Ο Τζορτζ Στάινερ με τη γερμανίδα ηθοποιό Ιρις Μπέρμπεν στις 25 Μαΐου 2003 στη Φραγκφούρτη,
κατά την απονομή στον Στάινερ του βραβείου Λούντβιχ Μπέρνε Από το 1960, ο Στάινερ παρεμβαίνει συστηματικά στην παράδοση της δυτικοευρωπαϊκής λογοτεχνίας με κείμενα που την αναλύουν, τη συνοψίζουν και ταυτόχρονα τη μετασχηματίζουν. Γεννημένος το 1929 από τσεχοεβραίο πατέρα και αλσατή μητέρα, ο Στάινερ μεγάλωσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, αφού ανάμεσα στα αγγλικά, στα γερμανικά και στα γαλλικά δεν επιλέγει καμία ως προνομιούχο «πρώτη γλώσσα», ενώ τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσής του τα πέρασε μεταξύ Παρισιού και Νέας Υόρκης. Αναπόφευκτα, η «πολύγλωσση αυτή μήτρα» σε συνδυασμό με την ελληνοϊουδαϊκή παιδεία που έλαβε τον ώθησαν στη μελέτη και κατανόηση του ανθρώπινου πολιτισμού και της επικοινωνίας με επίκεντρο τη γλώσσα. Οι εμπειρίες, οι λογοτεχνικές επιρροές και οι αισθητικές του προτιμήσεις βρίσκουν πάντοτε τρόπο να ενσωματωθούν στον θεωρητικό του λόγο και το Μετά τη Βαβέλ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σε ένα πρώτο επίπεδο το βιβλίο αποτελεί μια συστηματική προσπάθεια χαρτογράφησης του μεταφραστικού φαινομένου, όπου ο όρος μετάφραση νοείται ως διαδικασία που ενέχεται σε «κάθε πράξη επικοινωνίας, στην αποστολή και λήψη κάθε νοηματικής μορφής». H ευρύτητα της μελέτης, η καινοτόμος προσέγγιση του θέματος, καθώς και το πλήθος των επιστημονικών μεθόδων που ο συγγραφέας εφαρμόζει και των γνωστικών περιοχών που καλύπτει κατέστησαν το σύγγραμμα βιβλίο-ορόσημο στον τομέα των μεταφραστικών και γλωσσολογικών σπουδών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοσή του, το 1975. Σε ένα δεύτερο επίπεδο το βιβλίο εντυπωσιάζει με την πυκνότητα των παραθεμάτων και των μεταφράσεών τους, που ανήκουν όχι μόνο σε διαφορετικές γλώσσες αλλά σε διαφορετικούς αιώνες, ως και χιλιετίες. Δέος, απορία και θαυμασμό προκαλεί στον αναγνώστη η πανεπιστημοσύνη του συγγραφέα, η οποία - όπως εύστοχα επισημαίνει ο ίδιος - στους χαλεπούς καιρούς της τεχνοκρατίας και της επικράτησης της εικόνας αντιμετωπίζεται με «εκδικητική περιφρόνηση» και αδιαφορία.
H γλωσσική σύγχυσηΕκκινώντας από τον μύθο της Βαβέλ, ο Στάινερ εξετάζει τις επιπτώσεις αλλά και τα οφέλη που προέκυψαν από τη σύγχυση των γλωσσών στη μετά Βαβέλ εποχή. Τόσο η Καββάλα όσο και άλλες μυθολογίες υποστηρίζουν τις καταστροφικές συνέπειες του κατακερματισμού της Ur-Sprache σε «ανομοιομερή σπαράγματα», προμηνύοντας ταυτόχρονα τη λύτρωση χάρη στη δυνατότητα υπέρβασης της γλωσσικής σύγχυσης εν μέρει μέσω της μετάφρασης. Από μια άλλη οπτική, ο Τσόμσκι με τη γενετική μετασχηματιστική γραμματική επίσης υποστήριξε την ύπαρξη καθολικών δομών βάθους, που θεωρούνται κοινές στις φυσικές γλώσσες. Ωστόσο ο Στάινερ αποστασιοποιείται από αυτές τις επιστημονικές θεωρίες ή μυθολογίες που υιοθετούν έναν γλωσσικό «ουνιταρισμό» και υπογραμμίζει τις «ευεργετικές» και «δημιουργικές» δυνατότητες της γλώσσας να διαμορφώνουν την εννοιολογική αντίληψη για τον κόσμο. Επιπλέον, επικαλούμενος τον Μπλέικ που υπερασπίζεται «την ιερότητα της ελάχιστης ιδιαιτερότητας», ο Στάινερ έλκεται και συναρπάζεται από τη «μεταμορφική μαγεία» της διαγλωσσικής επικοινωνίας. Οπως άλλωστε λέγει ο Λεβινάς, η γλώσσα είναι φιλοξενία.
