Χρήστος Χρυσόπουλος, Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας ΤζάκσονΤο ποίημα που σιωπάΓράφει η
Ελένη Γκίκα«Εγώ νόμιζα πως ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα». Υλοποιώντας τη ρήση του Ενρίκε Βίλα - Μάτας, η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον, όπως επισημαίνει αριστουργηματικά στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Χρήστος Χρυσόπουλος, κατόρθωσε και έγινε το ποίημα.
Άλλοτε πηδώντας από το παράθυρο -σε μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας με τον ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς- κάποια λονδρέζικη μέρα του 1929 και άλλοτε σιωπώντας και απαρνούμενη την ίδια της την τέχνη για χρόνια.
Αποδεικνύοντας ότι ο όντως ποιητής είναι εκείνος ο οποίος ζει ποιητικά.
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος, ενστερνιζόμενος την άποψη ήδη από το «Φανταστικό Μουσείο» του, όπου με τρόπο συγγραφικά αλχημικό έριχνε φως σε προσωπικότητες που έζησαν όπως και έγραψαν, σαν ποίημα (Εμπειρίκος, Ροϊδης, Μπεράτης, Περέκ, Πεσόα, Τσβετάγιεβα, Μπόρχες, Εσε) και χρησιμοποιώντας τους απολύτως δικούς τους τρόπους, τη δική τους φωνή, μοιάζει σα να διερευνά αυτή καθ εαυτή τη φύση της δημιουργίας.
Στη «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» επιλέγει γι' αρχή του της πτώσης την κορυφαία σκηνή. Πρωτοπρόσωπα, ποιητικά, ατμοσφαιρικά, με «τα χρώματα να ιριδίζουν γύρω από τη σκοτεινή διασταλμένη κόρη» και «ένα μεγάλο περιστέρι να κοιτά επίμονα μέσα στους ομόκεντρους κύκλους του ματιού».
Η ζωή της κατά την πτώση, η ζωή της μεταξύ ζωής και θανάτου κατά την ανάρρωση, η ζωή της με την ποίηση και η ζωή της βυθισμένη στην ποιητική σιωπή. Η ζωή της με τη διάσημη πλέον «Αποκήρυξη της ποίησης» η ζωή της μετά θάνατον, με το μνημειώδες δοκίμιο «Rational Meaning: Α New Foundation for the Definition of Words and Supplementary Εssays» που υπέγραφε και με τη στάση της μια ζωή.
Διότι το άδηλο και το άφατο αισθάνεται, αλλά δεν εκφράζεται και επειδή όπως η ίδια μέσα απ αυτό ομολογεί: «Πιστεύω ότι εμείς -τα ανθρώπινα όντα- είμαστε όλοι φυλακισμένοι σε έναν τρόπο ομιλίας ο οποίος είναι μόνο μερικώς ειλικρινής. Και η ποίηση εμποδίζει την κατανόηση αυτού του εγκλεισμού, επειδή μοιάζει να ελευθερώνει προσωρινά το πνεύμα από τη φυλακή της συνηθισμένης ομιλίας, της κοινής χρήσης των λέξεων». Αλλά η Λώρα, επιθυμώντας να γίνει το ποίημα, «βρήκε τη δική της απάντηση σ' αυτήν την πρόκληση, παραδεχόμενη ότι το τελειότερο ποίημα είναι εκείνο που σιωπά».
Ελένη Γκίκα
elgika@pegasus.gr
Πηγή:
εφημερίδα ΕΘΝΟΣ (14 Φεβρουαρίου 2009)