Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => English→Modern Greek Translation Forum => Topic started by: vmelas on 13 Apr, 2008, 23:11:10

Title: inflation → πληθωρισμός, διόγκωση, διόγκωση του σύμπαντος, φούσκωμα, εμφύσηση, φυσίωση
Post by: vmelas on 13 Apr, 2008, 23:11:10
Παραθέτω από το ΛΚΝ τις δύο λέξεις και επειδή για το φούσκωμα δεν έχει και πολλά, προσέθεσα τον ορισμό του ρήματος. Υπάρχει λόγος που μου διαφεύγει σχετικά με το γιατί τη λέξη inflation δεν την αποδίδουμε με τον όρο διάταση; Αγαπητέ μας Θεόδωρε, θα χαρώ να ακούσω την άποψή σας! (Και φυσικά και όλων των υπολοίπων.)

διάταση η [δiátasi] O33 : (ιατρ.) αύξηση της κοιλότητας ενός οργάνου του σώματος λόγω υπερβολικής πίεσης που ασκήθηκε στα εσωτερικά της τοιχώματα: ~ μιας φλέβας / αρτηρίας. ~ των καρδιακών κοιλοτήτων.   [λόγ. < αρχ. διάτα(σις) -ση]

φούσκωμα το [fúskoma] O49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φουσκώ νω: Tο ~ του μπαλονιού / των ελαστικών. || Tο ~ της ζύμης / του τοίχου / του ποταμού / του στομαχιού. || (μτφ.): Tο ~ του λογαριασμού / της θάλασσας.   [φουσκώ(νω) -μα]

φουσκώνω [fouskóno] P1α μππ. φουσκωμένος  : 1α. μεγεθύνω και διευρύ νω κτ. γεμίζοντάς το με αέρα (ή αέρια). ANT ξεφουσκώνω: ~ το μπαλό νι / τα ελαστικά του αυτοκινήτου / το σωσίβιο / την ελαστική βάρκα. Φούσκωσε τα μάγουλά του και φύσηξε δυνατά. || O αέρας φουσκώνει τα πανιά του ιστιοφόρου, (φυσώντας) τα γεμίζει, τα κάνει να παίρνουν κυρτό σχήμα. β. γεμίζω με αέρα και διογκώνομαι: Φούσκωσαν τα λάστιχα / τα μάγουλα. 2α. αυξάνουν οι διαστάσεις, ο όγκος μου, διογκώνομαι, διαστέλλομαι: Φούσκωσε ο καφές / η ζύμη / το ψωμί / το τσουρέκι. Φούσκω σε το γάλα και άρχισε να χύνεται. Tο ποτάμι ήταν φουσκωμένο από τα νερά της βροχής. Φούσκωσε ο τοίχος / το πάτωμα από την υγρασία. β. πρήζομαι: Φούσκωσε το στομάχι μου από το πολύ φαΐ. Φούσκωσε το στήθος της από την εγκυμοσύνη. (προφ. έκφρ.) τη φούσκωσε / της φούσκωσε την κοιλιά, την άφησε έγκυο. 3. (μτφ.) α. αυξάνω το μέγεθος, τις διαστάσεις σε σχέση με την πραγματικότητα, υπερβάλλω, διογκώνω κτ.: Mην τα φουσκώνεις και τόσο τα πράγματα / τα γεγονότα. Φουσκωμένος λογαριασμός, αυξημένος σε σχέση με την πραγματική αξία αυτών που καταναλώθηκαν. Φουσκωμένο πορτοφόλι, με πολλά χρήματα (για άνθρωπο πλούσιο). ΦP έχει φουσκωμένη τσέπη*. || (έκφρ.) μας το φούσκωσε, (για προϊόν) μας ξεγέλασε, μας το πούλησε πολύ ακριβά. ΦP ~ τα μυαλά κάποιου, κάνω κπ. να πιστέψει ότι μπορεί να καταφέρει πράγματα πέρα και πάνω από τις (πραγματικές) δυνατότητές του: Ποιος του φούσκωσε τα μυαλά και θέλει να γίνει ηθοποιός; β. δυσκολεύομαι στην αναπνοή, λαχανιάζω: Φούσκωσα από το τρέξιμο / τον ανήφορο. γ. περηφανεύομαι, κορδώνομαι, ιδίως στις εκφράσεις φουσκώνει κάποιος σαν γάλος* / διάνος*. φουσκώνει το στήθος μου από υπερηφάνεια, είμαι πολύ υπερήφανος για κτ. ΦP φουσκωμένο ασκί*. δ. (για δέντρα, φυτά) είμαι έτοιμος για (νέα) βλάστηση: Φούσκωσαν τα δέντρα / τα κλαδιά. ε. (για θάλασσα) φουρτουνιάζω, σηκώνω μεγάλα κύματα.  [μσν. φουσκώνω < φούσκ(α) -ώνω]

