Les morts m'écoutent seuls, j'habite les tombeaux. Jusqu'au bout je serai l'ennemi de moi-même. Ma gloire est aux ingrats, mon grain est aux corbeaux, Sans récolter jamais je laboure et je sème.
Je ne me plaindrai pas. Qu'importe l'Aquilon, L'opprobre et le mépris, la face de l'injure ! Puisque quand je te touche, ô lyre d'Apollon, Tu sonnes chaque fois plus savante et plus pure ?
| Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε, εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου, οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.
Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει, τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια! Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει, ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια
|