούτα τα μέρη γράφεται ποίηση, στις διάφορες εποχές της ελληνικής, επί χιλιετίες· αυτή η μακρότατη διάρκεια, προτρεπτικά πρέπει αν λειτουργεί, όχι βαυκαλιστικά. Ν’ αγαπήσουμε λοιπόν την ποίησή μας γι’ αυτό που είναι, και είναι πολύτιμο, κι όχι για να υφάνουμε έναν επιπλέον μύθο που τελικά θα μας αφήσει έξω από την ανάγνωσή της.


Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18/03/2008: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/03/2008_263195
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


banned

  • Sr. Member
  • ****
    • Posts: 1094
    • Gender:Male
Πρόκειται για ένα πολύ καλό ρεαλιστικό άρθρο από γνώστη του αντικειμένου που, σε γενικές γραμμές, με βρίσκει σύμφωνο.



 

Search Tools