stroke → χτύπημα, πλήγμα, χτύπος, χάδι, εγκεφαλικό, απλωτή, μπαλιά, αποπληξία, εχθρική πράξη, συμφορά, κουπιά, κίνηση της φτερούγας, πινελιά, πενιά, μολυβιά, κάθετος, παύλα, διαδρομή εμβόλου, χτύπος, κεραυνός, χαϊδεύω, κωπηλατώ, εξομαλύνω, διάπαυλα

valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Παύλες όλων των ειδών στη Βάση TELETERM:

dash  →  παύλα
dash {in Morse code}  →  παύλα {στον κώδικα Μορς}
em dash  →  παύλα του εμ
en dash  →  παύλα του εν
stroke  →  διάπαυλα
underscore  →  υπόπαυλα, κάτω παύλα
underscore character  →  χαρακτήρας υπόπαυλας
macron  →  επίπαυλα, μακρόν
upper bar  →  υπέρπαυλα
lower bar  →  υπόπαυλα
central horizontal bar jointive    →  κεντρική ενωτική παύλα


hetti

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 5
Help please!
Προσπαθώ να μεταφράσω τις λέξεις stroke, catch και kick στην κολύμβηση, καθώς επίσης και το waistband που είναι ένας ιμάντας που σε κρατάει σε σταθερό σημείο καθώς κολυμπάς.
Λίγη βοήθεια σας παρακαλω!
« Last Edit: 19 Nov, 2011, 14:22:28 by spiros »



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Καλώς όρισες!

Θα γράψεις ξεχωριστά θέματα, με το ερώτημα στον τίτλο, στην κατάλληλη ενότητα (En-Gr, Sports/Games) όπου και μετακινήθηκε το παρόν και στο θέμα μπήκε «stroke» (ο πρώτος από τους όρους σου). Στην κολύμβηση είναι μάλλον «απλωτή».

Επίσης, καλό είναι να ρίξεις μια μάτια στους κανόνες
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=35.0

χτύπημα, πλήγμα, χτύπος, εγκεφαλική συμφόρηση, αποπληξία, εχθρική πράξη, συμφορά, κουπιά, κίνηση της φτερούγας, πινελιά, πενιά, γραμμή πένας, μολυβιά, κάθετη γραμμή, παύλα, διαδρομή εμβόλου, χτύπος, κεραυνός, κωπηλατώ, δίνω παραγγέλματα σε κωπηλάτες
Penguin Hellenews English-Greek dictionary

χτύπημα, πλήγμα, χτύπος, χάδι, κίνηση κολυμβητή, απλωτή, παλμός ρίψης, κονδυλιά, πινελιά, κίνηση κωπηλασίας, "κουπιά", αναπάντεχο περιστατικό, πετυχημένη προσπάθεια, (αθλοπ.) κτύπημα της μπάλας, μπαλιά, (μηχαν.) διαδρομή εμβόλου, (παθολ.) αποπληξία, (τυπογρ.) κάθετος, μπάρα
v. - χαϊδεύω, εξομαλύνω, στρώνω, κωπηλατώ
http://www.answers.com/topic/stroke
« Last Edit: 19 Nov, 2011, 14:19:22 by spiros »






 

Search Tools