Νίκος Δόικος, Μέτρησα τις χαρές μου
Βαριά μου ευθύνη πάντα κι έγνοια βασανιστική
μην γονατίσω στις τραχιές τις ανηφόρες. Να μείνω
ορθός στο προσκλητήριο των γονυπετών.
Γύρω μου κύκνοι αμίλητοι σχημάτιζαν καρδιές
με τους κατάλευκους λαιμούς, δικό τους σύμβολο,
ορμέμφυτο πρωτόγονο, με σαγηνευτική νωχέλεια.
Ερημοκκλήσια ισοκρατούσαν στις κορφές, μνήμες
διάσπαρτες παλιάς λαμπρής κοινότητας
που χάθηκε με μια γενναία ζαριά
σε κάποιο χρηματιστήριο αξιών για πάντα.
Μέτρησα τις χαρές μου στο χρυσάφι της οξιάς,
στα ματωμένα κράνα το Φθινόπωρο, εκεί
ανάμεσα στα βράχια και τα δέντρα λιγοστά, εκεί
με τ’ άσπρα περιστέρια στις αμμούδες του Ιούλη,
θυσία στα λιόδεντρα
και την κλαίουσα Πεύκη της Σιθωνίας.
Μέτρησα τις χαρές στα ταπεινά αραβουργήματα του
χείλους μιας κανάτας, με τα φτωχά κτερίσματα των
Θησαυρών στον Ομφαλό της Γης, τα όστρακα δειλά
να ξεπηδούν στο χορτασμένο χώμα, κάτ’ απ’ τις λαίμαργες
αχτίνες του Ήλιου που λαμπάδιαζαν τις φλέβες του γρανίτη.
Μέτρησα τις χαρές μου σε αγρυπνίες κρυφές,
στις κατακόμβες πειρασμών,
στις κόχες τους αμέτρητα κεράκια ξοδεμένα,
σταγόνα τη σταγόνα, σαν δάκρυα φειδωλά
που στο κεχριμπάρι βάλθηκαν ν’ αποθεώσουν
λογής λογής επίλογους ανείπωτων ερώτων.
Κανένα πρωινό δεν συγχωρεί τον έρωτα της νύχτας.
Οι μαχητές, οι μαχητές μιλούν τη γλώσσα
της παπαρούνας. Δεν την ακούς, μόνο την
καμαρώνεις κατακόκκινη, τις λέξεις της
κατανοείς αν θα γυρέψεις πέρ’ απ’ τους καπνούς,
αν διαπεράσεις την αχλή των γεγονότων.
Εκεί συνάντησα τους πειρατές, όλα τα πάθη τών
εξεγέρσεων, στο περίκλειστο πέλαγος παίζοντας
με τις αντοχές μου, αψύς, ανυπότακτος, ανεπίδεχτος
διδαχών, δήθεν δοκιμασμένων συνταγών
αντίδοτων στη ζάλη του μυαλού την κοσμογονική.
Μέτρησα τις χαρές μου ζάλη κοσμογονική με την
δική σου ανάσα, με την δική σου ορμή, ψηλά
στο μάτι του κυκλώνα, σε κείνη την απόκοσμη,
απέραντ’ ηρεμία της προσμονής, όταν φαντάζεσαι
τα χρώματα του Τόξου ν’ αγκαλιάζουν τις κορφές
για πάντα.
Μαστοροχώρια απλωμένα εκεί σε χάλκινες πλαγιές
και Ταρσανάδες στους γαλήνιους όρμους οι χαρές μου,
νοικοκυρόσπιτα και τρεχαντήρια σκαρωμένα
με το ίδιο κι απαράλλαχτο ερωτικό μεράκι.
Στων Βησιγότθων τις περίκλειστες ρυμοτομίες και
στων σοφών τους τα χειρόγραφα δεν βρήκα απαντήσεις.
Ούτε στα θέατρα των μαχών, μόνο
σε δυο αγγελούδια που μ’ ανάστησαν και πέταξα μαζί τους.
Με κείνες μέτρησα μονάκριβες χαρές.
Ψαρό το άτι, παραμύθι για τ’ απόβραδο,
τ’ άρωμα του βασιλικού και
λιμανάκια να χαμογελούν σαν Άνοιξες.
Οι μαχητές, οι μαχητές μιλούν τη γλώσσα της Άνοιξης.
Και τα πουλιά χτίζουν φωλιές και ξαναχτίζουν κάθε
χρόνο, απ’ την αρχή όσες γκρεμίζονται κι αλλού, με
λίγα μερεμέτια, συγυρίζοντας τις ίδιες απαράλλαχτες φωλιές,
τις ίδιες απαράλλαχτες ελπίδες. Μέτρησα τις χαρές μου
με τους μαχητές, χρόνο με χρόνο πελεκώντας τ’ όνειρο.
Η κίτρινη γύρις των πεύκων στο σώσιμο του Απρίλη,
άχνη χρυσή, ασεβεί στις παστρικές επιφάνειες των
πραγμάτων τριγύρω. Μια επίμονη ρυτίδα στο μέτωπό σου
κι οι ουράνιες σαΐτες τα χελιδόνια να διασχίζουν τις ώρες,
σ’ αλλεπάλληλες χαμηλές πτήσεις, βολιδοσκοπώντας τις
διαθέσεις σου. Πλάι μου στέκεις και πλάι σου μέτρησα
τις χαρές τις απόκρυφες, όσες αποκαλύπτονται με την
σοφία του χρόνου.
Μέτρησα τις χαρές μου ισοζυγιάζοντάς τες
πάντα με των αλλονών τις λύπες
και γίναν οι χαρές μου χαρμολύπες.
Από τη συλλογή Συναμφότερα και λίγα μόνα (2015)