Και μια και πιάσαμε τον Καββαδία σ' ένα άλλο νήμα:
Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Το γλειφιτζούρι το γλείφουμε (από το "λείχω"). Ο σαλίγκαρος φτάνει ψηλά με το σούρσιμο, με το γλείψιμο και με τα κέρατά του. Και ο γλειψιματίας λέγεται και γλείφτης.
Ο άλλος παραμένει με το καθωσπρεπίστικο "πτ", "γλύπτης". Τα γλυπτά τα λαξεύουμε, τα σμιλεύουμε, ενίοτε τα γλύφουμε. Με γλύφανο ή γλυφίδα. (Η οδοντογλυφίδα, πάντως, δεν είναι για να ασχολούμαστε με γλυπτική των δοντιών δημοσίως...)
Τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με το γλυφό νερό του άλλου ποιητή και τη Γλυφάδα (όπου θα ήθελα να βρίσκομαι τώρα).