H φιλοξενία όμως σε μια άλλη γλώσσα, σύμφωνα με τον Στάινερ, διανέμεται σε τέσσερις πτυχές ή κινήσεις: την προκαταρκτική εμπιστοσύνη, την επιθετικότητα, την ενσωμάτωση και τη θέσπιση αμοιβαιότητας προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και στη μετάφρασή του. Ωστόσο το τετράπτυχο μοντέλο της ερμηνευτικής κίνησης που παρουσιάζεται στο Μετά τη Βαβέλ δεν ισχυρίζεται ότι προτείνει μια «θεωρία» (όρο τον οποίο ο Στάινερ αρνείται να αποδώσει σε οποιονδήποτε κλάδο των ανθρωπιστικών σπουδών), αλλά μια «ακριβή» τέχνη. Είναι η «αφήγηση μιας διαδικασίας», οπωσδήποτε χρησιμότερη από την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στην κυριολεκτική μετάφραση, στην παράφραση και στην ελεύθερη μίμηση, τριαδικό σχήμα γνωστό από τον δέκατο έβδομο αιώνα, το οποίο αναλύει διεξοδικά ο Στάινερ για να το απορρίψει εντέλει ως ανεπαρκές.
Κατά της θεωρίαςH εναντίωση του Στάινερ στη σχολαστική εφαρμογή ενός θεωρητικού μεταφραστικού πλαισίου ενισχύεται άλλωστε και από τη δική του πρακτική: αφού ολοκληρώσει την παρουσίαση του τετράπτυχου ερμηνευτικού σχήματος, προχωρεί στην εξέταση διαφορετικών μεταφραστικών προσεγγίσεων, αντλώντας τα παραδείγματά του από ολόκληρη τη δυτική λογοτεχνική παράδοση. Ετσι, σε αντίθεση με την καθεστηκυία άποψη, που θέλει την κατά λέξη μετάφραση αφελή και ακατέργαστη, ο Στάινερ μελετά την παράδοξη κυριολεξία μεταφράσεων όπως του Σοφοκλή από τον Χέλντερλιν, για να καταδείξει ότι η επιφανειακή νηφαλιότητα αυτής της προσέγγισης κρύβει μέσα της μια παθιασμένη δημιουργικότητα καθώς προσπαθεί να εισχωρήσει στον πυρήνα των λέξεων και να εκμαιεύσει το νόημά τους. Στη συνέχεια εξετάζει ορισμένες μεταφραστικές δοκιμές «συγχρονικότητας», παραθέτοντας παραδείγματα στα οποία επιδίωξη του μεταφραστή ήταν να ταιριάξει τη χρονική ταυτότητα της γλώσσας υποδοχής με τη χρονική ταυτότητα της γλώσσας πηγής. Το τέχνασμα αυτό όμως της «καθαρής οριζοντιότητας» υποδηλώνει μια βίαιη απόπειρα υποταγής του χρόνου και εντέλει άρνηση της πραγματικότητας, ενώ ο χρόνος οφείλει να αντιμετωπίζεται ως μια στρατηγική μεταβλητή, που «αντικατοπτρίζει τη θεμελιώδη ροπή προς την ελεύθερη επινόηση». Τη λυτρωτική δύναμη της λέξης, τη μεταμορφωτική διαδικασία της μετάφρασης καταδεικνύει ο Στάινερ στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, επιλέγοντας ένα απόσπασμα από το Τέλος του Παιχνιδιού μεταφρασμένο «άψογα» από τα αγγλικά στα γαλλικά από τον ίδιο τον Μπέκετ. Πρόκειται για το «έσχατον μεταφράζειν», το οποίο μπορεί να αντιπαραβληθεί μόνο με το «σιωπάν».
H μετάφραση στα ελληνικά του Μετά τη Βαβέλ από τον Γρηγόρη Κονδύλη και η επιμέλεια της έκδοσης από τον Αρη Μπερλή εκπληρώνει και τις πιο μεγάλες προσδοκίες που εγείρει ένα βιβλίο με θέμα τη μετάφραση. H κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ΒΗΜΑ, 27/02/2005 , Σελ.: S02
Κωδικός άρθρου: B14402S021
ID: 268425http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14402&m=S02&aa=1