The verb is παρεξέρχομαι
Greek Word Study Tool A slip past another, ῥεῖα παρεξελθοῦσα Od.10.573 ; π . . . τυτθόν pass by (us) a little way, Il.10.344 ; π. τινά pass by, Hdt. 1.197, 6.117 ; παρά τι Plu.Alex.76 ; pass out, διὰ [τῶν πόρων] Steph. in Hp.1.112 D.
2 c. gen., π. τι τῆς ἀληθείας go aside from the truth, Pl.Phlb.66b.
II overstep, transgress, Διὸς νόον Od.5.104, 138 ; δίκην S.Ant.921.
παρεξέρχομαι - Ancient Greek - English Dictionary (LSJ)παρεξέρχομαι, ἀποθ. μετ’ ἀορ κ. πρκμ. ἐνεργ.˙ ὁ ἀόρ. παρεξῆλθον εἶναι ὁ μόνος χρόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ, καὶ οὗτος μόνον ἐν τῶ ἀπαρ. καὶ τῇ μετοχῇ. Παρέρχομαι, περνῶ πλησίον τινός, ῥεῖα παρεξελθοῦσα, «ῥᾳδίως παραδραμοῦσα, ἥτοι κρυφίως» (Σχολ.), Ὀδ. Κ. 573˙ π. τινα Ἡρόδ. 1. 197., 6. 117˙ παρά τι Πλουτ. Ἀλέξ. 76. 2) παρεξελθεῖν πεδίοιο τυτθόν, διελθεῖν μικρὸν μέρος τοῦ πεδίου, Ἰλ. Κ. 344. 3) μετὰ γεν., π. τῆς ἀληθείας, παρεκτρέπεσθαι ἀπὸ τῆς ἀληθείας, Πλάτ. Φίληβ. 66Β. ΙΙ. παραβαίνω, Διὸς νόον ... παρεξελθεῖν Ὀδ. Ε. 104, 138˙ δίκην Σόφ. Ἀντ. 921.
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)