Η Μαρία Η Μαρία σκεφτική έβγαζε τις κάλτσες της Από το σώμα της έβγαιναν φωνές άλλων ανθρώπων ενός στρατιώτη που μιλούσε σαν ένα πουλί ενός αρρώστου που είχε πεθάνει από πόνους προβάτων και το κλάμα της μικρής ανεψιάς της Μαρίας που αυτές τις μέρες είχε γεννηθεί Η Μαρία έκλαιγε έκλαιγε τώρα η Μαρία γελούσε άπλωνε τα χέρια της το βράδυ έμενε με τα πόδια ανοιχτά Ύστερα σκοτείνιαζαν τα μάτια της μαύρα μαύρα θολά σκοτείνιαζαν Το ραδιόφωνο έπαιζε Η Μαρία έκλαιγε Η Μαρία έκλαιγε το ραδιόφωνο έπαιζε Τότε η Μαρία σιγά σιγά άνοιγε τα χέρια της άρχιζε να πετάει γύρω γύρω στο δωμάτιο | Maria Pensive Maria removed her stockings From her body came voices of others of a soldier who spoke like a bird of a sick person who’d died of sheep’s pains and the cries of Maria’s baby niece that had been born those very days Maria wept wept now Maria laughed she spread her arms at night remained with her legs apart Then her eyes darkened black black blurry they darkened The radio played Maria wept Maria wept the radio played Then Maria slowly opened her arms she began to fly around the room |
Ο άγιος Αυτός κοιτούσε βαθιά βαθιά μες στο πηγάδι το βάθος του δεν τέλειωνε σε τούτη τη ζωή οι σάρκες ξεκολλούσανε κι έπεφταν μία μία σε λίγο δε θα του έμενε παρά ο σκελετός —Το πήρα απόφαση –έλεγε– το πήρα πια απόφαση θα ζήσω μέσα στους πνιγμένους και μέσα στους λεπρούς | The saint He stared deep deep into the well its depth had no end in this life the flesh peeled off and fell bit by bit soon nothing would remain but his skeleton I’ve decided—he said— I’ve finally decided I’ll live among the drowned and among the lepers |