κιγκαλερία → ironmongery, hardware
Λέξη της ελληνικής καθομιλουμένης εκ της γαλλικής "Quincaillerie" με την οποία και υπονοείται κάθε μεταλλικό μικροαντικείμενο κυρίως οικιακής, οικοδομικής ή κηπευτικής χρήσης.
Σήμερα λόγω του μεγάλου αριθμού αυτών των αντικειμένων καταστήματα με "είδη κιγκαλερίας" διαθέτουν από καρφοβελόνες, βίδες, γάντζους κλπ, μέχρι παντός είδους εργαλεία, ανταλλακτικά συσκευών, ακόμη και μικρο-συσκευές οικιακής χρήσης ή μεταλλικά είδη εξοχής.
Κιγκαλερία - Βικιπαίδειακιγκαλερία κι-γκα-λε-ρί-α ουσ. (θηλ.) (περιληπτ.): σύνολο μεταλλικών (μικρο)αντικειμένων, (μικρο)εξαρτημάτων ή εργαλείων κυρ. οικοδομικής, οικιακής ή κηπευτικής χρήσης (π.χ. κουρτινόβεργες, λουκέτα, μεντεσέδες, μπετούγιες, πόμολα): βιομηχανική ~. Είδη ~ας. [< γαλλ. quincaillerie]
—
Χρηστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας