Άνθος Πωγωνίτης, Γέρμα
Ξύπνησ’ ο πόνος στην καρδιά την κουρασμένη και ριγά
η σάρκα του η ανήμπορη, π’ αναπαμούς γυρεύει∙
μες σε στενούς ορίζοντες, την ατμοσφαίρα τη βαριά,
το παρελθόν τ’ αγύριστο με το παρόν παλεύει.
Παντού χαμός και μίσεψαν κάποιες ελπίδες μακρινές
κι ως καρτερούσε μι’ άνοιξη ν’ ανθίσει – ολόμοιος κρίνος–
να ’ρθουν χαρές, κατάλευκα πουλιά, ’πό χώρες τροπικές,
γέλιο κρουστό να γίνονταν στα χείλη του κι ο θρήνος.
Μα, σαν κατάρες, ήρθανε μπόρα στην μπόρα οι συφορές,
στα μάγουλα ν’ αφήνουνε του ξεπεσμού τ’ αυλάκια∙
να γίνει στάχτη η φλογερή σπίθα, στα μάτια του τα δυο
κι οι παιδιακίσιες χίμαιρες, στα γηρατειά, φαρμάκια.
Καιρός ήρθ’ αναπάντεχα ν’ αφήσει χιόνια στα μαλλιά
και μια τρεμούλα στ’ άχαρα και σκεβρωμένα χέρια.
Τα πρώτα ξεφαντώματα των αισθημάτων να κοιτά
τώρα βαθιά στις θύμησες, που φύγαν – περιστέρια.
Κι είναι τα βράδια ανόνειρα πάντα στην ίδια τη γωνιά
γερτός, σαν αγαλμάτινος, στη σιωπηλή του ανία∙
κι ως έρχεται μια πένθιμη δύση, ν’ απλώσει τα φτερά,
της μουσικής ο δάσκαλος διασχίζει την πλατεία.
Κι έτσι, στις νύχτες χάνεται, σκιά του ίδιου του εαυτού,
ανόητα κάποιες σέρνοντας ελπίδες των προσώπων
την έκφραση, που γέννησαν κούφιες στιγμές των ημερών
μιαν ειρωνεία συμβατική των αγαθών του κόπων.
Από τη συλλογή Οι σκελετοί των ονείρων (1939)