Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Δώρα φυγής
Παράλογο μύριζαν πάντα τα δώρα φυγής σου.
Στην τελευταία σου άμπωτη στάθηκες πολύ γενναιόδωρη.
Μου άφησες για κατοικίδιο τη μοναξιά.
Αρχικά σκέφτηκα να τη διώξω
να τη βγάλω στον δρόμο με τ’ άλλα αδέσποτα
αλλά μετά τη λυπήθηκα.
Μονάχη της ήταν κι αυτή.
Άφησες και με τη φυγή σου τόσα άδεια δωμάτια μέσα μου...
Κάποιος έπρεπε να με κατοικήσει.
Έτσι γίναμε αχώριστοι.
Την τάιζα καθημερινά αναμνήσεις
γλυκόξινες γεύσεις κονσέρβας χωρίς ημερομηνία λήξης.
Την εξασκούσα με απροσδοκίες.
Την προπονούσα στον δρόμο μετ’ εμποδίων.
Της έβαζα μπροστά τη φωτογραφία σου.
Μοιράσαμε και τις δουλειές.
Αυτή σιδέρωνε φανελάκια αυτάρκειας
αυτά που φοριούνται χειμώνα καλοκαίρι
πλύνε βάλε.
Τα κολλάριζε με ενδυνάμωση.
Εγώ σκούπιζα τους υδρατμούς απουσίας σου
που απειλούσαν να σκεβρώσουν την αντοχή μου.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν ζήτησε άσυλο η θλίψη.
Είπε θα μείνει μια μέρα και στρώθηκε.
Κουβάλησε τα παιδιά, τα εγγόνια της
την κατάκοιτη γιαγιά της, απελπισία.
Συστήθηκε ως εργολάβος οικοδομών, σήκωνε πολυώροφες καταθλίψεις.
Πρότεινε να επεκτείνουμε την έρημο.
– Μα είναι παράνομο, απολογήθηκα.
Η θεμέλια υπομονή μου δε βαστάει άλλη επιβάρυνση.
– Έχω μέσον στην πολεοδομία, απάντησε.
Τόσες χρεοκοπημένες ανθρώπινες σχέσεις
ποιος θαρρείς τις ανέλαβε;
Από τη συλλογή ΑΡ.ΠΑ σε περισυλλογή (2001)