électif → αιρετός, προαιρετικός, εκλογικός

Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80209
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
électif → αιρετός
http://www.linternaute.com/dictionnaire/fr/definition/electif/
http://www.cnrtl.fr/definition/electif

αιρετός -ή -ό [eretós] E1 : (για πρόσ.) που εκλέγεται ή που έχει εκλεγεί με ψηφοφορία: Oι δήμαρχοι και οι νομάρχες είναι αιρετοί άρχοντες. Aιρετό διοικητικό συμβούλιο. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι άρχοντας ~, ο βασιλιάς κληρονομικός. O ~ εκπρόσωπος και ως ουσ. ο αιρετός. [λόγ. < αρχ. αἱρετός]
« Last Edit: 05 Oct, 2011, 12:46:47 by spiros »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.


 

Search Tools