drone → κηφήνας, χαραμοφάης, παράσιτο, κοινωνικό παράσιτο, μονότονη φωνή, τηλεκατευθυνόμενο, τηλεκατευθυνόμενο αεροσκάφος, αερομπότ, μη επανδρωμένο αεροσκάφος (ΜΕΑ), σύστημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους (ΣμηΕΑ), μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα, μη στελεχωμένο αεροσκάφος, δρόνος, ντρόουν, τηλεσκάφος, ελικοπτεράκι, βόμβος, βουητό, μέρος μπάσου στην πολυφωνική μουσική, μπάσο πίπιζας, πίπιζα, μονότονο μουρμουρητό, βομβώ, βουίζω, ομιλώ μονότονα, μουρμουρίζω μονότονα, τραγουδώ με μονότονη φωνή, λέω με μονότονη φωνή, ψέλνω, μουρμουρίζω, τεμπελιάζω, χασομερώ, χασομεράω, κοπροσκυλιάζω
paraskevi ·
29 · 5820