οκλαδόν → cross-legged
οκλαδόν [oklaδón] επίρρ. : (γυμν.) στάση, καθώς και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία κάποιος κάθεται στο έδαφος με τα πόδια λυγισμένα και σταυρωμένα προς τα μέσα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκλαδόν]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
ὀκλαδόν
Adv.
A with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn.D.1.358, al.; cf ὀκλάξ.
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)