Μανόλης Ξεξάκης, Η καρδιά του παιχνιδιού (3)
[Ενότητα Η καρδιά του παιχνιδιού]
3
Έκατσα και βημάτισα ένα γράμμα παραπονεμένο.
Και περίμενα ώσπου σκορπίσαν οι γειτόνοι στα σπίτια τους ο καθένας.
Και ζευγολάτιζα το σκοτάδι ώσπου να γίνει βαθιά σιγή.
Ύστερα πήδηξα απ’ τα μπαλκόνια στις στέγες, με το μουλινέ
ψαροκάλαμο στο χέρι και το τετραδιόφυλλο,
έφτασα πάνω απ’ το παράθυρό της,
έβαλα στη θέση του δολώματος το χαρτί στρογγυλεμένο
και το κατέβαζα σιγά-σιγά, μπροστά στα μάτια της
πρέπει να εμφανίστηκε σαν κομήτης.
Άνοιξε το παράθυρο χωρίς θόρυβο, το πήρε και διάβαζε.
Να τι διάβαζε:
«Κοπέλα μου, αγγελική των ανέμων,
πάλι μου κλείνουν την πόρτα οι δικοί σου.
Θηρία γίνονται τα κλειδιά του κορμιού μου.
Νομίζω πως θα χαθούν τα χαρτιά απ’ τα συρτάρια της δημαρχίας
και δε θα ’χω όνομα και δε θα ξέρει κανένας ποιος είμαι,
ώσπου θα διακρίνει κάποιο παιδί το παράλυτο χέρι του έρωτα
πάνω στο πρόσωπό μου και όλοι θα ησυχάσουνε και θα λένε:
Είναι αυτός που αγαπά την Ελένη».
Περίμενα, περίμενα κι ανεβοκατέβαζα τ’ αγκίστρι,
κι ακούω χραπ τη πόρτα κι άνοιξε
και μπαίνει στο δωμάτιο ο αδερφός της, που μου ’χε μέγα αχτιμάνι,
ανάψανε τα φώτα, είδε την πετονιά που κρέμονταν,
φωνάζανε «κατέβα κάτω τσόγλανε»,
κι εγώ παράτησα καλάμια και δολώματα και γίνηκα λαγός.
Περάσανε τρεις μέρες και την είχανε μανταλωμένη μέσα κι έσκασα.
Σάββατο βράδυ μεσάνυχτα φυσούσε αέρας,
πάω και παίρνω ένα σάρακα και πριονίζω όλες τις μικρές ελιές
που είχανε δεντροστοιχία έξω απ’ το σπίτι τους,
κι άκουγα τα κύματα της θάλασσας να μουγκρίζουν,
κι έβλεπα τα φυλλώματα που είχα σκορπισμένα χάμω,
έφευγα σιγά-σιγά, έκλαιγα κι έλεγα:
«Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα
στη νύχτα του Δεκέμβρη
μια σκοτεινή βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε,
μαζί και η νύχτα θα μας εύρει,
ω ερημικά θλιμμένα μου στοιχεία...»
Από τη συλλογή Πλόες ερωτικοί (1980)