αναβατόριο → montacargas

escut · 2 · 1432

escut

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2890
    • Gender:Male
  • Theophilos Vamvakos
αναβατώριο → montacargas (el)
« Last Edit: 21 Jun, 2011, 13:34:39 by spiros »
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Μήπως με όμικρον;

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβατόριο το [anavatório] Ο42 & αναβατόρι το [anavatóri] & ανεβατόρι το [anevatóri] Ο44α : μηχάνημα για την ανύψωση υλικών, συνηθισμένο σε οικοδομικές εργασίες.
[ανεβ-: < ελεβατόρι παρετυμ. ανεβ(άζω)· αναβ-: λόγ. επίδρ. στο ανεβατόρι κατά την αντιστοιχία ανεβαίνω - αρχ. ἀναβαίνω και κατά την αντιστοιχία -ι - -ιον]



 

Search Tools