Αγαπητή Έλσα, συγχαρητήρια για τη γλωσσική σας ευαισθησία, η οποία χαρακτηρίζει όλους τους συνεισφέροντες εδώ.
Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς τη γενική παρατήρηση ότι είναι καλό, προτού ζητήσουμε άλλη βοήθεια, να ανατρέχουμε σε λεξικά, τα οποία πιθανώς έχουν ήδη καλύψει τα ζητήματα που μας απασχολούν. Ακόμη και αν δεν λυθεί κάθε απορία μας, έχουμε τουλάχιστον ήδη ωφεληθεί από την έρευνα. Επιπλέον, στην ανάπτυξη της καλής κρίσης θα βοηθήσει η αντιπαραβολή περισσοτέρων τού ενός λεξικών, διότι (να ξέρετε) κανένα δεν αποτελεί από μόνο του την κιβωτό τής διαθήκης...
Ως προς τις απορίες που καταχωρίσατε:
* υπόχρεος (ήδη ελληνιστικό). Το αρχ. ὑπόχρεως ανήκει στα αττικόκλιτα (τοῦ ὑπόχρεω, πβ. τῆς Ἀπόκρεω), αλλά εφόσον υπάρχει νεοελληνικός μεταπλασμένος τύπος (υπόχρεος), τον προτιμούμε.
* Η εναλλαγή αμείβω - αμοιβή είναι ήδη αρχαία και οφείλεται στο σύστημα μεταπτωτικών βαθμίδων τής Ελληνικής. Ως μεταπτωτικές βαθμίδες ορίζουμε τις αλλαγές τού ριζικού φωνήεντος, οι οποίες περιλαμβάνουν ετεροίωση, έκταση, εξασθένηση, ακόμη και μηδενισμό. Εν προκειμένω, η ετεροίωση αφορά σε μεταβολή ποιού (όχι ποσότητας), όπως συμβαίνει μεταξύ βραχέων φωνηέντων (ε-ο). Επομένως: αμείβω - αμοιβή, λείπω - λοιπός, έχω - κάτ-οχος, αλείφω - αλοιφή (για να αναφέρω μερικές εύκολες περιπτώσεις). Μπορώ να σας συστήσω ειδική βιβλιογραφία, αν ενδιαφέρεστε.
* Η χρήση του όρου ἀμείβοντες για τα δοκάρια στέγης είναι ήδη αρχαία. Ασφαλώς προέρχεται από το ρήμα ἀμείβω και από την εξειδικευμένη σημασία "διασταυρώνομαι" (σκεφτείτε πώς χρησιμοποιούμε σήμερα το σύνθετο διαμείβομαι).
* Ο αρχαίος όρος είναι ὑδρορρόη (πάντοτε με δύο -ρρ- βάσει κανόνα διπλασιασμού τού αρχικού ρ- σε αρχαία και λόγια σύνθετα, όταν το α΄ συνθετικό λήγει σε βραχύ φωνήεν, πβ. μετα-ρρύθμιση, επι-ρροή), αλλά σε νεότερους χρόνους ο τόνος προωθήθηκε στη λήγουσα κατ' αναλογίαν προς τα ομόρριζα καταρροή, επιρροή, συρροή κτλ.
* Η ετυμολογικά ορθή γραφή είναι κτήριο (με επανανάλυση του συνθέτου εὐκτήριος σε ευνοϊκό συμφραστικό περιβάλλον: ίσως έχει καλυφθεί από άλλο νήμα). Η παρετυμολογική αναλογία προς το ρήμα κτίζω επέφερε τη γραφή κτίριο, την οποία δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εσφαλμένη. Ως ετυμολόγος συστήνω την πρώτη γραφή, αλλά ως γλωσσολόγος δεν θα στιγματίσω τη δεύτερη.
* Ο σωστός όρος είναι τοιχίο και πρόκειται για ήδη αρχαίο υποκοριστικό τού ουσιαστικού τοῖχος. Δεν αναφέρεται σε δήλωση τόπου, όπως συμβαίνει με τα ονόματα που λαμβάνουν παραγωγικό τέρμα -εῖον. Επίσης γνωστός στα κείμενα είναι ο ελληνιστικός όρος τείχωμα, όχι τοίχωμα.
* Από το λόγιο ρήμα φωτογραφίζω προέκυψε ουσιαστικό φωτογράφιση. Αν επικρατούσε το λόγιο φωτογραφώ, τότε θα είχαμε παράγωγο φωτογράφηση. Αυτή η "μάχη" κρίθηκε ήδη τον 19ο αιώνα, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχείτε πλέον τώρα... :-)
* εορτάζων, μετοχή τού ρήματος εορτάζω (ενεργητική φωνή).
* Ο σωστός τύπος είναι υποθηκοφυλακείο, μαρτυρημένος ήδη από τα μέσα τού 19ου αιώνα (πβ. κ. αρχι-φυλακείο, δασο-φυλακείο). Για την αντίθεση με τα σύνθετα σε -φυλάκιο (π.χ. θησαυρο-φυλάκιο, χαρτο-φυλάκιο) θα απαιτείτο χωριστή ανάπτυξη, στην οποία δεν θα ήθελα να σας υποβάλω τώρα.
Τέλος, αγαπητή Έλσα, οι στερεότυπες φράσεις τείνουν να ανθίστανται στις αλλαγές. Ενώ μπορείτε να γράψετε ο συντάκτης (αντί ο συντάξας), σας επισυνάπτω (αντί υποβάλλω συνημμένως, που δεν είναι έγκλημα να το αφήσετε έτσι) ή να αντικαταστήσετε το διατελώ υμέτερος (υ- παρακαλώ) με άλλη ευγενική έκφραση (π.χ. με ιδιαίτερη εκτίμηση, με ιδιαίτερη τιμή), πρέπει να δείξετε προσοχή σε όσες φράσεις δηλώνουν τη λόγια καταγωγή τους. Αν τις χρησιμοποιήσετε, παρακαλώ κάνετέ το σωστά (ο κάτωθι υπογεγραμμένος, όπως ακριβώς γράψατε), ειδάλλως θα μοιάζει με Ρωμαίο λεγεωνάριο, ο οποίος αναχρονιστικά σηκώνει τη χειρίδα τής πανοπλίας, για να κοιτάξει το ρολόι του...
Εύχομαι καλή συνέχεια στην εργασία σας. Και με συγχωρείτε για τον δασκαλίστικο σχολαστικισμό...