unconscious → ασυνείδητος, μη συνειδητός, ανεπίγνωστος, ασυναίσθητος, αναίσθητος, λιπόθυμοςunconscious
[ankOnshas]
επίθ. ανεπίγνωστος, ασυναίσθητος: unconscious movement ασυναίσθητη κίνηση # αναίσθητος, λιπόθυμος: I knocked him unconscious τον έριξα αναίσθητο
http://lexicon.pathfinder.gr/pagelet.php?lookup=unconscious&go=GoΣτα Αγγλικά, υπάρχουν οι όροι «consciousness» και «conscience» οι οποίοι και οι δύο σημαίνουν «συνείδηση». Ο πρώτος σημαίνει την κατάσταση της εγρήγορσης, στην οποία το άτομο έχει πλήρη επίγνωση και αίσθηση για κάτι, και ο δεύτερος αυτό που στα Ελληνικά ονομάζουμε «ηθική συνείδηση», όπως χρησιμοποιείται π.χ. στη φράση «έχω τύψεις συνειδήσεως» ή «έχω ένα βάρος στη συνείδησή μου». Για να αποφευχθεί η σύγχυση μεταξύ των δύο εννοιών της λέξης «συνείδηση», έχει επικρατήσει να μεταφράζεται ο όρος «consciousness» ως «συνειδητότητα».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις λέξεις «unconscious» και «unconsciousness», δηλαδή, «ασυνείδητος» ή «μη συνειδητός» και «ασυνειδησία». Η λέξη «ασυνειδησία», στα Ελληνικά, έχει αποκτήσει την έννοια της ψυχικής πώρωσης, της απουσίας ηθικής συνείδησης, αλλά στο κείμενο του Τόλε χρησιμοποιείται με την έννοια της μη εγρήγορσης, της μη επίγνωσης, και με αυτό τον τρόπο θα πρέπει να ερμηνεύεται όταν υπάρχει στη μετάφραση, διαφορετικά θα οδηγήσει σε εσφαλμένες «ηθικές» αξιολογήσεις.
« Last Edit: 26 Jun, 2018, 15:37:46 by spiros »