ΛΚΝ
μετεμψύχωση η [metempsíxosi] O33 : αντίληψη ότι η ψυχή μετά το θάνατο του σώματος μεταβιβάζεται σε άλλο σώμα (ανθρώπου, ζώου ή φυτού): Πίστη στη ~. [λόγ. < ελνστ. μετεμψύχω(σις) -ση]
μετενσάρκωση η [metensárkosi] O33 : η μετεμψύχωση. [λόγ. μετ(α)- ενσάρκω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. réincarnation]
« Last Edit: 14 Jun, 2010, 17:51:57 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)