Κάρολος Τσίζεκ, Μέθη
Σε αναπολώ εντονότερα όταν πίνω
μα ούτε το ξέρεις ούτε, ίσως, σε νοιάζει.
Ας ήταν να βρισκόμουν στο Λονδίνο
στον δρόμο σου την ώρα που βραδιάζει
κι εσύ να είχες φροντίσει να διακρίνω
ότι έβαλες το ΟΜΟ στο περβάζι.
Καθώς το νου μου έτσι να τρέχει αφήνω
ο ύπνος με παίρνει όταν η αυγή χαράζει
και στ’ όνειρό μου, ό,τι κι αν σου προτείνω,
δεν μου αρνιέσαι πια ούτε σε ξαφνιάζει.
Φιλιά, σε χείλη μυστικά, σου δίνω
ψηλαφώ τη σχισμή σου που σπαράζει
γεύομαι φύκια, λόγια σου απευθύνω
αισχρά, στυφό το σάλιο μου σταλάζει,
το κορμί σου τσακίζεται σαν κρίνο
στα χέρια μου, νοτίζει κι ευωδιάζει
κι όταν ξυπνώ είμαι ανίκανος να κρίνω
αν μια τέτοια ηδονή με όνειρο μοιάζει.
Από τη συλλογή Στίχοι έρωτα και αγάπης (2005)