Σταύρος Ζαφειρίου, Το θέμα
(Φώτα πρόβας Η σκηνή άδεια εντελώς. Αυτοί είναι δύο. Ακροβολισμένοι στις δύο γωνίες, διαγώνια. Μάλλον συνηθισμένοι. Ρούχα καθημερινά. Προς το παρόν δεν έχει σημασία ποιος είναι ποιος. Τη στιγμή που πρέπει, ο ένας ξεκινά με βιαστικά βήματα από την κάτω δεξιά γωνία με κατεύθυνση την πάνω αριστερή. Ο άλλος ξεκινά ταυτόχρονα, με την ίδια βιασύνη, από την πάνω αριστερή γωνία με κατεύθυνση την κάτω δεξιά. Συναντιούνται στο κέντρο, σταματούν και κοιτάζονται. Ανταλλάσσουν γρήγορες κουβέντες και συνεχίζουν, ο καθένας τη διαγώνια διαδρομή του. Ξανασυναντιούνται, πάλι στο κέντρο, στην επιστροφή τους, σταματούν και κοιτάζονται. Ανταλλάσσουν γρήγορες κουβέντες και συνεχίζουν, ο καθένας τη διαγώνια διαδρομή του. Αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς, μέχρι να συμφωνήσουν.)
ΣΚΗΝΗ Α'
— Φτάνει! Σταμάτα! Φτάνει επιτέλους! Μια λέξη ακόμη επί του θέματος και...
— Επί του θέματος, επί του θέματος, επί του θέματος... Γιατί; Τι έχει το θέμα; Μια χαρά θέμα είναι.
— Σταμάτα σου είπα.
— Ωραία, κύριε, σταματώ. Πάντως να ξέρεις. Το θέμα είναι κα-τα-πλη-κτι-κό.
ΣΚΗΝΗ Β'
— Επανερχόμενοι επί του θέματός μας...
— (Τον διακόπτει) Επιμένεις πως πρέπει να επανέλθουμε στο θέμα. Και μάλιστα «επί του θέματός μας».
— Ασφαλώς και επιμένω. Και θα επιμένω μέχρι να σε πείσω.
— Να με πείσεις για τι;
— Μα, για το θέμα μας. Αυτό δεν είναι το θέμα μας;
— Λοιπόν, επειδή δεν πρόκειται να με αφήσεις σε ησυχία. Σου λέω ότι με έπεισες. Ας επανέλθουμε.
ΣΚΗΝΗ Γ'
— Μια κι επανήλθαμε σκέφτηκα, επί του θέματός μας φυσικά, να μην το αναπτύξουμε μονάχα από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Αυτή η μονότονη πορεία του ματιού, αριστερά-δεξιά, αριστερά-δεξιά, αράδα την αράδα, παράγραφος, αριστερά-δεξιά, πάλι αράδα την αράδα, πάλι παράγραφος...
— (Τον διακόπτει) Θέλεις να πεις πως θα το αναπτύξουμε γραπτώς;
— Ε πώς αλλιώς; Υπάρχει άλλος τρόπος;
— Σωστά! Πάντα νομίζουμε πως η γραφή είναι ο μόνος τρόπος.
ΣΚΗΝΗ Δ'
— Έλεγα λοιπόν... Μόνο αυτό το αριστερά-δεξιά...
— (Τον διακόπτει) Ανοησίες! Ακόμη και ανάποδα να πεις να το κρεμάσεις...
— (Τον διακόπτει) Τι! Εννοείς με το κεφάλι κάτω;
— Τρόπος του λέγειν βρε αδερφέ. Τρόπος του λέγειν. Αριστερά-δεξιά, επάνω-κάτω... Ακόμη κι ο εγκέφαλος είναι ανάποδα. Η αριστερή μεριά του βλέπει δεξιά και η δεξιά του κοιτάζει αριστερά.
— Μπορεί. Μα όταν ξαπλώνεις με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι δεν το νιώθεις.
— Μπορεί. Μα όταν στηρίζεις το κεφάλι σου στα χέρια σου το νιώθεις. Η αριστερή μεριά του είναι πιο βαριά. Όμως το ζήτημα δεν είναι η κατεύθυνση. Το από πού και προς τα πού. Το ζήτημα είναι η κατάσταση του δρόμου.
ΣΚΗΝΗ Ε'
— Ξέρεις, καθυστερήσαμε αρκετά. Τι αρκετά; Πολύ! Πόσο μπορεί να περιμένει ένα θέμα;
— (Δεν απαντάει)
— (Πιο δυνατά) Λέω, καθυστερήσαμε πολύ.
