telemarketer → άτομο που κάνει τηλεπωλήσεις, άτομο που κάνει τηλεμάρκετινγκ, άτομο που κάνει τηλεφωνικό μάρκετινγκ, άτομο που κάνει τηλεφωνικές πωλήσεις, τηλεπωλητής, τηλεπωλήτρια, υπάλληλος τηλεφωνικών πωλήσεων
spiros ·
1 · 1016