genitivus absolutus (gen. abs.) → γενικὴ ἀπόλυτος, γενική απόλυτος, γενική απόλυτη

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856544
    • Gender:Male
  • point d’amour
« Last Edit: 01 Feb, 2024, 21:02:32 by spiros »
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools