Among School Children (William Butler Yeats) | Ανάμεσα στα παιδιά (Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
Among School Children (William Butler Yeats) | Ανάμεσα στα παιδιά (Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

Among School Children
William Butler Yeats

I

I walk through the long schoolroom questioning;
A kind old nun in a white hood replies;
The children learn to cipher and to sing,
To study reading-books and history,
To cut and sew, be neat in everything
In the best modern way—the children's eyes
In momentary wonder stare upon
A sixty-year-old smiling public man.

II

I dream of a Ledaean body, bent
Above a sinking fire, a tale that she
Told of a harsh reproof, or trivial event
That changed some childish day to tragedy—
Told, and it seemed that our two natures blent
Into a sphere from youthful sympathy,
Or else, to alter Plato's parable,
Into the yolk and white of the one shell.

III

And thinking of that fit of grief or rage
I look upon one child or t'other there
And wonder if she stood so at that age—
For even daughters of the swan can share
Something of every paddler's heritage—
And had that colour upon cheek or hair,
And thereupon my heart is driven wild:
She stands before me as a living child.

IV

Her present image floats into the mind—
Did Quattrocento finger fashion it
Hollow of cheek as though it drank the wind
And took a mess of shadows for its meat?
And I though never of Ledaean kind
Had pretty plumage once—enough of that,
Better to smile on all that smile, and show
There is a comfortable kind of old scarecrow.

V

What youthful mother, a shape upon her lap
Honey of generation had betrayed,
And that must sleep, shriek, struggle to escape
As recollection or the drug decide,
Would think her son, did she but see that shape
With sixty or more winters on its head,
A compensation for the pang of his birth,
Or the uncertainty of his setting forth?

VI

Plato thought nature but a spume that plays
Upon a ghostly paradigm of things;
Solider Aristotle played the taws
Upon the bottom of a king of kings;
World-famous golden-thighed Pythagoras
Fingered upon a fiddle-stick or strings
What a star sang and careless Muses heard:
Old clothes upon old sticks to scare a bird.

VII

Both nuns and mothers worship images,
But those the candles light are not as those
That animate a mother's reveries,
But keep a marble or a bronze repose.
And yet they too break hearts—O Presences
That passion, piety or affection knows,
And that all heavenly glory symbolise—
O self-born mockers of man's enterprise;

VIII

Labour is blossoming or dancing where
The body is not bruised to pleasure soul,
Nor beauty born out of its own despair,
Nor blear-eyed wisdom out of midnight oil.
O chestnut tree, great rooted blossomer,
Are you the leaf, the blossom or the bole?
O body swayed to music, O brightening glance,
How can we know the dancer from the dance?

Ανάμεσα στα παιδιά
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

Ι

Περιηγήθηκα τις αίθουσες ρωτώντας·
μια γηραιή καλόγρια απαντούσε ευγενικά·
εδώ διδάσκουμε ιστορία, εδώ ωδική,
εδώ μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά,
να κόβουν και να ράβουν, να μιλούν σωστά,
με τις μεθόδους που η σύγχρονη ζωή απαιτεί –
τα μάτια τους κοιτούσαν απορώντας
τον εξηντάρη επίσημο να τους χαμογελά.

II

Αναπολώ μια Λήδα, με κορμί γερμένο
επάνω στη μισόσβηστη φωτιά να μου ιστορεί
πώς μια άγρια επίπληξη, συμβάν συνηθισμένο,
για κείνη ήταν στην τάξη τραγωδία σωστή –
να μου ιστορεί κι οι δυο μας φύσεις λίγο λίγο
να σμίγουν λες στην σφαίρα ενός νεαρού καημού
ή, παραλλάσσοντας του Πλάτωνα τον μύθο, 
στον κρόκο και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.

III

Και με τη σκέψη μου σ’ αυτήν αναρωτιόμουν
ενώ τριγύρω τα παιδιά περιεργαζόμουν,
τάχα τους έμοιαζε μικρή –γιατί ακόμα
κι οι θυγατέρες ενός κύκνου έχουν κοινά
με της κοινής της πάπιας την κληρονομιά–,
τέτοιο ’χαν τα μαλλιά, τα μάγουλά της χρώμα;
Ώσπου η καρδιά μου χτύπησε σάμπως τρελή:   
κι εμπρός μου στάθηκε έξαφνα, παιδί.

IV

Πώς μοιάζει τώρα, αναλογίστηκα μετά –
του Quatrrocento άραγε έπλασε ένα χέρι
τα μάγουλά της τα φρυγμένα, κρύο αγέρι
μπέρδεψε ετούτες τις σκιές στο πρόσωπό της;
Κι ο ίδιος, δα δεν ήμουν κι εξοχότης,
κάποτε είχα κόμη εβένου – μα αρκετά,
να τους χαμογελάς σαν σου χαμογελούν,
πως είσαι σκιάχτρο απ’ τα καλόβολα να δουν.

V

Ποια νέα μητέρα προδομένη από το μέλι
της σάρκας, τούτη τη μορφή που στην ποδιά της   
όλο παλεύει για ύπνο, κλάμα και φυγή
όπως η ανάμνηση ή η νάρκωση το θέλει,
θά ’λεγε τώρα αν αυτόν τον γιο μπροστά της
ξάφνου τον έβλεπε να έχει εξηνταρίσει,
πως του αγώνα της για να τον αναστήσει
και των ωδίνων της αυτή ’ναι η ανταμοιβή;

VI

Ο Πλάτων έβλεπε τη φύση σαν αφρό
πάνω στο πρότυπο το άυλο των πραγμάτων·
ο Σταγειρίτης, πιο αυστηρός, στον πισινό
ξυλιές μετρούσε ενός μεγάλου βασιλιά·
ο Πυθαγόρας ο χρυσόμηρος σε μια χορδή
ή ένα δοξάρι πάνω γύρευε να βρει
τι τραγουδούν τ’ αστέρια στων Μουσών τ’ αυτιά:
όλοι τους σκιάχτρα που τρομάζουν τα πουλιά.

VII

Κι η μοναχή κι η μάνα είδωλα λατρεύουν,
μα τα εικονίσματα της μιας δεν συγγενεύουν
με της μητέρας τα όνειρα ή τις οπτασίες,
έχουν του μπρούντζου, του μαρμάρου τη γαλήνη.
Κι όμως κι αυτά ραγίζουνε καρδιές –ω Παρουσίες,
ό,τι τη δόξα την ουράνια συμβολίζει,
πάθος, κατάνυξη ή στοργή, εσάς γνωρίζει–
ω αυτογέννητοι του ανθρώπου χλευαστές·

VIII

το έργο γίνεται άνθος και χορός εκεί
όπου το σώμα δεν πονά για να χαρεί η ψυχή,
ούτε την ομορφιά γεννά η ίδια η απόγνωσή της
ή τη σοφία του λύχνου ο νυσταλέος καπνός.
Ω καστανιά, δέντρο βαθύρριζο που ανθίζεις,
είσαι το φύλλο, είσαι τ’ άνθη, είσ’ o κορμός;
Ω σώμα σείσμα στον ρυθμό, βλέμμα στιλπνό,
ο χορευτής πώς ξεχωρίζει απ’ τον χορό;

William Butler Yeats biography, works and poetry index
« Last Edit: 03 Dec, 2020, 18:21:24 by spiros »


 

Search Tools