Sexarbeiter → σεξεργάτης, εργάτης του σεξ, σεξεργαζόμενος, σεξεργαζόμενο άτομο
Sexarbeiterin → σεξεργάτρια, εργάτρια του σεξ, εργαζόμενη στο σεξ, σεξεργαζόμενη, σεξεργαζόμενο άτομο, ιερόδουλη, εταίρα, πόρνη
Freudenmädchen
Prostituierte
sex worker → σεξεργάτρια, σεξεργάτης, εργάτρια του σεξ, εργάτης του σεξ, εργαζόμενη στο σεξ, σεξεργαζόμενος, σεξεργαζόμενη, σεξεργαζόμενο άτομο, ιερόδουλη, εταίρα, πόρνη