ΛΚΝ:
έναντι [énandi] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος. α. (λόγ.) με καθαρά τοπική σημασία· απέναντι, αντίκρυ: ~ της εισόδου. β. για δήλωση σύγκρισης: Yστερεί ~ όλων των άλλων, σε σύγκριση, σε σχέση με όλους τους άλλους. γ. σε σχέση με κτ., όσον αφορά κτ., ως προς κτ.: Eίναι συνεπής ~ των υποχρεώσεών του. δ. με αντάλλαγμα κτ. (συνήθ. ορισμένο χρηματικό ποσό)· αντί: Πουλήθηκε ~ δύο εκατομμυρίων δραχμών. 2. (απολύτως) για να δηλωθεί η καταβολή ή η λήψη μέρους από οφειλόμενο ποσό ή λογαριασμό που δεν έχει ακόμη κλείσει: Kατέβαλε χίλιες δραχμές ~. Έλαβα χίλιες δραχμές ~. Δώσε κτ. ~. [λόγ. < ελνστ. ἔναντι `επί παρουσία κάποιου, απέναντι΄ & σημδ. γαλλ. contre]
εναντίον [enandíon] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· κατά 2: Πολεμώ / επιτίθεμαι ~ κάποιου. Eπίθεση ~ κάποιου. 2. (με γεν. ή απολύτως) αντί του ενάντια: Mην είσαι όλο ~. [λόγ. < αρχ. ἐναντίον `απέναντι΄ κατά τη σημ. του ενάντιος]
κατά [katá] πρόθ. : 1. συντάσσεται με γενική και δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· εναντίον1: Eίναι ~ του πολέμου. Ήταν πάντα ~ των φυλετικών διακρίσεων. O πόλεμος ~ των Περσών. 2. (ως επίρρ.) εναντίον2: Πέντε είναι υπέρ και δύο ~. Ψήφισαν όλοι ~. 3. (ως ουσ.) τα κατά, τα μείον, τα μειονεκτήματα: Πολλά είναι τα υπέρ και τα ~. [λόγ.: 1: αρχ. κατά· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. contre]