ὁμοιωθείς → one who has become like, one who has become equal

spiros · 6 · 1325

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
ομοιοθέντας → one who has become equal;

Ακόμα και ο Άγιος Ιγνάτιος δεν προτρέπει στην υπακοή ποτέ χωρίς να εκφράζει ξεκάθαρα ή να υπονοεί τον άξιο, τον ομοιοθέντα με τον Χριστό επίσκοπο
http://odos-kastoria.blogspot.com/2008/02/blog-post_7664.html
« Last Edit: 27 Apr, 2011, 22:37:38 by billberg23 »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σπύρο, μάλλον θα 'πρεπε να γράφετε με ωμέγα η μετοχή αυτή.

ομοιώνω
(ΑΜ ὁμοιῶ, -όω) [όμοιος]· 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμοιο, σύμφωνο με κάποιον ή με κάτι άλλο, εξομοιώνω («τοῑς μὲν πεπλασμένοις καὶ τοῑς γεγραμμένοις οὐδεὶς ἄν τὴν τοῡ σώματος φύσιν ὁμοιώσειε», Ισοκρ.)· 2. θεωρώ κάποιον ή κάτι όμοιο με κάποιον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω («τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην», ΚΔ)· || (αρχ.) 1. είμαι ή γίνομαι όμοιος με κάποιον, ομοιάζω· 2. προσαρμόζω ή προσαρμόζομαι, κάνω ή γίνομαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι (α. «[ὁ πόλεμος] τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν πρὸς τὰ παρόντα ὁμοιοῑ», Θουκ.· β. «ὁμοιοῡμαι τοῑς βουλήμασιν ἐκείνου», Ισοκρ.).
Πάπυρος - Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



Vasilis

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 9987
    • Gender:Male
Νομίζω ότι η σωστή γραφή είναι ὁμοιωθείς→ ὁμοιωθέντα.
equated with/to ;
« Last Edit: 27 Apr, 2011, 15:20:52 by Vasilis »
Πλούσιος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αξίζει πολλά και όχι ο άνθρωπος που έχει πολλά. (Κ. Μαρξ)


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
ὁμοιόω
ὁμοι-όω, Th.3.82, Pl.R.393c : aor.
ὡμοίωσα E.Hel.33, Isoc.11.8 :— Med., Hdt. (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι Pl.Lg.964d, or in med. form ὁμοιώσομαι Hdt.7.158 : aor. ὡμοιώθην Th.5.103, Pl. R.510a, Isoc.5.114, etc. ; Ep. inf. ὁμοιωθήμεναι (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι Pl.R.431e :—make like, ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν E.Hel.33 ; πᾶν παντὶ ὁ. Pl.Phdr.261e ; ἑαυτὸν ἄλλῳ Id.R.393c ; χοῦν . . -ώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ Hdt.8.28 ; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν Isoc.9.75 ; ἑαυτῷ τι Arist.GC324a10 ; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁ. makes them correspond to prevailing conditions, Th.3.82 :—Pass., to be made like, become like, in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην Il.1.187, Od.3.120 ; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.22.5 ; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς E.Ba. 1348, cf. Med.890 ; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. Th.2.97, cf. 5.103, Hdt.7.158 ; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Isoc.5.114.
liken, compare, in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ -ούμενος Hdt. 1.123 :—later in Act., τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; Ev.Matt.11.16 ; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα BSA29.35 (Sparta, iv A. D.).
intr., to be like, interpol. in Dsc.3.45.
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)

ὁμοιόω to make like
ὁμοιωθέντας part pl aor pass masc acc
Perseus

Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, “Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις” fr. 91.

ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις
Lexicon to Pindar. William J. Slater. Berlin. De Gruyter. 1969
« Last Edit: 27 Apr, 2011, 21:55:40 by spiros »



billberg23

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6318
    • Gender:Male
  • Words ail me.
ὁμοιωθέντας part pl aor pass masc acc
Yes, this and all instances of ὁμοιωθέντας are accusative masculine plural, just as ὁμοιωθέντα is accusative masculine singular (at least in ancient Greek).  Vasilis is right:  the nominative singular masculine is ὁμοιωθείς.
« Last Edit: 27 Apr, 2011, 22:44:15 by billberg23 »



 

Search Tools