κεκαρμένος εν χρω → κουρεμένος "γουλί" (
κουρεμένος σύρριζα, ως το δέρμα)
κείρω, ἒκειρον, κερῶ, ἒκειρα, κέκαρκα, ἐκεκάρκειν = κουρεύω
κείρομαι, ἐκειρόμην, κερούμαι, ἐκειράμην - ἐκέρθην (παθ.)- ἐκάρην (β') , κέκαρμαι, ἐκεκαρμην
"κουρεύτηκε καλόγερος" ...
κεκαρμένος: μετοχή του παρακειμένου
κέκαρμαιχρώς,
χρωτός και
χροός,
χρωτί και
χρῷ,
χρῶ και
χρόα =
η επιφάνεια κάθε σώματος, η επιδερμίδα
« Last Edit: 27 Nov, 2013, 16:07:50 by spiros »