Δημήτρης Καλοκύρης, Τα κρόσσια
[Ενότητα Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα (αλληγορίες του συντελεσμένου χρόνου)]
Αυτός που ψήνει το πουλί, που ξενυχτάει το φάντασμα, περνώντας με το δάχτυλο την αρμαδούρα του σκαρμού, γυρίζοντας στο έρμο τούτο σπίτι, και φιλώντας στον ύπνο του ωραίες γυναίκες που θα χτυπάει στο μέτωπο ο Σιρόκος, σαν θρυμματίζοντας ζεστά μικρά φιαλίδια, αυτός που ψήνει το πουλί μες σε σημάδια γυναικών –άλλων γυναικών– που περπατάνε το χειμώνα σφίγγοντας στρογγυλά κουδούνια στο σελάχι τους, στραγγίζοντας μεταξωτά σταφύλια στη μασχάλη, αυτός που ξενυχτάει το φάντασμα πίνοντας σε μια κρήνη παλαιά την κόψη βουλιαγμένου καραβιού, τα δόρατα της έρμης Ευρυδίκης, βογκώντας κοπανάει το τουμπελέκι του, τράγου δορά πάνω σε πήλινο λαιμό
Dου Dαπ
Dου Dαπ
να σπαρταρίσει ο μπροστινός του βαποριού ο καθρέφτης, κάτω απ’ το μάτι της καδένας το ανάστροφο, που ξεπροβαίνει ένα χέρι κλαδωτό, χλωρό, χορταριασμένο, σφυρίζοντας το θάνατο του πειρατή, με τη θαμπάδα του γυαλένιου του ματιού, και με τον δείχτη αγγίζοντας το κατά πού σταλάζουνε τα κρόσσια τους οι ανέμοι, ωραίες γυναίκες που περάσανε μια νύχτα φοβερή, αδειάζοντας την άμμο χούφτες χούφτες, πριν και σπαράζοντας το χέρι τους (στο χέρι και το μάτι του καιρού), τα γόνατα του πελαργού, στο δαμασκό, στο νεραντζόφυλλο και στο πορτόφυλλο, φυσώντας μες στον ύπνο τους ένα πουλί που σιγοκαίει τον ίδιο μύθο στο γιαλό, κει ακριβώς που αλλάζει το φανάρι του πελάγου για το πράσινο, και ξεκινάνε μάνες, χήρες και γριές, να ξενυχτήσουν στον αέρα τα φαντάσματα —
Αυτός που ψήνει το πουλί,
Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)