dash → τρεχάλα, τρέξιμο, πηλάλα, παύλα, ορμή, τόλμη, ταμπλώ, ταμπλό, πίνακας οργάνων, σφρίγος, ζωντάνια, ενεργητικότητα, ζωηράδα, σφρίγος, λεβεντιά, παλικαριά, επίδειξη, εντυπωσιακή εμφάνιση, κούρσα, αγώνας δρόμου, αγώνας ταχύτητας, εξόρμηση, εφόρμηση, έφοδος, κτύπημα, πιτσίλισμα, παφλασμός, σπάσιμο, μικρή ποσότητα, μικρή δόση, δόση, πρέζα, τζούρα, τρέχω, σπεύδω, φεύγω γρήγορα, βιάζομαι, εκσφενδονίζω, πετώ, πετάω, πιτσιλίζω, κινούμαι αστραπιαία, ορμάω, ορμώ, σπεύδω, ξεπετάγομαι, εκτινάσσομαι, ρίχνομαι, χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ, χιμάω, χιμώ, χυμάω, χυμώ, αποθαρρύνω, συντρίβω

valeon · 6 · 2535

valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Παύλες όλων των ειδών στη Βάση TELETERM:

dash  →  παύλα
dash {in Morse code}  →  παύλα {στον κώδικα Μορς}
em dash  →  παύλα του εμ
en dash  →  παύλα του εν
stroke  →  διάπαυλα
underscore  →  υπόπαυλα, κάτω παύλα
underscore character  →  χαρακτήρας υπόπαυλας
macron  →  επίπαυλα, μακρόν
upper bar  →  υπέρπαυλα
lower bar  →  υπόπαυλα
central horizontal bar jointive    →  κεντρική ενωτική παύλα





evdoxia

  • Translator | Reviewer | Merenda |
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2315
    • Gender:Female
καταλαβαίνω τι εννοεί, αλλά καμιά ιδέα για την απόδοση;

είναι αυτό που λένε 'πρέζα' < από το ιταλικό presa
Μου θυμίζει λίγο το 'τζούρα' (π.χ. βάλε μια τζούρα αλάτι και είναι έτοιμο)
Αλλά όλα αυτά είναι πολύ jargon. Ίσως πιο καλό να ήταν 'μια μικρή δόση' ή 'ελάχιστη δόση' ή κάτι πιο κόσμιο τέλος πάντων, γιατί πολλά drugs μυρίσανε :-)
« Last Edit: 16 Aug, 2010, 21:53:00 by evdoxia »
Translation is the art of failure – Umberto Eco




spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854558
    • Gender:Male
  • point d’amour
τρεχάλα, τρέξιμο, πηλάλα, παύλα, ορμή, τόλμη, ταμπλώ, ταμπλό, πίνακας οργάνων, σφρίγος, ζωντάνια, ενεργητικότητα,  ζωηράδα, σφρίγος, λεβεντιά, παλικαριά, επίδειξη, εντυπωσιακή εμφάνιση, κούρσα,  αγώνας δρόμου, αγώνας ταχύτητας, εξόρμηση, εφόρμηση, έφοδος, κτύπημα, πιτσίλισμα, παφλασμός, σπάσιμο, μικρή ποσότητα, μικρή δόση, δόση, πρέζα, τζούρα
τρέχω, σπεύδω, φεύγω γρήγορα, βιάζομαι, εκσφενδονίζω, πετώ, πετάω, πιτσιλίζω, κινούμαι αστραπιαία, ορμάω, ορμώ, σπεύδω, ξεπετάγομαι, εκτινάσσομαι, ρίχνομαι, χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ, χιμάω, χιμώ, χυμάω, χυμώ, αποθαρρύνω, συντρίβω, καταστρέφω, διαλύω, ανατρέπω, αναστατώνω, σαστίζω, διαβολοστέλνω, προσκρούω, κουντρίζω, συντρίβω, καταπτοώ
« Last Edit: 28 Mar, 2020, 12:24:02 by spiros »


 

Search Tools