μυδραλιοβόλο το [miδraliovólo] O39 : είδος βαριού πολυβόλου. [λόγ. μυδράλι(ον) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. γαλλ. mitrailleuse]ΛΚΝ