flood → πλημμύρα, κατακλυσμός, πλημμυρίδα, φουσκονεριά, χείμαρρος, ποταμός, συρροή, πλημμυρίζω, κατακλύζω, κατακλύζομαι, ξεχειλίζω, ανεβαίνω, παραφορτώνω, παραγεμίζω, κατακλύζω, έχω μητρορραγία, αιμορραγώ από τη μήτρα
evdoxia ·
12 · 2671