encapsulated → έγκλειστος, έγκλειστη, έγκλειστο, ενθυλακωμένος, ενθυλακωμένη, ενθυλακωμένο, ενσωματωμένος, εγκιβωτισμένος, εγκλεισμένος, θυλάκωση, ενθήκωση, περιβλημένος, περιβεβλημένος, εσωκλειόμενος, περικλεισμένος σε κάψουλα, συμπυκνωμένη μορφή, εγκεκυστωμένος, εγκυστωμένος

iogo · 4 · 2192

iogo

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 46547
    • Gender:Male
  • ignoramus et ignorabimus
encapsulated → ενθυλακωμένο;


recombinant thymidine phosphorylase encapsulated in autologous erythrocytes → ανασυνδυασμένη θυμιδιλική φωσφορυλάση  ενθυλακωμένη σε αυτόλογα ερυθροκύτταρα;

https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=238385.0
« Last Edit: 07 Jun, 2017, 09:02:39 by spiros »
Io non odio persona al mondo, ma vi sono cert'uomini ch'io ho bisogno di vedere soltanto da lontano.
— Ugo Foscolo, Ultime lettere di Jacopo Ortis


Thomas

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2914
    • Gender:Male
  • Άκουγε πάντα τους άλλους. Όλο και κάτι θα μάθεις
έγκλειστη σε αυτόλογα ερυθροκύτταρα ή ευρισκόμενη εντός αυτόλογων ερυθροκυττάρων. Το encapsulated έχει και την έννοια (όταν αναφέρεται σε μικροοργανισμούς) περιβαλλόμενος από κάψα ή έλυτρο, έγκλειστος σε κάψα ή έλυτρο ή ελυτροφόρος.






 

Search Tools