inflation
An act, instance of, or state of expansion or increase in size, especially by injection of a gas.
The inflation of the balloon took five hours.
(economics) An increase in the general level of prices or in the cost of living.
(economics) A decline in the value of money.
(economics) An increase in the quantity of money, leading to a devaluation of existing money.
Undue expansion or increase, as of academic grades.
(cosmology) An extremely rapid expansion of the universe, theorised to have occurred very shortly after the big bang.
https://en.wiktionary.org/wiki/inflation
Title: inflation → πληθωρισμός, διόγκωση, διόγκωση του σύμπαντος, φούσκωμα, εμφύσηση, φυσίωση
Post by: Dr Moshe on 13 Apr, 2008, 23:31:53
Αγαπητή Βαλεντίνη, ευχαριστώ για την ερώτησή σας. Ο όρος inflation δικαιολογημένα σας απασχολεί, επειδή, όταν σημαίνει άλλο από «πληθωρισμός», χρειαζόμαστε εύστοχη απόδοση.

Επιτρέψτε μου να κρίνω μάλλον απρόσφορη τη λ. διάταση. Ο ορισμός τού ΛΚΝ είναι άκρως περιοριστικός και λαμβάνει υπ' όψιν μόνο την ιατρική χρήση, που μπορεί να μας παραπλανά. Στην πραγματικότητα, διάταση σημαίνει «τέντωμα», όχι «φούσκωμα», καθώς προέρχεται από το ρ. διατείνω.

Αν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε όρο που να ταιριάζει περισσότερο σε επίσημα κείμενα εν σχέσει με το φούσκωμα, θα σας πρότεινα το ουσιαστικό διόγκωση. Πιστεύω ότι είναι ακριβές.

Πάντοτε στη διάθεσή σας. Ευχαριστώ.

Υ.Γ. Αναρωτιέμαι αν θα ήταν καλύτερο να μεταφερθεί το νήμα αυτό στην ενότητα English - Greek, όπου πιστεύω ότι ανήκει.
Title: inflation → πληθωρισμός, διόγκωση, διόγκωση του σύμπαντος, φούσκωμα, εμφύσηση, φυσίωση
Post by: vmelas on 13 Apr, 2008, 23:35:02
Αγαπητέ Θεόδωρε σας ευχαριστώ πολύ. Με απασχολούσε για αρκετό καιρό το θέμα γιατί κάποιοι επιμελητές σε κείμενα που μιλούσαν για balloon inflation (το balloon εδώ παραπέμπει σε στεντ κτλ) μου άλλαζαν τη διατύπωση για να χρησιμοποιήσουν τον όρο διάταση και με ξένισε. Ήθελα μία επικύρωση ότι δεν τα έχω χάσει τελείως :)
Title: inflation → πληθωρισμός, διόγκωση, διόγκωση του σύμπαντος, φούσκωμα, εμφύσηση, φυσίωση
Post by: Zazula on 14 Apr, 2008, 02:56:59
Να σημειώσω ότι στην αρχαία χρησιμοποιούνταν το "εμφυσώ" με την έννοια του "φουσκώνω" - αλλά άντε να το πεις αυτό σήμερα... :-S