— Ε, και λοιπόν; Πάντα καθυστερούμε. Μη σε ανησυχεί αυτό. Θα φτάσουμε.
— Πού; Αν δεν υπάρχει αρχή πού είναι το τέλος;
— Ποιο τέλος; Το ανάμεσα είναι αυτό που έχει σημασία. Κι ό,τι χωράει μέσα στο ανάμεσα.
— Ουφ! Άρχισες πάλι τ’ ακαταλαβίστικα. Πάντως, σ’ το λέω: Όλα τα θέματα έχουν προθεσμίες.
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
— Σκέφτηκες;
— Τι να σκεφτώ;
— Μα, επί του θέματός μας. Γι’ αυτό δεν συζητάμε τόσην ώρα; Σου είπα. Τα περιθώρια δεν είναι απεριόριστα.
— Κι εγώ σου είπα: Ποτέ δεν είναι αργά.
— Αυτό το λες εσύ.
— Πράγματι! Επειδή ποτέ δεν είναι αργά.
ΣΚΗΝΗ Ζ'
— Πώς μ’ εκνευρίζεις! Που αδιαφορείς, λες και δεν έχει νόημα ο χρόνος.
— Ποιος χρόνος; Ποτέ δεν είχε νόημα ο χρόνος. Για κανέναν. Ούτε και για τον ίδιο, αν υπάρχει. (Κοιτάζει μηχανικά και φευγαλέα το ρολόι του.)
— Για στάσου! Τότε, γιατί κοιτάζεις το ρολόι σου;
— Το ρολόι μου κοιτάζω, όχι τον χρόνο.
ΣΚΗΝΗ Η'
— Κοίτα, βαρέθηκα με αυτά τα πήγαινε-έλα. Τα παρατάω. Στο κάτω-κάτω όλα τα θέματα έχουνε συμβεί.
— Λόγια! Ξεχνάς μονάχα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με το δικό μας θέμα.
— Που είναι ποιο;
— (Δεν απαντάει)
— Βλέπεις; Ούτε αυτό δεν έχουμε σκεφτεί.
— (Σκέφτεται...) Πράγματι! Τώρα που το λες... Συνέχεια μιλάμε επί του θέματος, μα για το θέμα το ίδιο...
ΣΚΗΝΗ Θ'
— Σκέφτηκες τίποτε;
— Για ποιο απ’ όλα; Ζαλίστηκα, το ξέρεις; Ο χρόνος, η γραφή, το ίσιο, το ανάποδα... Για ποιο απ’ όλα;
— Μα, για το θέμα μας. Ποιο είναι το θέμα μας; Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
— Ναι, το ζητούμενο! Πάντα μας δυσκολεύει το ζητούμενο. Για να ρωτάς, μάλλον κι εσύ δεν το ’χεις βρει ακόμη.
— (Σκέφτεται...) Ίσως γιατί ένα θέμα είναι οι λέξεις του που έρχονται.
— Έρχονται; Από πού;
— Αχ, να χαρείς! Μην πιάσουμε ξανά τις κατευθύνσεις. Έρχονται απλώς κι εσύ μονάχα τις διαλέγεις.
— Έτσι; Απλώς απλώνοντας το χέρι σου;
ΣΚΗΝΗ Ι'
— Να σου πω!
— Τι είναι πάλι;
— Να, εκείνο με τις λέξεις...
— Τι με τις λέξεις; Έρχονται πολλές;
— Όχι, δεν έρχεται καμιά. Κι αν έρθει, φεύγει τόσο γρήγορα όσο ήρθε. Εσύ πώς πας;
— Μμ! Έτσι κι έτσι. Όμως δεν απελπίζομαι. Θα έρθουν. Μπορεί ν’ αργούν, αλλά θα έρθουν και θα μείνουν. Πάντοτε έρχονται.
ΣΚΗΝΗ ΙΑ'
— Τι γίνεται;
— Τίποτε ακόμη. Φοβάμαι μήπως μείνουμε στα κρύα του λουτρού. Καταλαβαίνεις... Ένα θέμα δίχως λέξεις...
— Αυτό σημαίνει πως τελικά είχες δίκιο.
— Εγώ; Επί ποιου θέματος;
— Μα επί του θέματός μας φυσικά. Πράγματι. Είναι κα-τα-πλη-κτι-κό!
Motti στην αρχή του βιβλίου:
Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών εξομολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό.
Hannah Arendt, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού1
Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;2
Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών.
Ludwig Wittgenstein
1. Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2009 (μτφρ. Βασίλης Τομανάς)
2. Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου.
Από το ποιητικό βιβλίο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017)