γεω- / γεώ- ή γαιο- / γαιό- ;

spiros · 5 · 54673

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
γεω- / γεώ- ή γαιο- / γαιό- ;

Ο Μπαμπινιώτης γιατί θέλει με ωμέγα τον γεωπροωθητή (μπουλντόζα);

γεω- [jeo] & γεώ- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. γη ως α' συνθετικό: α. σε σύνθετες συνήθ. επιστημονικές λέξεις· (πρβ. γαιο-, γη-): γεωγνωσία, γεωφυσική, γεωχημεία· γεωτροπισμός, γεωμορφισμός· γεωκεντρικός, γεωκυκλικός. β. στην επιστημονική ονομασία εντόμων, ζώων, φυτών κτλ.: γεωδρόμος, γεωκαρκίνος· γεώμηλο.
[λόγ. < αρχ. γεω- παράλλ. θ. του ουσ. γῆ ως α' συνθ.: αρχ. γεωδαισία, γεωμέτρης, ελνστ. γεωγραφία & διεθ. geo- < αρχ. γεω-: γεωλογία, γεωκεντρικός < γαλλ. géologie, géocentrique, γεωπολιτική < αγγλ. geopolitics, γεωδυναμική < διεθ. geo- + dynamics]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?dq=&sin=all&lq=%CE%B3%CE%B5%CF%89

γαιο- [jeo] & γαιό- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαι- [je], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. γη ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. γεω-, γη-)· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στη γη ως καλλιεργήσιμη ή μη έκταση: γαιοκτήμονας, γαιοκτησία. β. αναφέρεται στη γη με τη γενική σημασία, στο χώμα: γαιότοιχος. γ. προέρχεται από τη γη: γαιάνθρακας.
[λόγ. < αρχ. γαι(ο)- θ. του ουσ. γαῖ(α) (ποιητ. τ. αντί γῆ) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γαιονόμος `που κατοικεί στη χώρα΄ & μτφρδ.: γαιοκτήμονας < γερμ. Land besitzer]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%BF&dq=

γη
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αία. Ο τ. γη απαντά σπάνια στον Όμηρο, συχνά στον Ησύχιο, ενώ στον αττικό πεζό λόγο χρησιμοποιείται αποκλειστικά αντί τού γαία*. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετικό ενός πολύ μεγάλου αριθμού συνθέτων με τις μορφές γη -, δωρ. γα - (κατ' εξοχήν στον ποιητικό λόγο), γειο -, γεο- και κυρίως γεω - (στην ιωνική - αττική και στη μτγν. Ελληνική), το οποίο έλαβε μεγάλη διάδοση εξαιτίας ίσως τών συνθέτων τών οποίων το β' συνθετικό άρχιζε με -ω- ή -ο- (πρβλ. γεώρυχος, γεωργός κ.ά.). το γεω- επέδωσε επίσης στη σύνθεση νεώτερων επιστημονικών όρων. Εξάλλου ως β' συνθετικό η λ. γη απαντά με τις μορφές -γεως, -γειος, -γεος παράλληλα προς τη -γαιος, για την οποία βλ. λ. γαία. Τέλος, ο τύπος ονομαστικής η γης προήλθε με συμφυρμό τού τ. γης (που αποσπάστηκε από τον εμπρόθετο προσδιορισμό κατά γης, πρβλ. επάνω και καταπάνω) και τού η γη.
ΠΑΡ. γεώδης, γήινος· (αρχ.) γέηθεν, γεηρός, γεϊκός, γειόθεν, γήδιον, γηΐτης· (αρχ.-μσν.) γεούμαι, γήθεν· (νεοελλ.) γειώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεωγράφος, γεωδαίτης, γεώλοφος, γεωμαντεία, γεωμάντης(-ις), γεωμέτρης, γεωνόμος, γεωπόνος, γεωργός, γεωχαρής, γηγενής, γήπεδο(ν)· (αρχ.) γαπετής, γαπόνος, γάποτος, γατόμος, γειαρότης, γειομόρος, γειοπόνος, γειοτόμος, γειοφόρος, γεοειδής, γεωμιγής, γεωμόρος, γεώπεδον, γεωπείνης, γεωρύχος, γεωτόμος, γεωτραγία, γεωφύλαξ, γηγενέτης, γηθαλάσοιος, γηλεχής, γήλοφος, γημόρος, γηοχέω, γηπάτταλος, γηπετής, γήποτος, γητόμος, γηφάγος, γηφαγώ (αρχ.-μσν.) γεούχος, γεωφάνειον· (μσν.) γεωμαχώ, γηούχος· (μσν. -νεοελλ.) γεωπετής· (νεοελλ.) γεωβιολογία, γεωδιονομία, γεώβιος, γεωβοτανική, γεωγαλή, γεωγενής, γεωγνωσία, γεωγνώστης, γεωγονία, γεωδίαιτος, γεωδυναμική, γεωδυναμικόν, γεωειδής, γεωελλειψοειδές, γεωθερμία, γεωθερμόμετρο, γεώθερμος, γεωισόθερμος, γεωκεντρικός, γεωκυκλικός, γεωλογία, γεωμαγνητισμός, γεωμορφία, γεωμορφογένεια, γεωμορφογένεση, γεωμορφογονία, γεωμορφολογία, γεωρφομέτρηση, γεωμορφομετρία, γεώμυς, γεώξενος, γεωπλαστική, γεωπολιτική, γεώραμα, γεωσκοπία, γεωσκόπος, γεωσπίζα, γεωστατική, γεωστροφικός, γεώσφαιρα, γεωτακτισμός, γεωτεκτονική, γεωτοπογραφία, γεώτρηση, γεωτριγωνισμός, γεωτροπισμός, γεωτρύπανο, γεώτυπος, γεωνδρολόγος, γεωφάγος, γεώφιλος, γεωφυσική, γεώφυτα, γεώφωνο, γεωφωτόγραμμα, γεωχημεία, γήγερτον. (Β' συνθετικό) αμμόγειος, απόγειος, έγγειος, επίγειος, εύγειος, λεπτόγειος, μεσόγειος, περίγειος, πρόσγειος, υπέργειος, υπόγειος· (αρχ.) άγειος, αλμυρόγεως, αμφίγειος, ανάγειος, ανώγειος (και ανώγεον), βαθύγειος (και βαθύγεως), έγγεος, ελαφρόγειος, ένγεως, εννιτρόγεως, ισόγεως, κατάγειος, κατώγειος (και κατώγεον), λεπτόγεως, λευκόγειος (και λευκόγεως), λιπαρόγειος, λιπόγεως, λυπρόγειος (και λυπρόγεως), μελάγγειος (και μελάγγεως), μελανόγειος, μεσαίγεως, μεσ(σ)όγεως, ξανθόγεως, πάγγεος, παράγειος, πυρρόγειος, σκληρόγεως, υπόγεως, χαυνόγειος, χρυσόγειος (και χρυσόγεως), ψαμμόγεως - (νεοελλ.) ισόγειος, υδρόγειος].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
« Last Edit: 19 Nov, 2019, 19:22:37 by spiros »


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Θα έλεγα ότι:

γεω- /γεώ- : αναφέρεται (κυρίως) στη Γη, ως πλανήτη, ως ουράνιο σώμα, ως κόσμο, ως σύνολο ...

γαιο-/γαιό- : αναφέρεται (κυρίως) στη γη, ως έδαφος και υπέδαφος, ως χώμα, ως έκταση, χωράφι, ...

(τόνισα το κυρίως)

Η διάκριση αυτή εξυπηρετεί και την οροδοσία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, θεωρώ "καλύτερο" όρο τον γαιοπροωθητή (που προωθεί χώματα) από τον γεωπροωθητή   (που θα λεγόταν ο ...μοχλός με τον οποίο ο Αρχιμήδης θα μπορούσε – αν είχε μέρος να σταθεί – να προωθήσει, έστω και λίγο, τη Γη!)




Viperalus

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 423
    • Gender:Male
και το γηο;

πηγή
“None are more hopelessly enslaved than those who falsely believe they are free.” ― Johann Wolfgang von Goethe




 

Search Tools